Όταν ξημερώνη ο Θεός την ημέραν, να σκεπτώμεθα ότι είναι η τελευταία μας ημέρα και ότι βασιλεύοντος του ηλίου φεύγομεν δια το κριτήριον του Θεού!
Πως πρέπει να περάσωμεν την τελευταίαν ημέραν μας; Με σιωπήν, με ευχήν, με υπακοήν, με δάκρυα και με μετάνοιαν, παρακαλούντες ίλεων γενέσθαι τον Θεόν!
Επίσης και την νύκτα, ότι θα είναι η τελευταία μας, το κρεββάτι μας τάφος! Αχ, πως θα διέλθω τα τελώνια, να σκέπτεται ο καθένας, άραγε θα τα περάσω; Ποίος ηξεύρει από ποίον θα εμποδισθώ! Πως θα αντικρύσω το φοβερόν πρόσωπον του δικαίου Κριτού; Πως θα ακούσω την τρομεράν και ελέγχουσαν φωνήν Του; Τι τρομάρα θα με κατέχη, μέχρις ότου ακούσω την αιώνιον απόφασιν της κατατάξεώς μου! Και εάν κολασθώ! Και δικαίως, ουαί εις την ταλαίπωρον ψυχήν μου, πως θα κάμνω υπομονήν κολαζόμενος μαζί με τους δαίμονας, μέσα εις το σκότος, εις «την βρώμα»; Ούτε φως, ούτε παρηγορία καθόλου, αλλά μόνον θεωρία δαιμόνων και τίποτε άλλο!
Αυτά λοιπόν και τόσα άλλα πρέπει να σκεπτώμεθα κάθε ημέραν και νύκτα, ωσάν να είναι η τελευταία! Διότι δεν ηξεύρουμε, πότε θα έλθη το τηλεγράφημα από το κέντρον του Θεού, από την πρωτεύουσαν, την άνω Ιερουσαλήμ.