Ο κατά κόσμον Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης του Ανδρέου και της Μεταξωτής από τη Τατσάλτη της Μικράς Ασίας ήλθε στο Άγιον Όρος το 1916 και εκάρη μοναχός το επόμενο έτος στη μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Ο ακριβολόγος επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος γράφει, όπως πάντα, ωραία περί αυτού: «Όλοι τον γνώριζαν ως τον πλέον ανεξίκακο, καλόγνωμο και απλούν στους λόγους και την συμπεριφορά. Ο ίδιος έγινα αυτόπτης και αυτήκοος αποπειρών και φράσεων αρκετών, οιοποίοι, θέλοντες να δοκιμάσουν την αοργησία και το ανυποψίαστο της ψυχής του, τον έσκωπταν εμφανώς, ενίοτε δε και τον πείραζαν απρεπώς. Εκείνος όμως ζούσε στον δικό του κόσμο, πλέων στα πελάγη της αγαθότητός του, εκτός ερεθισμών εγωισμού και πνεύματος αντιδικίας και κείμενος πολύ μακρυά από τις επήρειες των παθών της λύπης και της πονηριάς. Γι’ αυτό και, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, με νηφαλιότητα και γλυκύτητα απαντούσε με ό,τι τον φώτιζε ο Θεός και ήταν πάντοτε, με τον τρόπο του, διδακτικός και ωφέλιμος».
Ως νέος μοναχός είχε το διακόνημα να επιτηρεί το κοπάδι των τραγιών της μονής. Αυτό του άρεσε, γιατί είχε έτσι την ευκαιρία να περιδιαβαίνει τα δάση και τις βουνοπλαγιές, να προσεύχεται και να επισκέπτεται ερημίτες. Οι ασκητές τού έγιναν συνομιλητές και φίλοι. Ιδιαίτερα συνδέθηκε πνευματικά με τον ομόφρονά του Γέροντα Ιερώνυμο (†1959). Ο Γερο-Ερμόλαος με την απλότητα και καλοκαγαθία του είχε κερδίσει τις καρδιές όλων των πατέρων. Λέγουν πως νέος στον κόσμο ήταν παλαιστής και αρσιβαρίστας. Τη δύναμη και την αντοχή του εδώ τη χρησιμοποιούσε στην άσκηση και την εξυπηρέτηση των αδελφών του.
Κατά τον Γέροντα Εφραίμ Λαυριώτη τον Ρόδιο (†1999), ο Ερμόλαος έφτιαχνε πρόχειρες καλύβες και ζούσε ησυχαστικά σε αυτές και μερικές φορές τους βαρείς χειμώνες τον πλάκωνε το πολύ χιόνι. Έκανε τον διά Χριστόν σαλό. Ήταν φίλος και με τον Γέροντα Αββακούμ (†1978). Μαζί έψαλλαν στο προσκυνητάρι της Παναγίας μέσα από την καρδιά τους και με πολλά δάκρυα το «Άξιόν Έστι». Μερικοί τους περιγελούσαν. Δεν τους πείραζε καθόλου. Ο Γερο-Εφραίμ λέγει: «Ήμουν πολύ τυχερός που γηροκόμησα τον Γερο-Ερμόλαο».
Συνεχίζει ο επίσκοπος Ροδοστόλου για την παραμονή της τελευταίας δεκαπενταετίας του Ερμολάου στην αγαπητή τους Λαύρα: «Άπλυτος, αχτένιστος και με τα ίδια κουρέλια – ρούχα μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, κατέβαινε με μεγάλη προσοχή τα σκαλιά της κόρδας και έσερνε ύστερα τα βήματά του προς το Καθολικό, προς την Παναγία την Κουκουζέλισσα και προς τα παρεκκλήσια, που είχαν λειτουργία. Κανενός δεν δεχόταν την γηροκομική προσφορά και προθυμία, και κανείς δεν κατόρθωσε να αντικαταστήση τα κουρέλια του με ρούχα και ράσα ανεκτά και αξιοπρεπέστερα. Γι’ αυτή του την εμφάνιση όσοι δεν τον γνώριζαν, τον απόφευγαν, όσοι όμως γνώριζαν τις αρετές του, την καθαρότητα της καρδιάς του και την απλότητα της ψυχής του, φιλούσαν το χέρι του και ζητούσαν την ευχή του …».
Μετά την κοίμησή του ο Πνευματικός του αποκάλυψε ότι ο από πολλούς καταφρονεμένος Ερμόλαος είχε δει στην αυλή της Λαύρας ζωντανή την Παναγία, να τον χαιρετά με χάρη και να εισέρχεται στο παρεκκλήσι της Κουκουζέλισσας. Αυτός ήταν ο μακάριος, ο ευλογημένος, ο ευλαβέστατος μοναχός Ερμόλαος Λαυριώτης. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 23.11.1960.
Πηγές – Βιβλιογραφία:
Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Πόθος και χάρις στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 251-255.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.639-640 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.