Τη θαυματουργή εικόνα έφεραν στην Κυνουρία οι κάτοικοι του Αγίου Ορους που ήρθαν στην περιοχή το έτος 971. Η εικόνα αρχικώς βρισκόταν στο πρώτο μοναστήρι που είχε χτιστεί στους Κανάλους.
Όμως οι μοναχοί βρήκαν τραγικό θάνατο από το κρύο και, σύμφωνα με όσα έχουν επικρατήσει όλα αυτά τα χρόνια και μας περιγράφει η μοναχή Αγνή: «Η εικόνα έφυγε μόνη της και ήρθε στη θέση που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι.
Τότε υπήρχαν βάτα στη συγκεκριμένη περιοχή και η εικόνα στεκόταν μέσα στα βάτα, ενώ δίπλα της έκαιγε ένα καντήλι που δεν έσβηνε ποτέ. Τρεις φορές μετέφεραν την εικόνα στην αρχική θέση της, όμως επέστρεφε στο συγκεκριμένο σημείο. Ετσι αποφασίστηκε να χτιστεί εδώ το νέο σπίτι της. Πιστεύουμε ότι επέλεξε τούτον εδώ τον τόπο, καθώς εδώ βρήκαν τραγικό θάνατο πολλοί άνθρωποι. Μάλιστα, κατά τις εργασίες για την ανέγερση του μοναστηριού βρέθηκαν πολλά οστά».
Όμως οι μοναχοί βρήκαν τραγικό θάνατο από το κρύο και, σύμφωνα με όσα έχουν επικρατήσει όλα αυτά τα χρόνια και μας περιγράφει η μοναχή Αγνή: «Η εικόνα έφυγε μόνη της και ήρθε στη θέση που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι.
Τότε υπήρχαν βάτα στη συγκεκριμένη περιοχή και η εικόνα στεκόταν μέσα στα βάτα, ενώ δίπλα της έκαιγε ένα καντήλι που δεν έσβηνε ποτέ. Τρεις φορές μετέφεραν την εικόνα στην αρχική θέση της, όμως επέστρεφε στο συγκεκριμένο σημείο. Ετσι αποφασίστηκε να χτιστεί εδώ το νέο σπίτι της. Πιστεύουμε ότι επέλεξε τούτον εδώ τον τόπο, καθώς εδώ βρήκαν τραγικό θάνατο πολλοί άνθρωποι. Μάλιστα, κατά τις εργασίες για την ανέγερση του μοναστηριού βρέθηκαν πολλά οστά».
Την Παρασκευή των τελευταίων Χαιρετισμών, λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα του 1964, στις 17 Απριλίου, η αδελφή Θεονύμφη παρατήρησε ότι ένα περίεργο υγρό έτρεχε από το τζάμι της εικόνας και ότι μοσχοβολούσε. Είκοσι ημέρες πριν από αυτό το συμβάν, οι μοναχές είχαν παρατηρήσει ότι η εικόνα της Θεοτόκου ευωδίαζε, όπως και όλη η περιοχή, και ρωτούσαν η μία την άλλη αν κάποια είχε ρίξει άρωμα. Αλλά καμία δεν ήξερε. Την Παρασκευή των τελευταίων Χαιρετισμών, όταν η αδελφή είδε το Μύρο να τρέχει ενημέρωσε την ηγουμένη. Ομως δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, τις επόμενες ημέρες το θαύμα συνεχιζόταν μέχρι που η ηγουμένη Παρθενία είδε την εικόνα της Παναγιάς να τρέχει μύρο, το οποίο διαπερνούσε το τζάμι και πλημμύριζε το πάτωμα.
«Στη θέα αυτού του πρωτοφανούς θαύματος τρομοκρατηθήκαμε, τα χάσαμε, κλαίγαμε και προσευχόμασταν» είπε στην «Espresso της Κυριακής» η γερόντισσα Παρθενία, η οποία παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει μας δέχτηκε με ιδιαίτερη αγάπη στη μονή και μας εξιστόρησε τα γεγονότα όπως η ίδια τα έζησε: «Ημασταν μόνες. Ειδοποιήσαμε τον μητροπολίτη, ήρθαν ιερείς και τη σκούπισαν, την εξέτασαν και είδαν ότι η εικόνα συνέχισε να βγάζει μύρο. Επειτα ήρθε και η Χωροφυλακή για να την εξετάσει. Επλυναν την εικόνα με ξίδι και πετρέλαιο, ενώ όλη τη νύχτα έμεινε κλειδωμένος μαζί της ένας χωροφύλακας. Το πρωί, μόλις άνοιξε η πόρτα, βγήκε κατάχλομος και ζήτησε συγχώρεση καθώς “όλο το βράδυ ο μύρος έτρεχε ποτάμι μέχρι τα πόδια του” όπως μας ανέφερε. Το 1969 ήρθε ο ανώτατος διοικητής της Χωροφυλακής, επιθεώρησε την εικόνα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμία νοθεία, ενώ ένας χημικός που ήρθε και πήρε το Μύρο για να κάνει ανάλυση, αποφάσισε ότι δεν υπάρχει τέτοια ουσία στη γη. “Μέγας Θεός υπάρχει” φώναξε»...
Πηγή
Πηγή