Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

To Eυαγγέλιο και ο Απόστολος της Κυριακής 30 Οκτωβρίου 2016: Η παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου

$
0
0
Ε΄ Λουκᾶ: Τῆς Κυριακῆς: Λουκ. ιϚ΄ 19-31
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων 
ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺςὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
-------------------
«Νῦν δέ (Λάζαρος) ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»
Ὁ Λάζαρος «παρακαλεῖται» καὶ ὁ πλούσιος «ὀδυνᾶται». Ὁ ἕνας ἀπολαμ­βάνει παρηγορία καὶ ­ἀνακούφιση, ἀν­έ­κφραστη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ὁ ἄλ­­λος δοκιμάζει ἀφόρητη θλίψη καὶ ὀδύνη, τρόμο καὶ φρίκη. Αὐτὲς οἱ δύο ἀντιθετικὲς καταστάσεις ἀντικατοπτρίζουν τὴν πραγματικότητα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι, προσκολλημένοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις, δὲν ­πιστεύουν στὴ ζωὴ μετὰ θάνατον. «Ἐδῶ εἶναι ἡ Κόλαση, ἐδῶ κι ὁ Παράδεισος», φωνάζουν σαρκαστικά. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅμως, χρησιμοποιώντας αὐτὴ τὴν πρωτότυπη καὶ πολὺ διδακτικὴ Παραβολή, μᾶς ἀποκάλυψε σαφῶς ὅτι ὑ­­­­­πάρχει ζωὴ μετὰ θάνατον. Ὑπάρχει καὶ Παράδεισος καὶ Κόλαση.

Τί εἶναι ὅμως ἡ Κόλαση καὶ τί ὁ Παράδεισος; Καὶ τί ὀφείλουμε ἐμεῖς νὰ κάνουμε; Νά τὸ θέμα ποὺ θὰ ἐξετάσουμε στὴν ὁμιλία μας αὐτή.

1. ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Παράδεισος καὶ Κόλαση λοιπόν. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι ἡ Κόλαση, τόπος ὀ­­δύνης ψυχικῆς καὶ μαρτυρίου αἰωνίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ «γέεννα», «τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται» (Μάρκ. θ΄ 43-44). Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ «ἄσβεστον πῦρ» βρισκόταν ὁ πλούσιος καὶ ζητοῦσε ἔ­­­στω μία σταγόνα νεράκι γιὰ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα του, ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς ἀφόρητης ὀδύνης ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται αἰωνίως ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή του, ἡ ὁποία τὸν πλημμυρίζει μὲ τύψεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Παράλληλα ὑποφέρει κι ἀπὸ τὰ πάθη του, ποὺ μένουν ἀνικανοποίητα, ἐπιτείνοντας τὰ αἰώνια βάσανά του.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶναι ὁ Παράδεισος, δηλαδὴ ἡ αἰώνια ζωὴ μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου οἱ δίκαιοι «ὄψονται τὸ πρόσωπον» (Ἀποκ. κβ΄ 4). Ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου θὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γεμάτο δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ ἡ δόξα αὐτὴ θὰ ἀντικατοπτρίζεται καὶ στοὺς ἴδιους, ὥστε νὰ λάμπουν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ΄ 43). Στὸν Παράδεισο οἱ δίκαιοι θὰ ζοῦν συν­τροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς χαρίζει ἀνάπαυση, χαρὰ καὶ εὐτυχία. Αὐτὸ δηλώνει ἡ ἔκφραση «εἰς τοὺς κόλπους Ἀβραάμ». Μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν φίλος τοῦ Θεοῦ, πατέρας ὅλων τῶν πιστῶν στὸ Θεὸ ἀνθρώπων, ὑπάρχει ἡ ἀπέραντη εὐτυχία καὶ μακαριότητα.

2. ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
Πῶς ὅμως καθορίζεται ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ θάνατον; Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση εἴτε στὴν αἰώνια εὐτυχία; Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζω­ῆς μας στὸν κόσμο αὐτό. Ἂν ζοῦμε μιὰ ζωὴ ἀτομικιστικὴ καὶ ὑλιστική, ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν μετανοοῦμε, τότε στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς. Ἂν ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ζητοῦμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός του καὶ ὑπομένουμε μὲ πίστη τὰ δεινὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ πτωχὸς Λάζαρος, τότε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀ­­­­πολαύσουμε τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐ­τυχία στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ θὰ κρίνει τὸ αἰώνιο μέλλον μας φαίνεται ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἡμέρας τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος θὰ ἀνταμείψει τοὺς «εὐλογημένους τοῦ Πατρός» του γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειχναν ἐνόσῳ ζοῦ­σαν, ἐνῶ ἀντίθετα θὰ καταδικάσει «εἰς κόλασιν αἰώνιον» αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἐγωιστικά, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους, καὶ παρέμειναν ἀ­­μετανόητοι (Ματθ. κε΄ 31-46).

Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή μας κρίνεται τὸ αἰώνιο μέλλον μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προειδοποιεῖ αὐστηρά: «Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» (Γαλ. ς΄ 7). Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖνο ποὺ θὰ σπείρει κάθε ἄνθρωπος, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει. Καὶ συνεχίζει: «Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας» (στίχ. 10). Συνεπῶς, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη καὶ ἔχουμε καιρό, ἂς κάνουμε πρὸς ὅλους τὸ καλό.

Ἡ σημερινὴ Παραβολὴ πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίσει. Τὸ τραγικὸ ­κατάντημα τοῦ πλουσίου ἀποτελεῖ ἕνα μήνυμα πρὸς ὅλους ὅσοι ζοῦν ἐπιπόλαια, ἀδια­­­φο­­­ρών­τας γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον τους. Εἶ­ναι καιρὸς λοιπὸν νὰ μετανοήσουμε! Νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρίας μας. Τώρα! Πρὶν περάσουμε τὰ σύν­ορα αὐτοῦ τοῦ κόσμου· διότι τότε θὰ εἶναι πλέον πολύ-πολὺ ἀργά…

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 
ΚΥΡΙΑΚΗΣ 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016
Ε΄ Λουκᾶ: ΙΘ΄ Κυριακῆς: Β΄ Κορ. ια΄ 31 – ιβ΄ 9
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ­Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρού­ρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαρ­γάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκα­λύψεις Κυρίου. οἶδα ἄν­θρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπα­γέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐ­ρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶ­δα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώ­πῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σα­τᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπε­ραί­ρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

1. Ταπεινὸς στὰ ὑψηλὰ
Ἡ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ εἶναι ἀποκαλυπτική. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, προκειμένου νὰ ὑπερασπίσει τὸ ἀποστολικὸ κύρος καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ κηρύγματός του.

Ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅσων πρόκειται νὰ καταθέσει, ἀρχίζει μὲ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴ Δαμασκό. Τότε, στὴν ἀρχὴ τῆς χριστιανικῆς του ζωῆς, ἤθελε νὰ τὸν συλλάβει ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως, ἀλλὰ διέφυγε, ἀφοῦ τὸν κατέβασαν μέσα σὲ δικτυωτὸ καλάθι ἀπὸ ἕνα παράθυρο τοῦ τείχους της.
Κι ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς περιπέτειές του, σταματᾶ νὰ μιλᾶ γι’ αὐτὰ καί, γιὰ πρώτη φορά, κάνει λόγο γιὰ ἀπο­καλύψεις ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γράφει:

─Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται σὲ στενὴ σχέ­ση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐ­­τὸς πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καὶ ἀνυ­­ψώθηκε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Δὲν γνωρίζω ὅμως ἐὰν ἦταν μὲ τὸ σῶ­μα του τὴν ὥρα ἐκείνη ἢ ἦταν σὲ ἔκσταση, ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει.

Πάντως γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπ’ τὸ σῶμα του, μόνο μὲ τὴν ψυχή του, δὲν γνωρίζω, ὁ Θεὸς γνωρίζει) «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»· μεταφέρθηκε στὸν Παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὸν τρόπο νὰ τὰ ἐκφράσει κι οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ λόγῳ τῆς ἱερότητός τους.

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ θὰ καυχηθῶ, διότι αὐτὸς εἶναι ἄλλος Παῦλος, στὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλὲς χάριτες. Γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνο γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου μέσα ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν ἀδυναμία μου φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἄλλα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ καυχηθεῖ κανείς, ἀλλὰ δὲν θὰ πῶ, γιατὶ φοβᾶμαι ὅτι μπορεῖ νὰ μεγαλοποιηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέγω.

Στέκεται ἐκστατικὸς κανεὶς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου! Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ εἶχε δεχθεῖ τόσες συγκλονιστικὲς ἀποκαλύψεις τὶς ἔκρυβε στὴ σιωπὴ ἐπὶ 14 χρόνια καὶ τώρα ποὺ ἀναγκάζεται νὰ μιλήσει γι’ αὐτές, τὶς περιγράφει μὲ πολλὴ μετριοφροσύνη, λιτότητα καὶ φόβο Θεοῦ. Χρησιμοποιεῖ τρίτο πρόσωπο, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιον ἄλλον· ὡστόσο εἶναι ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ ἔζησε αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, προκειμένου νὰ τὸν ἐνισχύσει καὶ νὰ τὸν στερεώσει στὴν ἀποστολική του διακονία.

Πόσο ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης του!… Ἐμεῖς ἂν βλέπαμε ἔστω μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὀπτασίες, μᾶλλον θὰ σπεύδαμε νὰ τὴν κοινοποιήσουμε καὶ νὰ διαφημίσουμε τὸν ἑαυτό μας!… Δυσ­τυχῶς τὸ ὑψηλὸ καὶ ἐγωιστικὸ φρόνημα τυφλώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ περιαυτολογεῖ καὶ νὰ ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του ἀνύπαρκτες ἀρετὲς ἢ ἀσήμαντα κατορθώματα. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅμως ἀποφεύγει συστηματικὰ νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κι ἂν ἀκόμη φανερωθεῖ κάτι καλὸ γι’ αὐτόν, στὸν Θεὸ τὸ ἀποδίδει ὡς δικό Του δῶρο. Ἐπιπλέον ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντιμετωπίζει τὶς ὅποιες δοκιμασίες μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοιά Του. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως φαίνεται στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς:

2. «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου»
Ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἀποκαλύψεων, γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ἐπέ­­­τρε­ψε ὁ Θεὸς καὶ μοῦ δόθηκε «σκόλοψ τῇ σαρκί», ἕνα πράγμα βασανιστικὸ γιὰ τὸ σῶμα, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χτυπᾶ καὶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύομαι.

Τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρύνει τὸν πειρασμὸ αὐτό, ἀλλὰ ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»· σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ Χάρις ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς Χάριτος κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστά.

Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὑπέφερε ἀπὸ κάποια χρόνια ἀσθένεια, τὴν ὁποία ὀνομάζει «σκόλοπα». Μπορεῖ βέβαια νὰ ὑπαινίσσεται καὶ κάποια ἄλλη δοκιμασία ποὺ δὲν γνωρίζουμε. Πάντως, σὲ κάθε περίπτωση, εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸ αἴτημα τοῦ πιστοῦ Ἀποστόλου Του καὶ δὲν τὸν ἀπήλλαξε ἀπὸ αὐτὸν τὸν πειρασμό, ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε καθημερινά. Ὡστόσο δὲν τὸν ἄφησε καὶ σὲ ἀπορία. Τοῦ φανέρωσε ὅτι ὁ πειρασμὸς αὐτὸς συντελεῖ στὸ νὰ συναισθάνεται τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ μὴν παρασύρεται στὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ παράλληλα ἀναδεικνύεται μὲ πιὸ θαυμαστὸ τρόπο ἡ παντοδύναμη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ αἰσθανόταν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μέσα στὴν ἀδυναμία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὅτι μὲ μεγαλύτερη εὐ­χαρίστηση καυχιέμαι γιὰ τὶς ἀσθένειές μου παρὰ γιὰ τὶς ἐντυπωσιακὲς ἀποκαλύψεις.

Ἂς μὴν ἀποροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅταν ἀντιμετωπίζουμε κάποια δοκιμασία. Ὁ παν­­­άγαθος Θεὸς ἐπιτρέπει κάθε θλίψη γιὰ τὸ καλό μας. Ἐπιπλέον μᾶς ἐνισχύει μὲ τὴ Χάρη Του γιὰ νὰ ἀντέχουμε καὶ νὰ μὴν ἀ­­ποκάμνουμε. Ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε λοι­πὸν κι ἂς ζητοῦμε τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἀρκεῖ.
πηγή: ο Σωτήρ

Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Trending Articles