Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
14 Νοεμβρίου 1965
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διδάσκει σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη αὐτό, εἶπε μία παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν.
Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς πλησίασε τὸν Ἰησοῦ πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας. Διδάσκαλε, τί ἂν θὰ κάμω θὰ κληρονομήσω αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Τί εἶναι γραμμένο στὸ Νόμο; Πῶς διαβάζεις; Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε· Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο ποὺ εἶν'ὁ Θεός σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ὀρθὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης. Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ δείξη πὼς καταλαβαίνει εἶπε στὸν Ἰησοῦ· καὶ ποιὸς εἶναι πλησίον μου; Τότε παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν· οἱ ληστὲς ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἔδειραν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένο. Ἔτυχε τότε καὶ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ἱερέας ποὺ τὸν εἶδε καὶ προσπέρασε· τὸ ἴδιο κι ἕνας λεβίτης, ποὺ βρέθηκε σ'ἐκεῖνο τὸν τόπο, ἦλθε, εἶδε καὶ προσπέρασε. Καὶ κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ ὡδοιποροῦσε ἦλθε πρὸς τὰ κεῖ κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· κι ἀφοῦ πλησίασε τοῦ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα πλένοντάς τα μὲ κρασὶ καὶ βάζοντας ἐπάνω λάδι· κι ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔφυγε ἔβγαλε κι ἔδωκε δύο δηνάρια στὸν πανδοχέα καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τονε κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης κάτι παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπόν σοῦ φαίνεται πὼς ἀπ'αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἔγινε πλησίον σ'ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε· ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν κοίταξε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.
Αὐτὸς ὁ νομικός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε τάχατες τί νὰ κάμη γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιο ζωή, αὐτὸς λοιπὸν δὲν ρωτοῦσε γιὰ νὰ μάθη, μὰ ἤθελε νὰ πειράξη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε τὸ Νόμο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ καμμιὰ συζήτηση. Μὰ πῆρε τὸ μάθημα ποὺ τοῦ χρειαζότανε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ 'δωσε καὶ κατάλαβε πὼς ἄλλο νὰ 'σαι τάχα διαβασμένος καὶ νὰ κάνης τὸν ἔξυπνο κι ἄλλο νὰ 'σαι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Σοφία δὲν εἶναι νὰ ξέρης ποιὸς εἶν'ὁ πλησίον, μὰ νὰ ξέρης τί πρέπει νὰ κάνης γιὰ τὸν πλησίον. Ὅλοι ξέρουνε καὶ λένε πολλά, μὰ λίγοι κάνουνε ὅ,τι πρέπει. Γι'αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νομικὸς ρωτᾶ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ νομικὸς ρωτᾶ γιὰ νὰ μάθη τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ πάη νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Δὲν τοῦ λέει πὼς πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος, μὰ τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ 'ναι ὁ πλησίον. Κι αὐτὸ εἶναι, χριστιανοί μου, ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε φορά· ὄχι νὰ ξέρουμε πολλὰ καὶ νὰ 'μαστε σοφοί, μὰ νὰ 'χουμε ἀγάπη καὶ νὰ κάνουμ'ἐκεῖνα ποὺ πρέπει.
Πολλοὶ τώρα τελευταία, ποὺ δὲν εἶναι δὰ καὶ σοφοί, κάθουνται μέρα νύχτα στὸ καφενεῖο καὶ λένε λόγια· λένε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἰσότητα, γιὰ εἰρήνη, γιὰ δημοκρατία καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια πολλά. Ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πῆ. Πᾶτε νὰ ἐργασθῆτε, γιατί ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λείπει δὲν εἶναι τὰ λόγια, μὰ ἡ ἐργασία καὶ ἡ νοικοκυροσύνη. Πᾶτε λοιπὸν νὰ ἐργασθῆτε αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ νὰ δείξετε στὴν πράξη καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δημοκρατία ποὺ φωνάζετε. Στὸ δάσκαλο, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει, οἱ ἄλλοι θὰ τοῦ ποῦνε καὶ θὰ γελάσουνε μαζὶ του· «Δάσκαλε, ποὺ δίδασκες...».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ'αὐτὴ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, μᾶς δίδαξε κάτι καινούργιο, ποὺ δὲν τὸ 'ξερε ὥς τὰ τότε ὁ κόσμος. Μᾶς δίδαξε τί θὰ πῆ πλησίον, τί θὰ πῆ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ μᾶς εἶπε πὼς πλησίον εἶναι ὄχι μόνο ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὰ πὼς πλησίον εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Στὸν καιρὸ μας ὅλα εἶναι γεμάτα ὑποκρισία· μᾶς πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, φωνάζουμε γιὰ σκλάβους ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε, σκοτωνόμαστε γιὰ λαοὺς ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε, ὅταν τὴν ἴδια στιγμὴ μπροστὰ στὰ μάτια μας εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ περιμένει ἀπό μᾶς. Φωνάζουμε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ξεχνοῦμε τὸν ἄνθρωπο· σκοτωνόμαστε γιὰ ξένους λαοὺς καὶ ρημάζουμε τὸν τόπο μας· θέλουμε ἰσότητα κι ὅσοι εἶναι στὴ δούλεψή μας τοὺς ἔχουμε γιὰ δούλους· τάχα ζητοῦμε δικαιοσύνη καὶ τρῶμε τὸν κόπο τοῦ ἐργάτη μας· κηρύττουμε δημοκρατία κι εἴμαστε τυραννικοὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅλα ἐτοῦτα γίνονται, γιατί ξεκινοῦμε ἀνάποδα· ἀφίνουμε τὰ κοντινά μας καὶ πᾶμε στὰ μακρινὰ· βάζουμε σκοπό μας τὴν ἀνθρωπότητα κι ἀφίνουμε τὸν ἄνθρωπο· ἀγνοοῦμε τὸν πλησίον καὶ γνοιαζόμαστε γιὰ κεῖνον ποὺ 'ναι μακρυά. Στ'ἀλήθεια δὲ γνοιαζόμαστε γιὰ τίποτα καὶ τὸ βρήκαμ'ἔξυπνο καὶ βολικὸ νὰ φωνάζουμε γιὰ ἰδεολογίες καὶ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς θέλει ἰδεολόγους, μὰ πιστούς· δὲ μᾶς θέλει νὰ φωνάζουμε γιὰ δικαιοσύνη, μὰ νὰ 'μαστε δίκαιοι· δὲ μᾶς στέλνει νὰ βροῦμε κείνους ποὺ εἶναι μακρυά, μὰ νὰ κοιτάξουμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντά μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ξέρη τί θὰ πῆ ἀνθρωπότης, ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον· κι ἀκόμη πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικὰ ξέρει τί θέλει ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον. Γι'αὐτὸ στὸν καθένα, ποὺ ὑποκριτικὰ ρωτᾶ σὰν τὸν νομικό, τὸν στέλνει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶν'ὁ πλησίον, μὰ καὶ γιὰ νὰ πράξη ὅ,τι χρειάζεται ὁ πλησίον. Ἄκουε, χριστιανέ μου, ἐκεῖνο πού σοῦ λέει ὁ Χριστός, κάνε ὅ,τι ἔκαναν μέχρι τώρα κι οἱ πατέρες σου. Ψέματα δὲ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς κι οἱ πατέρες μας, ἂς μὴν ἤξεραν πολλά, ὅμως εἶχαν πρακτικὴ σοφία· πίστευαν στὸ Θεό, σέβονταν τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, κοίταζαν τὴ δουλειά τους καὶ δὲν ἤξεραν ἀπὸ ἰδεολογίες.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ἂς μὴν πηγαίνουμε μακρυὰ κι ἂς μὴ χανώμαστε σὲ λόγια. Κοντὰ μας εἶναι ὁ πλησίον καὶ μπρὸς στὰ μάτια μας εἶναι οἱ ἀνάγκες του. Ἂς κάνουμε ὁ καθένας μάς ὅ,τι μποροῦμε, ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε τάχα ποιὸς εἶν'ὁ πλησίον μὰ γιὰ νὰ βοηθοῦμε στ'ἀλήθεια τὸν πλησίον. Τότε νιώθουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν αἰσθανώμαστε κοντά μας τὸν πλησίον. Κι ἡ ἐντολὴ εἶναι ν'ἀγαποῦμε τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ αἰώνιο. Ἀμήν.