Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

ΤΑ ΙΕΡΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΑ ΣΚΕΥΗ ΚΑΙ Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ - Μέρος πρώτο

$
0
0
Από τά προϊστορικά ἀκόμη χρόνια, μέχρι καί τήν συγκρότηση τῶν πολιτισμένων κοινωνιῶν, ἡ δημόσια λατρεία χρησιμοποίησε πάντοτε σκεύη καί ἄμφια, εἴτε στόν εἰδωλολατρικό κόσμο, εἴτε στήν ἰουδαϊκή παράδοση, εἴτε στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης μέχρι καί τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν σταδιακή ὀργάνωση τῆς κοινῆς λατρείας της. 
Μέ αὐτά ἤ μέσῳ αὐτῶν οἱ ἱερεῖς τῶν θρησκειῶν ἐξέφραζαν μεσιτευτικά ἤ ἱκετικά τόν σεβασμό πρός τόν θεό, τήν τιμή, τήν εὐχαριστία καί τά διάφορα αἰτήματά τους πρός αὐτόν. Ἡ λέξη «σκεῦος» ἔχει τήν ἔννοια κάθε ἀντικειμένου πού εἶναι χρήσιμο στίς καθημερινές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. «Σκεῦος» ὅμως ὀνομάσθηκε καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι στήν χριστιανική παράδοση ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς». Τά ἱερά σκεύη τοῦ ἐπίγειου ναοῦ εἶναι ἐκεῖνα πού χρησιμοποιοῦνταν στίς εὐχαριστιακές συνάξεις, κυρίως ἐπάνω στό Θυσιαστηρίο πού εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ ὑπερουράνιου Θυσιαστηρίου, ἀλλά καί ὅσα ἄλλα εἶναι ἀπαραίτητα γιά την εὔτακτη τελεσιουργία τῶν ἱερῶν μυστηρίων.

Ἐπειδή τό κατ᾽ ἐξοχήν κέντρο τῆς χριστιανικῆς λατρείας εἶναι τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τά πρῶτα σκεύη πού χρησιμοποιήθηκαν γιά τήν τέλεσή της καί ἀναφέρονται στήν Καινή Διαθήκη εἶναι τό «Ποτήριον» τῆς προσφορᾶς τοῦ Αἵματος τῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ καί δευτερευόντως τό «Τριβλίον» τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τό ὁποῖο ὅμως ἄν καί προεικονίζει τήν μελλοντική χρήση τοῦ Δισκαρίου γιά τήν κλάση τοῦ Ἄρτου, δέν χρησιμοποιήθηκε γι᾽ αὐτόν τόν σκοπό ἀπό τόν Κύριο κατά τήν ὥρα ἐκείνη.
Τά εὐχαριστιακά σκεύη θεωροῦνται ὡς τά κατ᾽ ἐξοχήν ἱερά ἀντικείμενα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἀγγίζονται παρά μόνο ἀπό τούς ἱερωμένους μέ ἄκρα εὐλάβεια καί νά περικρύπτονται ἀπό τούς ἀμυήτους ἤ τούς ἀλλόθρησκους.
Ὡς ἀνατεθειμένα καί ἀφιερωμένα στόν Κύριο, ἀπαγορεύεται νά χρησιμοποιηθοῦν γιά κοινές ἀνάγκες. Την ἱερότητά τους δέν τήν ἀποκτοῦν μέ εἰδική τελετή ἤ καί μέ χρήση μέ ἅγιο μύρο. Οἱ ἀκολουθίες πού ὑπάρχουν σέ ὁρισμένα εὐχολόγια εἶναι νεωτερικές καί ὀφείλονται σέ δυτική ἐπίδραση. Τά ἱερά ἀντικείμενα ἁγιάζονται μέ τήν χρήση τους».
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Βαλσαμώνα πρός τόν Μάρκο Ἀλεξανδρείας σχετικά μέ τήν ἱερότητα τῶν σκευῶν εἶναι ξεκάθαρη: Ἀρκεῖ ἡ τοποθέτηση σκευῶν καί σκεπασμάτων στήν καθαγιασμένη ἁ-γία Τράπεζα ἡ ἐπ᾽ αὐτῶν ἀπόθεση καί ἡ δι᾽ αὐτῶν κάλυψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου γιά τόν ἁγιασμό τους, χωρίς ἀνάγνωση εὐχῶν καί χωρίς χρήση δι᾽ ἁγίου Μύρου.
Κατά τίς μαρτυρίες τῶν πηγῶν:
Α) Ὅταν χρειασθεῖ νά ἐπισκευασθοῦν ἱερά σκεύη, δέν μεταδίδουν τήν ἱερότητά τους στά ἐργαλεῖα τοῦ τεχνίτη, ὥστε νά ἀχρηστευτοῦν πλέον ἤ νά καταστραφοῦν, κατά τον Ἰωάννη Κί-ρους. Σύμφωνα μέ ἄλλες ἀποκρίσεις ὅμως ἰσχύει τό ἀντίθετο.
Β) Σέ κρισιμώτατες καί δεινές περιστάσεις λιμῶν, εἴτε γιά ἐξαγορά αἰχμα-λώτων, εἴτε γιά τήν ἀντιμετώπιση χρεῶν τῆς Ἐκκλησίας καί κινδύνου νά ἀπολέσει σημαντική ἀκίνητη περιουσία της, εἴτε γιά τήν κάλυψη ἐθνικῶν κινδύνων, ἡ Ἐκκλησία παρεχώρησε πολύτιμα ἱερά της σκεύη καί ἀναθήματα, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως ἔλιωναν ὡς μέταλλο, γιά νά προληφθοῦν ἄτοπες βεβηλώσεις τους.
Γ) Σέ περίπτωση βεβηλώσεως σκευῶν, ὅπως συμβαίνει μέ καταπατηθέντες ὑπό ἀνιέρων καί μή λειτουργηθέντες ἐπί μακρόν ἱερούς Ναούς ἤ μέ διασαλευθεῖσες ἅγιες Τράπεζες, «ἁγιάζονται» τά μιανθέντα μάλλον μέ ἁγιασμό, κατά τόν Γεννάδιο Σχολάριο.
Δ) Ἡ κλοπή ἱερῶν σκευῶν θεωρεῖται θεοστυγής ἱεροσυλία καί τιμωρεῖται ἀνάλογα μέ καθαίρεση ἤ ἀφορισμό. Προϊόντα ἐπίσης ἱεροσυλίας ἀπαγορεύεται ἀκόμη καί ἀπό τό κοσμικό δίκαιο νά κληρονομηθοῦν.

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΟΤΗΡΙΟ
Από ὅλα τά ἱερά Σκεύη τά ὁποῖα ἀπαιτοῦνται γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό πρῶτο πού χρησιμοποιήθηκε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας, ὅταν παρέδιδε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, εἶναι τό ἅγιο Ποτήριο.
Ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως λέγει: «τὸ δὲ ποτήριον ἐστὶν ἀντὶ τοῦ σκεύους, ὃ ἐδέξατο τὸ ἐκχυθὲν αἷμα τῆς κεντηθείσης ἀχράντου πλευρᾶς καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν τοῦ Χριστοῦ τὸ ἀπομύρισμα».Μᾶς εἶναι ἄγνωστο τί εἴδους ποτήριο χρησιμοποίησε ὁ Κύριος στόν Μυστικό Δεῖπνο, ὡς καί τί ποτή-ρια χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι. Ὁπωσδήποτε τό ἅγιο Ποτήριο, εὐθύς ἐξαρχῆς, διέφερε ἀπό τά κοινά ποτήρια τῆς καθημερινῆς χρήσεως. Κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο, τό Ποτήριο μάλλον δέν ἦταν πήλινο, ἀφ᾽ ἑνός διότι ὑπῆρχε ἀντίληψη περί ἀκαθαρσίας τῆς χοϊκῆς ὕλης καί ἀφ᾽ ἑτέρου διότι τό τυπικό τοῦ Πασχάλιου δείπνου ἀπαιτοῦσε κατάλληλο ἐπίσημο Ποτήριο ἀπό μέταλλο.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει: «Οὐδὲ τὸ ποτήριον ἦν χρυσοῦν, ἐξ᾽ οὗ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς ὁ Χριστὸς τὸ αἷμα τὸ ἑαυτοῦ». Ἡ μακρά περίοδος τῶν διωγμῶν πού ἀκολούθησε, ἀνάγκασε τήν Ἐκκλησία νά εἶναι διστακτική στήν κατασκευή πολυτελῶν σκευῶν ἀφοῦ εὔκολα γινόταν στόχος κατάσχεσης ἀπό τούς εἰδωλολάτρες διῶκτες. Ἄν καί κατά καιρούς ὑπῆρξαν ἅγια Δισκοπότηρα ἀπό ξύλο ἤ ἀγενή μέταλλαἤ γυαλί, ἀφοῦ ἡ ἀξία τους δέν προερχόταν ἀπό τό ὑλικό κατασκευῆς, ἀλλά ἀπό τό ὑψηλότατο μυστήριο τό ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν, ἐν τούτοις εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπό πολύ ἐνωρίς καταβλήθηκε προσπάθεια, ὥστε τά ἱερά σκεύη τῆς Εὐχαριστίας νά διακρίνονται, ὡς πρός τό σχῆμα, τίς παραστάσεις πού εἶχαν καί τό ὑλικό κατασκευῆς, ἀπό τά οἰκιακά ποτήρια καί πινάκια. 
Τά γυάλινα ἦταν ἀφ᾽ἑνός μέν φτηνά, ἀφ᾽ἑτέρου δέ εὔκολα στήν καθαριότητα. Ἀργότερα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐλεύθερη, λαμπρή καί ἔνδοξη, χρησιμοποιήθηκαν ὁ χρυσός, τό ἀσήμι, ὁ χαλκός, τό ἀλάβαστρο, τό ἐλεφαντοστοῦν, μέ πολύτιμους λίθους,«λόγῳ τῆς ἱερότητος τῶν στοιχείων αὐτῶν, τῶν ἐχόντων ἄμεσιν συμμετοχὴν εἰς τὸ Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παροτρύνει τούς Χριστιανούς ὄχι μόνο νά προσφέρουν χρυσά σκεύη στήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά καταστήσουν χρυσές τίς ψυχές τους. Θυμίζει τούς λόγους τοῦ Σαβοναρόλα, ὅτι στούς πρώτους χρόνους τά Δισκοπότηρα ἦταν ξύλινα καί οἱ Ἱερεῖς χρυσοί, ἐνῶ τώρα κατέληξαν χρυσά τά Δισκοπότηρα, ἀλλά ξύλινοι οἱ Ἱερεῖς. Ὡς πρός τό ἀρχικό σχῆμα τῶν ἁγίων Ποτηρίων, ἄλλα εἶχαν σχῆμα κρατῆρος (= ἡμισφαιρικό) μέ βάση. «Ἐπαίρουσιν οἱ διάκονοι τοὺς δίσκους καὶ τοὺς κρατῆρας» ἀναφέρει ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου. «Ὁ κρατὴρ (ἐστὶ)τὸ ῥύσιον Ποτήριον», ὅπως ἀναφέρει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως. Ἄλλα εἶχαν σχῆμα κυπέλλου (= εὐρεία κοιλιά), μέ λαβές ἀπό τό χεῖλος μέχρι τήν βάση. Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο Ποτήριο, πού βρέθηκε στό Gourdon τῆς Γαλλίας, ἀπό χρυσό, τοῦ 6ου αἰῶνα, καί στολισμένο «διὰ λυχνιταρίων λίθων, ἤτοι ῥουβινίων», μέ λαβές δεξιά καί ἀριστερά.
Ἐπίσης καί τό ἅγιο Ποτήριο τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Δ´ (1068-1071) μέ σμάλτινες προτομές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, τῶν Εὐαγγελιστῶν καί ἄλλων Ἁγίων. Ἄξιο λόγου εἶναι καί τό ἅγιο Ποτήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπεδίου μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἔδωκε τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ Ἀποστόλοις εἰπών: Πίετε ἐξ᾽ αὐτοῦ πάντες κ.λπ.». 
Ἐπειδή στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλοι οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν ἀπό τό ἅγιο Ποτήριο, κάθε Ἐκκλησία εἶχε ἐν χρήσει, πολλά ἅγια Ποτήρια. Δένεἶναι δόκιμο καί πρακτικό στό ἅγιο Ποτήριο ἡ κούπα νά καλύπτεται ἀπό παραμελημένα σμάλτα, στίς σχισμές τῶν ὁποίων νά γλύφουν καί νά σταλάζουν ρανίδες θείου Αἵματος.

ΤΟ ΑΓΙΟ ΔΙΣΚΑΡΙΟ
Τό ἅγιο Δισκάριο ὅπως καὶ τό ἅγιο Ποτήριο εἶναι ἀπό τά σπουδαιότερα καί ἀρχαιότερα λειτουργικά σκεύη. Εἶ-ναι μικρός ἤ μεγάλος κυκλικός μετάλλινος δίσκος «εἰς ὃν τίθεται ὁ ἄρτος τῆς προθέσεως» δηλαδή, ὁ εὐλογημένος Ἀμνός, τόν ὁποῖο τοποθετεῖ ὁ Ἱερέας σέ θέση ὑπτία, γιά νά δηλώσει τήν κένωση. Τόν τέμνει βαθιά, σέ σχῆμα σταυροῦ, μέ τήν Λόγχη καί στήν συνέχεια τόν ξαναστρέφει στήν κανονική του θέση.
Ἀποσπώντας μιά ἄλλη μερίδα, τήν μερίδα τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἱερέας, τήν τοποθετεῖ δεξιά τοῦ Ἀμνοῦ. Στίς ἑπόμενες μερίδες μνημονεύει τίς ἐπουράνιες δυνάμεις, τόν Πρόδρομο, ἀκολουθοῦν οἱ μερίδες πού ἀντιπροσωπεύουν τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους καί οἱ μερίδες γιά τούς ζῶντες καί τούς κεκοιμημένους, μνημονευμένες κάθε μία ὀνομαστικά.
Ἔτσι ἐπάνω στόν Δίσκο τῆς Προθέσεως ἀποκαθίσταται ἡ τέλεια μορφή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν παγκόσμια διάστασή της, πού καλύπτει τήν γῆ καί τόν οὐρανό, «τὴν ἐπὶ γῆς στρατευομένη καὶ ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα». Κατά τόν Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἅγιος Δίσκος εἶναι ἡ κλίνη στήν ὁποία «τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ διακόνου κατασκευάζεται». Ὁ δέ Ἱερέας καί ὁ Διάκονος ἀντιπροσωπεύουν τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικοδήμο πού κήδευσαν τόν Χριστό. Ὁ ἴδιος ἑρμηνευτὴς λέγει πώς ὁ ἅγιος Δίσκος ἑρμηνεύεται «κύκλος οὐρανοῦ», ὅπου ὁ Χριστός ἐπιφέρεται, καί μάλιστα ἐμφανίζει, σέ μικρή περιγραφή, «τὸν νοητὸν ἥλιον, Χριστόν, ἐν τῷ ἄρτῳ ὁρώμενον».
Ἐδῶ ἔχουμε τόν Χριστό, ἀνάμεσα στόν κόσμο. Τό σύμπαν, τήν Ἐκκλησία, στό σύνολό της. Σύμφωνα μέ τόν Συμεών Θεσσαλονίκης, συμβολίζει τόν οὐρανό, «τυποῖ τὸν οὐρανόν», γι᾽ αὐτό εἶναι καί «κυκλικός». Τήν ὥρα αὐτή «κατέχει τὸν τοῦ οὐρανοῦ Δεσπότην».
Ὁ Σωφρόνιος ἀναφέρει: «τόν Δίσκον πρός νεφέλην παρεικάζει» δηλαδή παρομοιάζει τόν ἅγιο Δίσκο μέ νεφέλη.
Ὁ Ἰωάννης Φουντούλης γράφει:«Κατ᾽ ἄλλους, εἰκονίζει τὴν φάτνην, ἐν ᾗ ἀνεκλίθη τὸ παιδίον Ἰησοῦς, ἤ τὴν ἀσπίδα, ἐφ᾽ ᾗς θριαμβευτικῶς φέρεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης ἤ τὸ Καινὸν τοῦ Κυρίου μνημεῖον».
Τό ἅγιο Δισκάριο, ὡς ἱερό σκεῦος, δέν ὑπῆρχε στά πρῶτα χριστιανικά χρόνια. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν τό τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀπό τό ἅγιο Ποτήριο ἀπ᾽ εὐθείας, τό δέ τίμιο Σῶμα, ἔπαιρναν ἀπ᾽ εὐθείας ἀπό τό χέρι τοῦ Ἱερέα. Στήν θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ὁ Ἱερέας δέεται, ὥστε νά εὐλογηθεῖ ἀπό τόν Κύριο, «ἁγναῖς ταῖς τῶν δακτύλων λαβαῖς, λαβεῖν τὸν πύρινον Ἄνθρακα καὶ ἐπιθεῖναι τοῖς τῶν πιστῶν στόμασιν εἰς καθαρισμὸν καὶ ἀνακαινισμὸν τῶν ψυχῶν αὑτῶν καὶ τῶν σωμάτων». Μετά χρησιμοποιήθηκε τό ἅγιο Δισκάριο, γιά λόγους πρακτικούς ἀπό τόν φόβο, μήπως πέσουν κάτω μαργαρίτες. Τό πότε ἀκριβῶς πρωτοχρησιμοποιήθηκε δέν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστό. Πάντως μετά ἀπό τούς Ἀποστολικούς Πατέρες.
Ὁ ἱερός Ἰουστίνος δικαιολογεῖ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο στά πρῶτα χρόνια ἡ λειτουργική πράξη καί ἡ τελετή τῆς θείας Εὐχαριστίας ἦταν ἁπλές καί σύντομες:«Ὅταν τελειώσει ὁ ἀναγνώστης, ὁ προϊστάμενος λειτουργὸς ἐκφωνεῖ λόγο. Ἔπειτα, σηκωνόμαστε καὶ προσευχόμαστε, ὅλοι μαζί, μεγαλόφωνα. Μετά, προσφέρεταικαὶ «ἄρτος» καὶ «οἶνος» καί «ὕδωρ». Ὁ προϊστάμενος λειτουργός, μὲ ὅση δύναμη ἔχει, ἀναπέμπει εὐχὲς καὶ εὐ-χαριστίες στὸν Θεὸ καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἀπαντᾶ: Ἀμήν». Οἱ παλαιότεροι ἅγιοι Δίσκοι, σέ διαστάσεις, ἦταν μεγαλύτεροι ἀπό τούς σημερινούς. Ἐπάνω σ᾽ αὐτούς τοποθετοῦνταν ἡ προσφορά τῶν πιστῶν, καθαγιαζόταν, τεμαχιζόταν καί προσφερόταν, σέ μορφή μερίδων, ἀπό τόν Ἱερέα στούς πιστούς.
Τά ὑλικά κατασκευῆς τοῦ ἁγίου Δισκαρίου, ἦταν παρόμοια μέ αὐτά τοῦ ἁγίου Ποτηρίου. Ὁ 73ος Ἀποστολικός Κανόνας, κάνει λόγο γιά ἱερά σκεύη ἀπό ἄργυρο καί χρυσό. Τό ἅγιο Δισκάριο ἐκοσμεῖτο καί μέ πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια, σμάλτο καί ἔφερε παραστάσεις καί ἐπιγραφές. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς περιγράφει τό ἅγιο Δισκάριο, πού πρόσφερε ὡς δωρεά ὁ Μέγας Θεοδοσίου στήν Κωνσταντινούπολη, στό ὁποῖο ὑπῆρχαν ἀνάγλυφα, «ὁ Μυστικὸς τοῦ Χριστοῦ Δεῖπνος μετὰ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων». Ἐπίσης μέχρι σήμερα διασώζονται πολλοί ἅγιοι Δίσκοι, μέ συμβολικές παραστάσεις ἰχθύων, ἤ Σταυρῶν ἤ παραστάσεις ἀπό τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Συνηθέστατα ὅμως ἀναφέρεται ἡ ἐπιγραφή: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ Σῶμά μου». Στήν Βενετία διαφυλάσσεται ἅγιος Δίσκος πολυτιμότατος ἀπό ἀλάβαστρο, μέ τήν προτομή τοῦ Χριστοῦ ἀπό σμάλτο καί τήν ἐπιγραφή: «ΛΑΒΕΤΕ...».
Δέν γίνεται τό ἅγιο Δισκάριο νά κοσμεῖται μέ βαθειά σκαλίσματα ἤ σμάλτα πού νά δυσκολεύουν τήν πλήρη καί ἀσφαλή ἀπόμαξη τῶν μαργαριτῶν ἤ νά εἶναι τόσο μικρό πού νά μήν χωροῦν ὁ ἅγιος Ἄρτος καί οἱ μερίδες. 

Η ΛΟΓΧΗ
Λόγχη ὀνομάζεται μικρό τεμάχιο σιδήρου, πού ἔχει σχῆμα λόγχης καί χρησιμεύει, γιά τήν ἐξαγωγή τοῦ «Ἀμνοῦ», τήν νύξη του καί τήν ἐξαγωγή τῶν μερίδων.
Ἡ Λόγχη, ὡς λειτουργικό σκεῦος, μνημονεύεται πολύ πρίν τόν 8ο αἰώνα.
Ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τήν Λόγχη λέγοντας, ὅτι ὁ Χριστός θυσίασε τό σῶμα Του τό ἄμωμο «σφαττόμενος τῇ λόγχῃ, τὴν πλερὰν αὐτοῦ ὡς ἀμνός». 
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης τήν ἀναφέρει ἀποκαλώντας την «Ἱερατικὴ λόγχην». 
Ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων γράφει ὅτι τό «Κυριακόν σῶμα» δηλαδή, ὅλος ὁ Ἄρτος τῆς εὐλογίας καί τῆς προσφορᾶς, προερχόμενος τρόπον τινά ἀπό τήν κοιλιά τῆς Παρθένου «ὑπὸ τοῦ διακόνου διατέμνεται σιδήρῳ τινί, ὅπερ καὶ λόγχην λέγουσι». 
Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γράφει: «Τὸ καινὸν σῶμα, ὡς ἐκ τινὸς κοιλίας καὶ αἱμάτων καὶ σαρκὸς τοῦ παρθενικοῦ σώματος, τοῦ ὃλου ἄρτου φημί, παρὰ τοῦ διακόνου ἤ τοῦ ἱερέως διατέμνεται σι-δήρῳ τινί, λόγχην λέγουσι». 
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ κεντᾶ τὸν ἄρτον, πρὸς τὰ δεξιὰ μέρη, μὲ τὴν πληγὴν τοῦ ἄρτου δεικνύοντας τὴν πληγὴν τῆς πλευρᾶς ἐκείνης. Γι᾽ αὐτὸ μάλιστα καὶ τὸ σιδερένιο ποὺ κτυπᾶ τὸ ὀνομάζει λόγχη». 
Τέλος ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἀναφερόμενος στήν Προσκομιδή, γράφει ὅτι ὁ Ἱερέας, ἀφοῦ λάβει, ἕναν ἀπό τούς Ἄρτους πού προσεφέρθηκαν, «σφραγίζει τοῦτον μετὰ τῆς λόγχης σταυροειδῶς, τὸ σωτήριον πάθος ἐξεικονίζων Χριστοῦ». Μετὰ «ἀνατέμνει ἐν τῇ σφραγῖδι τετραμερῶς τὴν προσφορὰν καὶ ἐκ πλαγίου τὴν λόγχην εἰσαγαγών, ἐκφέρει μετὰ τῆς σφραγῖδος τετραμερῆ ἄρτον καὶ εἰς τὸν δίσκον αὐτὸν ἀποτίθησιν». 
Ὁ Λειτουργός, μέ τήν ἁγία Λόγχη, τεμαχίζει τόν Ἀμνό ἀπό τίς τέσσερις πλευρές τῆς σφραγίδος, τόν ἀποχωρίζει ἀπό τήν προσφορά καί τόν τοποθετεῖ ἐπάνω στό ἅγιο Δισκάριο. Ἔτσι ὁ Λειτουργός μέ τήν ἁγία Λόγχη «γράφει ἐπάνω στόν Ἀμνό» τό πάθος τοῦ Χριστοῦ. Τά ὅσα γίνονται ἀπό τόν Ἱερέα, σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, εἶναι ἔμπρακτη διήγηση πού ἀναφέρεται στό πάθος καί τόν θανάτο τοῦ Χριστοῦ. 
Στήν ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Πέμπτης, κατά τήν ἔξοδο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἱερεύς ἀπαγγέλει ἐμμελῶς: «Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου». Ἡ Λόγχη μᾶς ὑπενθυμίζει τήν Λόγχη τοῦ στρατιώτη, μέ τήν ὁποία κέντησε τήν πλευρά τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου καί ἀπό τήν ὁποία «ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ». 
Τόν συμβολισμό αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως λέγοντας: «Ἡ δὲ λόγχη, ἀντὶ τῆς κεντησάσης τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου». 
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «Καὶ εἰς σχῆμα λόγχης αὐτὸ ἔχει πεποιημένον, ἵνα ἐκείνης ἀναμιμνήσκῃ τῆς λόγχης». 
Καί ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει: «Εἶτα διά τῆς λόγχης, ἐκτυπούσης ἐκείνην, δι᾽ ἧς ἐτρώθη ὁ Κύριος», ἐνῶ ἡ νύξη στόν «Ἀμνὸν» τῆς προσφορᾶς, συμβολίζει, «ὅσα δὴ εἰς τὸ σωτήριον σῶμα τοῦ Σωτῆρος ἐγένετο».

Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Trending Articles