Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)
Πρόβλημα μεγάλο ἡ ποιότητα τῶν κινήτρων μέ τά ὁποία πλησιάζουμε οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κι ὅσο παγώνει ἡ ἀγάπη, κι ὅσο κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, κι ὅσο πορευόμαστε μέ οἰκονομίστικα
προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου.
Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.
προτάγματα συμφέροντος, τόσο θεριεύει ἡ καχυποψία, τόσο ἐντείνεται ἡ διάθεση ὑπονόμευσης τοῦ πλησίον, τόσο τείνουμε νά χαιρόμαστε μέ τόν πόνο, τόν καημό, τό πάθημα τοῦ ἄλλου.
Κι ἀντί νά πορευόμαστε στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις μέ καλή διάθεση ἁπλότητος καί ἀλληλοσεβασμοῦ, προτάσσουμε τήν ὑποκρισία, τήν ἰδιοτέλεια καί τή σκοπιμότητα, ξεχνώντας τόν πνευματικό νόμο τῆς ταυτοπάθειας.
Ἀκόμη καί σέ ἐποχές κρίσης, ὁπότε ἀπαιτεῖται ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συναντίληψη καί ἡ συγκατάβαση γιά νά ὑπερβαθοῦν οἱ ὅποιες δυσκολίες, μπορεῖ νά παρουσιάζουμε προσωπεῖο τέτοιων διαθέσεων, ὅσο εἶναι ἀναμμένοι οἱ προβολεῖς τῆς δημοσιότητας, μόλις ὅμως αὐτοί σβήσουν, ἐμμένουμε στήν ἐσωστρέφειά μας, τόν φόβο καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ὅποιου ἄλλου.
Πνευματικό ξεκαθάρισμα
Ἕνας νεαρός πού παριστάνει τόν ἔξυπνο, ἑρμηνευτής τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου δίνει τήν ἀφορμή γιά τή σημερινή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη, μία ἀπ’ τίς πιό γνωστές του ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νομίζοντας ὅτι μπορεῖ νά παρασύρει τόν Χριστό σέ ἀντιφάσεις, θέτει μέ ἐξωτερικό σεβασμό κάποιες ἐρωτήσεις. Ὅταν μέ ἀντερωτήσεις ὁ Χριστός τόν ἀναγκάζει νά ἀπαντήσει μόνος του, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν ρωτοῦσε ἀπό γνήσιο ἐνδιαφέρον, ἀλλά μέ ὑποβολιμαία σκοπιμότητα. Καί πάλι, ἀντί νά σιωπήσει τουλάχιστον, ὁ νομικός ἐπιμένει νά ρωτᾶ πονηρά σέ μία ὕστατη προσπάθεια νά ἐκθέσει τόν Χριστό ἀπό τά λεγόμενά του.
Τήν εὐκαιρία αὐτή, τῆς ἀνθρώπινης κακοπιστίας, ἁρπάζει ὁ Χριστός γιά νά ξεκαθαρίσει τά ὅσα παρακάτω θά θίξουμε. Ξεκινᾶ μ’ ἕναν ταξιδιώτη, ὁ ὁποῖος κατεβαίνοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχῶ ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τόν καταλήστεψαν, τόν κακομεταχειρίστηκαν, τόν γέμισαν πληγές καί τόν παράτησαν μισοπεθαμένο. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύοντας τήν ἀλληγορία τῆς παραβολῆς, ἀναγνωρίζουν στόν καταπληγωμένο καί μισοπεθαμένο ταξιδιώτη τή σύνολη ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία πέφτοντας θύμα τοῦ διαβόλου, κατέβηκε ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, στήν ἀρένα τῆς παρούσης ζωῆς, καταληστεμένη ἀπό τήν πρώτη ὀμορφιά τοῦ καλοῦ λίαν δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, καταπληγωμένη ἀπό τή φθορά καί τόν θάνατο, καί μισοπεθαμένη ἀπό τήν πνευματική κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας.
Καθώς κείτεται ἀνήμπορος ὁ ταξιδιώτης, ἀκούει βήματα καί βλέπει νά πλησιάζουν πρῶτα ἕνας Ἱερέας καί μετά ἕνας Λευίτης, πνευματικοί ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι ὅμως, συμπεριφέρονται ἀκριβῶς τό ἴδιο. Πλησιάζουν, βλέπουν καί ἀπομακρύνονται χωρίς νά βοηθοῦν. Γιά τούς ἀκροατές τῆς παραβολῆς, ἡ συμπεριφορά τοῦ νομικοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Οἱ μωσαικές διατάξεις ἀπαγόρευαν στόν καθένα γενικά, ἰδίως ὅμως σέ ὑπηρέτη τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομώντα, ν’ ἀκουμπήσουν πτῶμα καθώς μετά θεωροῦνταν «ἀκάθαρτοι», ἐνῶ ἔπρεπε καί νά τελέσουν θυσία ἐξιλασμοῦ γιά νά «καθαρισθοῦν». Μέ πόση ἄνεση ἡ τυπολατρία καί ἡ ἐκνομίκευση ὅταν κυριαρχοῦν, μέ πρόφαση νά προφυλάξουν, ἀναιροῦν τόν Θεόσδοτο νόμο τῆς ἀγάπης, καί νομιμοποιοῦν τή σκληρότητα. Κι ἐδῶ οἱ Πατέρες ἑρμηνεύοντας βλέπουν στό πρόσωπο τοῦ Ἱερέα καί τοῦ Λευίτη, τό Νόμο καί τούς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δέν στάθηκαν ἱκανοί νά σώσουν τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί τήν ἀπώλεια.
Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Καί ἔρχεται ὁ Σαμαρείτης… Ἀπό αὐτόν ὁ πληγωμένος ταξιδιώτης μοιάζει νά μήν περιμένει τίποτε. Εἶναι ἀλλόφυλος, ἀλλόθρησκος, ἐχθρός… Κι ὅμως, αὐτός σταματᾶ στόν ἐπικίνδυνο τόπο, φροντίζει τόν πληγωμένο καί τόν περιμαζεύει. Οἱ Πατέρες πάλι, στό πρόσωπο τοῦ Σαμαρείτη βλέπουν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Καί τοῦτο διότι, ἄν καί τόν περίμενε, ἡ ἀνθρωπότητα δέν μπόρεσε νά τόν ἀναγνωρίσει ὡς τόν Σωτήρα της. Τόν περίμενε μέ κοσμικά μεγαλεῖα, μέ πολιτικές ἀνατροπές, μέ «οἰκονομικά θαύματα» καί ἦλθε ἁπλός, χωρίς διεκδικήσεις ἤ ἐγκοσμιοκρατικό προσανατολισμό.
Τί κάνει ὁ Σωτήρας μας; Ἐπιχέει στό καταπληγωμένο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας «ἔλαιον καί οἶνον». Στήν περίδεση τῶν τραυμάτων οἱ Πατέρες ψηλαφοῦν τήν ἀναίρεση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων μέ τό σωστικό ἔργο καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί στό «ἔλαιον καί τόν οἶνον» βλέπουν τά ἱερά Μυστήρια καί τό θεῖο Κήρυγμα, ὡς τά δύο θεοπαράδοτα μέσα πού θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀποκαθιστοῦν πνευματικά ὑγιῆ.
Ὁ Χριστός μας μεταφέρει τόν ἀσθενῆ στό πανδοχεῖο, τήν Ἐκκλησία του, ὅπου μέ ἀσφάλεια καί ἄνεση μπορεῖ νά γίνει ἡ ἀποθεραπεία. Τόν ἐπιμελεῖται ὅλη νύκτα, σύμβολό του ὅτι ὁ Χριστός μας δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν χάριν τοῦ ἀνθρώπου, προβαίνοντας μάλιστα στήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καί φεύγοντας ἀπό τό πανδοχεῖο, ἀποσυρόμενος ἀπό τό ἱστορικό προσκήνιο, παραγγέλλει στόν πανδοχέα, στούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους, νά ἐπιμεληθοῦν τόν ἄρρωστο, νά καταβάλουν κάθε δυνατή φροντίδα γιά τήν πνευματική ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία. Παραδίδει καί δύο δηνάρια, στά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τήν Ἁγία Γραφή, πού ἔχουν παραδοθεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς ἀπλανεῖς καθοδηγοί στήν πνευματική τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου. Προειδοποιεῖ ὅτι θά ἐπανέλθει γιά νά ἐλέγξει καί νά ἀποδώσει τήν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν».
Τί ξεκαθαρίζει ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή; Ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἦλθε στή γῆ καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά σώζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἀναγνωρίζει τήν ἀρρωστημένη πνευματική του κατάσταση καί ἀποζητᾶ τή θεραπεία. Δέν διεκδικεῖται οὔτε πολιτική ἀνάμειξη, οὔτε μερίδιο πλούτου, οὔτε κομμάτι ἐξουσίας, γιατί ὅλα αὐτά εἶναι πολύ μικρά καί ἀσήμαντα. Σήμερα ὁ Χριστός δηλώνει σαφῶς καί μέ κατηγορηματικό τρόπο πώς τό ἔργο του ἔγινε καί ἡ Ἐκκλησία του ὑπάρχει γιά νά διασφαλίζουν τή σωτηρία καί τή λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό πιό σπουδαῖο καί αἰώνιο κατόρθωμα. Ἄς μήν ἑρμηνεύουμε τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μέ ὅρους κοινωνικοῦ καί προνοιακού ἔργου. Ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται στούς ἐμπερίστατους καί φτωχούς. Ἡ φιλανθρωπία ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνόρθωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, μέ τή θεραπεία τῶν ἀρρωστημένων πιστευμάτων του, μέ τήν πνευματική ἴαση καί ἀποκατάστασή του ὡς τέκνου Θεοῦ. Γι’ αὐτό μᾶς ἀφορᾶ, καθώς ἀπευθύνεται σέ ὅλους.