«…Καὶ τὰ ραντίσματα εἶναι φαρμάκι. Μὲ αὐτὰ τὰ ραντίσματα καὶ τὰ πουλιὰ τὰ καημένα ψοφᾶνε. Στὰ δένδρα ρίχνουν φάρμακα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς ἀρρώστιες, καὶ μετὰ ἀρρωσταίνουν οἱ ἄνθρωποι. Δηλητηριάζουν τὰ πάντα.
Δὲν εἶναι καλύτερα νὰ ρίχνουν λιγώτερο φάρμακο καὶ νὰ παραχώνουν τὰ σάπια στὶς χωματερὲς ἀντὶ γιὰ τὰ γερά; Ὁλόκληρο σύννεφο μὲ τὸ ράντισμα καὶ δὲν θὰ πειράξη τὸν ἄνθρωπο; Ἰδίως γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά, αὐτὰ εἶναι θάνατος. Γι’ αὐτὸ γεννιοῦνται ἄρρωστα. Εἶπα σὲ κάποιον: «Τί γίνεται; Σκοτώσατε τὰ ἔντομα καὶ τώρα σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι». Ραντίζουν τὰ λουλούδια, γιὰ νὰ σκοτώσουν τὰ ἔντομα καὶ ἀρρωσταίνουν οἱ ἄνθρωποι. Μετὰ θὰ βροῦν πιὸ δυνατὰ φάρμακα, καὶ τελικὰ τί βγάζουμε;
Ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι κάποια ἔντομα ποὺ τὰ σκότωσαν μὲ τὰ ραντίσματα, σκότωναν ἄλλα. Τώρα θὰ ἀναπτύξουμε αὐτά, γιὰ νὰ σκοτώνουν τὰ ἄλλα. Πῶς ὁ Θεὸς τὰ ἔχει κανονίσει! Ὅπου ἔχει τριζόνια, δὲν ὑπάρχουν κουνούπια. Ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνας ποὺ εἶχε ἕνα μικρὸ μηχανάκι ποὺ ἔκανε ἕναν θόρυβο σὰν τριζόνι, ἀλλὰ πιὸ ἄγριο, γιὰ νὰ διώχνη τὰ κουνούπια. Σκοτώνουν τὰ τριζόνια, ποὺ ἔβγαζαν καὶ ἕναν γλυκὸ ἦχο, καὶ πᾶνε αὐτὰ ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ τὰ κάνουν μὲ μπαταρία! Τὰ σκότωσαν ὅλα∙ τρυγόνια, τριζόνια…Σπάνια νὰ δῆς καὶ κόρακα ἀκόμη. Σὲ λίγο θὰ βάζωμε τὸν κόρακα στὸ κλουβί!…».
(Γέροντος Παϊσίου, Α΄ τόμος, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη, σελ. 141)