Ὁμιλία στίς 14-10-2016 στόν Ἱ. Ν. Ἁγ. Δημητρίου Μπραχαμίου.
Εὐλογεῖτε, καλησπέρα σας. Θέλω νά εὐχαριστήσω τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό πού μέ ἀξιώνει νά εἶμαι ἀνάμεσά σας καί νά μιλᾶμε γιά τή μετάνοια. Νά εὐχαριστήσω τόν Μακαριότατο Ἀρχιεπίσκοπο γιά τήν ἄδεια καί τόν Σεβασμιότατο Ἐδέσσης γιά τήν εὐλογία του.
«Μετανοεῖτε. ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 4,17). Ὁπωσδήποτε ὅλοι μας ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουμε ὅτι αὐτό ἦταν τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ μας γιά μετάνοια. Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἦταν καί τό κήρυγμα τοῦ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
«Μετανοεῖτε.ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 3,2). Προέτρεπαν δηλαδή τούς ἀνθρώπους νά ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς καί θέασης τῶν πραγμάτων, νά ἀλλάξουν νοῦ καί νά προσανατολιστοῦν στόν Χριστό.
Σήμερα, δυστυχῶς, ὑπάρχει καί ἕνα ἀντικήρυγμα πού λέει νά μήν ἀκοῦμε λόγους μετανοίας. Ὑπάρχουν κάποιοι πού λένε: – Ποιός εἶσαι ἐσύ πού θά μᾶς πεῖς γιά τό πῶς θά μετανοήσουμε; Αὐτός, ὅμως, πού μιλάει γιά μετάνοια, δέν χρησιμοποιεῖ δικά του λόγια, βασίζεται στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ μας καί αὐτό τό κήρυγμα πρέπει κι ἐμεῖς ὡς ἔσχατοι διάκονοι νά τό ἀναπαράγουμε.Ὑπάρχουν ἄλλοι πού δέν βλέπουν τήν ἀνάγκη νά ἀλλάξουν καί νά μετανοήσουν. Θεωροῦν ὅτι ὅλα εἶναι πολύ καλά στή ζωή τους. Θεωροῦν περιττή τήν μετάνοια, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἡ ἁμαρτία εἶναι μία ἀστοχία, ὁπότε λένε «ἔχουμε πού ἔχουμε τά πάθη μας, τουλάχιστον νά μήν ἔχουμε καί ἐνοχές». Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅμως δικαιώνουν καί χειροκροτοῦν τά πάθη τους καί αὐτό βέβαια ποτέ δέν ὁδηγεῖ σέ κάποια ἀλλαγή.
«Ἦρθε μία γιαγιά» λέει ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης: καί μοῦ εἶπε ὅτι πῆγε νά ἀνάψει τά καντήλια σέ ἕνα ἀπό τά ξωκλήσια τοῦ χωριοῦ της ἀνήμερα Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἀπό γυναικεία περιέργεια ἔβαλε τό κεφάλι της μέσα ἀπό τό πορτάκι καί κοίταξε μέσα στό Ἱερό. Βλέπει τότε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα -ἕνα ἐξαίσιο καί παράδοξο θέαμα- νά κάθεται ἕνα παληκάρι ἕως τριῶν χρονῶν, πού εἶχε πληγές στά πόδια Του, στίς παλάμες Του καί μία στό πλευρό Του. Ἀπό τίς πληγές ἔτρεχε αἷμα. Κατάπληκτη ἡ γιαγιά, τοῦ λέει;: ‘‘Ποιός εἶσαι ἐσύ καί πῶς τολμᾶς νά κάθεσαι ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα;’’. Τότε καί Ἐκεῖνος τῆς ἀπαντάει: ‘’Ἐγώ πάντα ἐδῶ κάθομαι, γιατί ἐδῶ εἶναι ἡ θέση μου’’. Τότε ἡ γιαγιά τοῦ λέει: ‘’Ποιός σέ πλήγωσε τόσο’’; Καί τῆς ἀπάντησε: ‘’Ἐσύ μέ πλήγωσες, μέ τίς ἁμαρτίες σου’’. Ἀξιώθηκε ἡ γιαγιά καί εἶδε τόν Κύριο ἐπειδή ἦταν ἐν μετανοία».
Εἶναι φοβερό κάποιος νά δεῖ τόν Χριστό καί μάλιστα πληγωμένο καί ὅχι σέ ὅραμα, ἀλλά ζωντανό! Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός μας ἐκείνη τήν στιγμή ἦταν μόνο ἐκεῖ! Καί τῆς ἔκανε αὐτήν τήν μεγάλη χάρη νά Τόν δεῖ ἐν σώματι, γιατί ἦταν ἐν μετανοία.
Ἡ μετάνοια δέν εἶναι κάτι ἁπλό, οὔτε κάτι εὔκολο. Ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος Γέροντας Ἁγιορείτης «ἡ μετάνοια εἶναι τό μεγαλύτερο χάρισμα πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό στή γῆ καί ἐπιτυγχάνεται δυσκολότατα. Μετάνοια εἶναι νά μήν ἐπαναλάβουμε τά ἁμαρτήματα πού διαπράξαμε στή ζωή μας. Τό χάρισμα τῆς σταθερῆς μετάνοιας θά τό ἀποκτήσει κανείς μέ τό νά τό ζητήσει ἀπό τήν Παναγία μας γονυπετής. Θά πρέπει νά γονατίσει κανείς καί νά προσευχηθεῖ στήν Παναγία». Ἀλλά προσέξτε! «Θά πρέπει τό στομάχι νά εἶναι ἀδειανό, νά μήν γίνεται πέψη στό στομάχι καί νά ἔχει τό αἴσθημα τῆς πείνας, τό αἴσθημα ὅπου ὁ ἄνθρωπος θά ἀρχίζει νά χάνει κιλά. Σέ αὐτήν κατάσταση θά ζητήσει ἀπό τήν Παναγία: ‘’Παναγία μου, πρόσθεσε σέ μένα πίστη καί ἀγάπη Χριστοῦ. Μεσίτευσε στόν Υἱό Σου Παναγία μου γιά νά μέ ἐλεήσει’’. Ἡ Παναγία βλέποντας ὅτι ὑπάρχουν προϋποθέσεις καί διάθεση πραγματικῆς μετανοίας, θά τό ζητήσει ἀπό τόν Χριστό, γιατί βλέπει καί τόν κόπο τοῦ σώματος καί τήν ταπείνωση τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέ τό «σπαθί» του μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του, θά ἀγωνιστεῖ γιά νά λάβει τό χάρισμα τῆς μετανοίας διά τῆς προσευχῆς καί τῆς δεκτῆς νηστείας, βέβαια πάντοτε ἐνισχυόμενος ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀποκτῶνται καί τά ἄλλα χαρίσματα. Ἑπομένως, τά χαρίσματα δέν τά ζητᾶμε κατευθείαν ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό τήν Παναγία, ἡ ὁποία κρίνοντας ἀναλόγως μεταβιβάζει τό αἴτημά μας στόν Χριστό. Καί δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς, μία διά βίου προσπάθεια, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στήν παρούσα ζωή, ὅχι στήν μέλλουσα. Στόν Ἅδη δέν μπορεί κανείς νά μετανοήσει. Τό «Ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια», εἶναι βασικό δόγμα τῆς πίστεώς μας. Γιατί ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα δέν μπορεῖ νά κάνει οὔτε καλό, οὔτε κακό καί εἶναι «ἀκίνητη» τόσο στό ἀγαθό, ὅσο καί στό πονηρό. Γι’ αὐτό ἡ ἴδια δέν μπορεῖ νά βοηθήσει ἀπό μόνη της τόν ἑαυτό της καί προσπαθοῦμε ἐμεῖς, ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία πού ἀκόμα ἀγωνιζόμαστε ἐδῶ σ’ αὐτήν τή ζωή νά βοηθήσουμε αὐτήν τήν ψυχή διά τῆς Ἐκκλησίας, μέ τά μνημόσυνα, τά Σαρανταλείτουργα, τίς ἐλεημοσύνες, τά κομποσκοίνια».
Ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο ἔγινε μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ μετάνοια γίνεται ἐπίσης μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἁγιορείτης αὐτός Γέροντας ὅτι θά πρέπει νά ὑπάρχει κακοπάθεια. Γιά νά ἀκουστεῖ ἡ προσευχή τοῦ ἀνθρώπου, θά πρέπει νά νηστεύει. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε: «Ὅταν σηκώνεις τά χέρια σου γιά νά προσευχηθεῖς καί εἶσαι σέ κατάσταση νηστείας, καταστολῆς, καταπολέμησης τῆς λαιμαργίας καί τῆς γαστριμαργίας. Τότε μέ τό πού θά σηκώσεις τά χέρια σου, ὁ Θεός σέ ἀκούει ἀμέσως».
Στόν Ἅδη ὅμως οἱ ψυχές δέν ἔχουν τό σῶμα καί δέν μποροῦν νά δείξουν τήν μετάνοιά τους μέ τό σῶμα. Ἄρα ἐκεῖ δέν εἶναι ἐφικτή ἡ μετάνοια. Ἡ ψυχή σέ ὅποια κατάσταση βρίσκεται τήν ὥρα τοῦ θανάτου, σέ ὅποια «βαθμολογία» βρίσκεται, σέ αὐτήν θά παραμείνει αἰωνίως στήν ἄλλη ζωή. Βεβαίως μπορεῖ νά ἀλλάξει ἡ κατάσταση μετά ἀπό πολλές προσευχές ἁγίων ἀνθρώπων καί μετά ἀπό πολλές λειτουργίες. Ἔχουμε τέτοια περιστατικά. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Νά φροντίζουμε νά κάνουμε πολλές προσευχές γιά τούς κεκοιμημένους, νά τούς δίνουμε τουλάχιστον μία πορτοκαλάδα».
– Τί εἶναι ὅμως ἡ μετάνοια;
Σ’ αὐτήν τήν ἐρώτηση θά πρέπει νά πάρουμε ὡς δάσκαλο τόν σύγχρονο μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, πού συγκεφαλαιώνει ὅλους τούς Ἅγιους Πατέρες. Αὐτός ὁ Ἅγιος ἔχει γράψει τό βιβλίο «Ἐξομολογητάριον» πού εἶναι συμβουλή καί πρός τόν μετανοοῦντα καί πρός τόν Πνευματικό. Λέει ὁ Ἅγιος «Τί εἶναι ἡ μετάνοια; Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, αὐτήν τήν προετοιμασία πρέπει νά κάνεις, ὅταν πρόκειται νά μετανοήσεις καί νά ἐξομολογηθεῖς. Γνώρισε πρῶτα ὅτι ἡ μετάνοια σύμφωνα μέ τόν θεῖο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό – βλέπετε ὅτι δέν λέει δικά του πράγματα, ἀλλά παραπέμπει ἀμέσως στούς ἁγίους Πατέρες, αὐτό εἶναι τό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα – εἶναι μία ἐπαναστροφή ἀπό τόν διάβολο πρός τόν Θεό, ἡ ὁποία γίνεται ὅμως μέ πόνο καί ἄσκηση. Δέν εἶναι ἁπλῶς λόγια. Συμμετέχει καί τό σῶμα, κοπιάζει, νηστεύει, δακρύζει, χαμευνεῖ, ἀγρυπνεῖ, κακοπαθεῖ. Λοιπόν κι ἐσύ ἀγαπητέ μου, ἐάν θέλεις νά μετανοήσεις, ὅπως πρέπει, εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ἀφήσεις τόν διάβολο καί τά διαβολικά ἔργα καί νά ἐπιστρέψεις πρός τόν Θεό καί τόν τρόπο ζωῆς πού εἶναι σύμφωνα μέ τόν Θεό. Νά ἐγκαταλείψεις τήν ἁμαρτία πού εἶναι παρά φύσιν κατάστασις καί νά ἐπιστρέψεις στήν ἀρετή πού εἶναι ἡ κατά φύσιν κατάστασις».
Πολλές φορές ἐξηγῶ στούς ἀνθρώπους, καί ἰδίως στούς νέους πού δέν μποροῦν νά τό καταλάβουν, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μή τήρηση τῶν προδιαγραφῶν ζωῆς πού ἔχει βάλει ὁ Χριστός στήν ὕπαρξή μας. Αὐτό εἶναι κάτι πού εἶπε ἕνας ἀγαπητός μου σύγχρονος καθηγητής στό Πανεπιστήμιο. Αὐτό εἶναι ἁμαρτία, τό νά μήν τηροῦμε τίς προδιαγραφές τοῦ κατασκευαστή μας. Ὁ κατασκευαστής μας εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν κανείς δέν τηρεῖ τίς προδιαγραφές καί τούς ὅρους, τόν τρόπο λειτουργίας πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός, σφάλλει καί ἁμαρτάνει, βλάπτει τήν ψυχή καί τό σῶμα του καί ὁδηγεῖται στόν αἰώνιο θάνατο.
Ἡ μετάνοια εἶναι λοιπόν ἡ ἐπαναστροφή, ἡ διόρθωσις, ἡ ἀποκατάστασις τῆς φυσιολογικῆς λειτουργίας, τῆς φυσιολογίας τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας καί ἡ ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς μας στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια εἶναι νά ἐγκαταλείψεις τό κακό καί νά κάνεις τό καλό. Ὅπως λέει καί ὁ Δαβίδ, 1000 χρόνια πρό Χριστοῦ «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15). Νά μισήσεις τήν κακία μάλιστα τόσο πολύ, ὥστε νά λές κι ἐσύ μαζί μέ τόν Ψαλμωδό «τήν κακία τήν μίσησα καί τήν σιχάθηκα» (Ψαλμ. 118,163). Δέν ἀρκεῖ δηλαδή ἁπλῶς νά μήν κάνεις τό κακό, ἀλλά πρέπει καί νά τό μισήσεις. Ἀντιθέτως νά ἀγαπήσεις τό καλό καί τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου τόσο πολύ, ὥστε νά λές πάλι μαζί μέ τόν Δαβίδ «ἠγάπησα τόν Νόμο Σου, ἠγάπησα τάς ἐντολάς σου ὑπέρ χρυσίον καί τοπάζιον» (Ψαλμ. 118,127).
«Μέ συντομία σέ συμβουλεύει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ τόν σοφό Σειράχ γιά τό ποιά εἶναι ἡ μετάνοια, λέγοντας: «Γύρισε καί ἔλα πρός τόν Κύριο καί ἄφησε τίς ἁμαρτίες. Ἐπάνελθε πρός τόν Ὕψιστο καί ἀπομακρύνσου ἀπό κάθε ἀδικία. Μίσησε μέ ὅλη σου τήν καρδιά ὅσα εἶναι σιχαμερά στόν Κύριο» (Σοφ. Σειρ. 17,25-26)».
– Πόσα εἶναι τά μέρη τῆς μετανοίας;
Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος: Εἶναι τρία: συντριβή – ἐξομολόγησις – ἱκανοποίησις. Ἡ μέν συντριβή εἶναι μία θλίψις καί ἕνας τέλειος πόνος τῆς καρδιᾶς πού γίνεται διότι μέ τίς ἁμαρτίες του ὁ ἄνθρωπος λύπησε τόν Θεό καί παρέβη τόν θεῖο νόμο Του. Αὐτή ὅμως εἶναι ἐκείνων πού ἀνήκουν στήν τάξη τῶν τελείων καί τῶν Υἱῶν, γιατί προέρχεται ἀπό μόνη τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως δηλαδή μετανοεῖ ἕνας υἱός μόνο ἐπειδή λύπησε τόν πατέρα του καί ὅχι ἐπειδή θά στερηθεῖ τήν πατρική κληρονομιά, ἤ θά διωχθεῖ ἀπό τήν οἰκία τοῦ πατέρα του. Ἐπειδή ἀγαπάει τόν πατέρα του, γι’ αὐτό λυπᾶται, συντρίβεται, διορθώνεται καί μετανοεῖ. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Στέναξε, ὅταν ἁμαρτήσεις, ὅχι ἐπειδή πρόκειται νά κολαστεῖς, γιατί αὐτό δέν εἶναι τίποτα, ἀλλά ἐπειδή λύπησες τόν Δεσπότη σου τόν τόσο ἥμερο, πού τόσο πολύ σέ ἀγαπᾶ, Αὐτόν πού φροντίζει γιά τήν σωτηρία σου, ὥστε νά παραδοθεῖ εἰς θάνατον γιά χάρη σου». Αὐτό τό παληκάρι πού εἶδε ἡ γιαγιά πάνω στήν Ἀγία Τράπεζα. Αὐτόν πληγώσαμε.
Ὑπάρχει καί ἡ λεγόμενη ἐπιτριβή πού εἶναι κοντά στήν συντριβή. «Ἐπιτριβή εἶναι καί αὐτή μία θλίψις, ἕνας πόνος τῆς καρδιᾶς, ἀλλά εἶναι ἀτελής, ὁ ὁποῖος γίνεται, ὅχι γιατί ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἁμαρτίες του λύπησε τόν Θεό, ἀλλά διότι στερήθηκε τήν Θεία Χάρη, ἔχασε τόν Παράδεισο καί κέρδισε τήν κόλαση. Αὐτή ὅμως εἶναι τῶν ἀτελῶν δηλαδή ἐκείνων πού ἀνήκουν στήν τάξη τῶν μισθωτῶν καί τῶν δούλων». Ὁ Θεός τό δέχεται κι αὐτό, ἀλλά δέν εἶναι τό τέλειο. Τό τέλειο εἶναι νά μετανοοῦμε, γιατί λυπήσαμε τόν τόσο καλό Δεσπότη μας τόν Χριστό καί ὄχι γιατί φοβόμαστε ὅτι θά χάσουμε τόν Παράδεισο, ἤ θά πᾶμε στήν κόλαση.
«Ἡ ἐπιτριβή προέρχεται ὅχι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἤ ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά ἀπό τόν φόβο καί τήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως δηλαδή μετανοεῖ ἕνας μισθωτός ἐπειδή ἔχασε τόν μισθό του καί ἕνας δοῦλος ἐπειδή φοβᾶται τίς τιμωρίες τοῦ κυρίου του».
«Λοιπόν κι ἐσύ ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, ἄν θέλεις νά ἀποκτήσεις στήν καρδιά σου τήν συντριβή αὐτήν καί τήν ἐπιτριβή καί διά μέσω αὐτῶν νά γίνει ἡ ἐξομολόγησή σου εὐάρεστη στόν Θεό, αὐτά θά πρέπει νά κάνεις. Νά συναισθάνεσαι ποιόν πλήγωσες, νά ἀγαπήσεις τόν σωματικό κόπο, νά κάνεις μία καινούρια συμφωνία μέ τόν Θεό καί προπάντων νά ἀλλάξεις νοῦ».
Μετανοῶ = μετά + νοῦς. Μετάνοια εἶναι τό νά μετακινήσουμε τόν νοῦ μας ἀπό τά μάταια, τά φθαρτά, τά γήινα, τά ἁμαρτωλά πρός τόν Θεό. Αὐτό εἶναι κυρίως μετάνοια καί ἀγγίζει ὅλη τήν νηπτική μας παράδοση, μᾶς πηγαίνει στήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή πού εἶναι ἀναγκαία νά κάνουμε ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Μᾶς εἶπε ὁ Κύριος ὅτι ἀπό τήν καρδιά ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί: μοιχεῖες, πορνεῖες κ.λ.π. (Ματθ. 15,19). Προσέξτε, δέν λέει ἀπό τήν διάνοια, ἀπό τήν λογική, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά. Θά πρέπει λοιπόν νά καθαρίσουμε τήν καρδιά. Σύμφωνα μέ τούς Ἅγιους Πατέρες ὁ νοῦς εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἡ σπουδαιότερη δύναμη πού ἔχουμε καί δέν ταυτίζεται μέ τήν διάνοια, μέ τήν λογική. Ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ Χριστιανοῦ θά πρέπει νά εἶναι στό νά καθαρίσει τόν νοῦ του καί τήν καρδιά του καί ἔτσι νά θεραπευτεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία.
– Γιατί ἀδελφοί μου πολλοί ἐξομολογοῦνται, ἀλλά λίγοι μετανοοῦν; Γιατί πολλοί ἐξομολογοῦνται καί λίγοι διορθώνονται;
Γιατί δέν μετακινοῦν τόν νοῦ τους ἀπό τά μάταια, τά ἁμαρτωλά. Δέν πολεμοῦν δηλαδή τά πάθη πού ὑπάρχουν στήν καρδιά καί ἑπομένως δέν μετανοοῦν πραγματικά.
Πρίν περίπου 15 χρόνια ἔβγαινα ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί νυχτώθηκα στήν Θεσσαλονίκη, γιατί ἦταν πολύ περιπετειῶδες τό ταξίδι. Ὁπότε μπῆκα σ’ ἕνα ταξί γιά νά πάω στό κονάκι πού εἴχαμε. Ἔπεσα τότε πάνω σέ ἕναν σύγχρονο νηπτικό – γιά νά μήν λέμε μόνο γιά Πατέρες καί Ἱερομονάχους καί μοναχούς. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ταξιτζής κι ὅμως ἐργαζόταν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἦταν περίπου 11 ἡ ὥρα καί ἐκεῖ στό σκοτάδι μοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, λές τήν εὐχή; Νά λές τήν εὐχή. Θά φτάσεις σέ βάθη μετανοίας. Ἐγώ ξέρεις ποιός ἦμουν;». Καί ἄρχισε νά μοῦ λέει τά «κατορθώματά» του, νά ἐξομολογεῖται χωρίς ντροπή. Εἶχε ὅμως μιά βαθειά συναίσθηση ὅτι ἔχει πληγώσει τόν Κύριο καί ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός. Ἦταν σάν τήν γιαγιά πού ἀναφέραμε πιό πάνω, ὁ ἄνθρωπος πού ζοῦσε τήν μετάνοια καί στό μετέδιδε αὐτό. Ἄν λοιπόν λέμε τήν εὐχή θά φτάσουμε σέ βάθη μετανοίας. Ἀλλά νά τήν λέμε μέ συναίσθηση, μέ συντριβή, μέ προσπάθεια νά βιώνουμε τόν πόνο ὅτι λυπήσαμε τόν Κύριο.
«Μετάνοια εἶναι ἀκόμα ἄσκηση καί κακοπάθεια, νηστεία, μετάνοιες, γονυκλισίες, προσευχή, ἀποδοχή τῶν ἑκούσιων καί τῶν ἀκούσιων θλίψεων γιά τόν Θεό, ἄδειο στομάχι, αἴσθηση ὅτι χάνουμε βάρος».
Ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης λέει: «Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, δέν διαχωρίζονται οἱ ἄνθρωποι σέ ἠθικούς καί ἀνήθικους, ἤ σέ καλούς καί κακούς βάσει ἠθικῶν κανόνων». Τό πρόβλημα δέν εἶναι ἠθικό, ἀλλά ὀντολογικό. Θά πρέπει νά θεραπευτεῖ ἡ οὐσία τοῦ εἶναι μας, ἡ καρδιά. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά ἀσκεῖ τήν νοερά προσευχή, ἀλλά συγχρόνως νά ταπεινώνει καί τό σῶμα γιατί τό σῶμα ἐπηρεάζει τήν ψυχή. Ὅπως λέει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος: «Ἡ κατάστασις τοῦ σώματος ἐπηρεάζει τήν ψυχή καί τήν διαμορφώνει». Συν-διαμορφώνεται ἡ ψυχή ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ σώματος. Ἄν τό σῶμα εἶναι καλοζωϊσμένο καί ἔχει ξεκουραστεῖ καλά, αὐτό δίνει μία ὑπερηφάνεια καί μιά ἔπαρση στήν ψυχή. Ὅταν τό σῶμα εἶναι λίγο ἀδύνατο ἀπό τήν ἄσκηση, εἶναι ταπεινωμένο. Αὐτό δίνει μία ταπείνωση καί στήν ψυχή καί βοηθάει πάρα πολύ στήν προσευχή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καί προχωράει στό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί πορείας πού λέγεται κάθαρση.
Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης ὅτι στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἔχουμε τά στάδια «κάθαρση – φωτισμό – θέωση». Κάθαρσις σημαίνει καθαρισμός ἀπό τά πάθη τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ καί ὁπωσδήποτε μετά καί τῶν σωματικῶν παθῶν. Αὐτή ἡ κάθαρση γίνεται μόνο διά τῆς μετανοίας καί πάντοτε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅσο κανείς προχωράει στήν μετάνοια καί στήν κάθαρση, τόσο προχωράει καί στό δεύτερο στάδιο πού λέγεται φωτισμός καί μπορεῖ νά φτάσει ἀκόμα καί στή θέωση, ἄν θέλει ὁ Θεός.
Βέβαια ὑπάρχουν καί οἱ ἐχθροί τῆς μετάνοιας καί ἕνας ἀπό αὐτούς, πού βασανίζει πολλούς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ ἀπελπισία. Ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά μᾶς ρίξει στήν ἁμαρτία μέ τήν ἀμέλεια, νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀποφυγή, στήν παράλειψη τοῦ κανόνος μας, γενικά στήν μή σωστή μετάνοια. Ὅταν τό καταφέρει αὐτό καί μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀμέλεια καί στήν πτώση, μετά μᾶς φέρνει τόν λογισμό τῆς ἀπελπισίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος γεννήθηκε στήν περιοχή τῆς Ἐδέσσης τῆς Μεσοποταμίας, κατά τά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα. Οἱ εὐγενεῖς καί εὐλαβεῖς γονεῖς του δέν εἶχαν ἄλλον γιό. Ἐνῶ σέβονταν τήν διάπυρη εὐσέβειά του, τόν ἐνύμφευσαν παρά τήν θέλησή του. Κατά τήν διάρκεια τῆς γαμήλιας ἑορτῆς, ὁ Ἀβράμιος καθόταν μόνος του μέ τήν καρδιά του συντετριμμένη. Ἔστειλε τότε ὁ νυμφίος Χριστός ἀκτίνα γλυκύτατη Ἀκτίστου Χάριτος καί φώτισε τήν καρδιά του. Ὁ Ἀβράμιος παρευθύς ἐγκατέλειψε σύζυγο, γονεῖς καί τά ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου καί ἀποσύρθηκε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο κελί, ὅπου ἔμεινε ἐπί ἑπτά ἡμέρες προσευχόμενος δίχως νά φάει καί νά πιεῖ. Οἱ γονεῖς του ἀναγνώρισαν τότε ὅτι ὁ Θεός τόν ἐξέλεξε γιά τήν ἀγαθή μερίδα, γιά νά φωτιστεῖ ἀπό τήν οἰκονομία τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἄφησαν νά συνεχίσει τίς θεῖες ἀναβάσεις του μόνος μέ μόνον τόν Θεό. Ἦταν ἔγκλειστος σέ ἕνα κελί στό ὁποῖο ἄνοιξαν μία στενή θυρίδα γιά νά τοῦ δίνουν ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν λίγο ψωμί καί νερό, ἴσα-ἴσα γιά τίς ἀνάγκες του.
Βλέπουμε πῶς βίωναν τήν μετάνοια οἱ Ἅγιοι, μέ πόσο μεγάλο σωματικό κόπο! Πολλά παρόμοια παραδείγματα ὑπάρχουν στήν «Κλίμακα». Ὑπάρχει ὁ πέμπτος λόγος τῆς Κλίμακος πού περιγράφει τούς Ἁγίους καταδίκους, πού ἦταν ἀσκητές ἀπομονωμένοι στή «φυλακή τῶν Ἁγίων», ὅπως λεγόταν. Ἐκεῖ ἔκαναν τρομερές ἀσκήσεις μετανοώντας γιά κάποια παραπτώματα καί κάποιες πτώσεις τους πού εἶχαν στό μοναστήρι.
Ὁ Ἀβρἀμιος ἔζησε ἐν κρυπτῷ ἐπί 50 χρόνια φωτίζοντας τούς τριγύρω του μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του καί στηρίζοντας τόν κόσμο μέ τήν προσευχή του. Ὅμως τόν πείραξε κι αὐτόν ὁ πονηρός. Ὁ Ἅγιος δέχτηκε νά πάρει στό κελί του τήν ἀνηψιά του, μία ἑπτάχρονη κόρη, τήν Μαρία, ὅταν ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του εἶχε πεθάνει. Γιά νά μήν μείνει ἔρημο, ὀρφανό καί χωρίς προστασία τό μικρό παιδάκι, τήν ἔβαλε σέ ἕνα μικρό κελί κοντά στό δικό του καί τήν ἄφησε νά ἀνθίσει ὡς ἄνθος τῆς ἐρήμου διά τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας καί τήν καθοδηγοῦσε ἀπό μία μικρή θυρίδα πού ἔβλεπε στό κελί του. Ἔφτασε ἔτσι τό μικρό παιδάκι στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν καί εἶχε προκόψει πάρα πολύ στήν πνευματική ζωή.
Μία μέρα ὅμως, πού ἔλειπε ὁ Ἅγιος, ἔπεσε στήν ἁμαρτία μέ ἕναν ἀκόλαστο μοναχό πού ἐρχόταν συχνά καί ἐπισκεπτόταν τόν Ὅσιο. Ἀντί νά ἱκετεύσει Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος ἐνανθρώπισε γιά τήν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν καί νά ζητήσει συγχώρεση, ἡ Μαρία ὑπέπεσε στό εἰσέτι φρικτότερο ἁμάρτημα τῆς ἀπελπισίας. Ὁ διάβολος τήν ἔπεισε ὅτι ὁ Θεός δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ἐλεήσει ἐκείνη πού κατασπήλωσε τήν παρθενία της καί τό ἀγγελικό σχῆμα, γιατί εἶχε γίνει μοναχή.
Ἀλλόφρων ἡ Μαρία πῆγε στήν γειτονική πόλη καί παραδόθηκε στήν πορνεία. Ἐπί δύο καί πλέον ἔτη καθημερινῶς κυλοῦσε καί πιό βαθειά στήν βορβορώδη ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Ἀβράμιος ἀνέπεμπε συνεχῶς προσευχές πρός τόν Κύριο, γιά νά τοῦ ἀποκαλύψει πού εἶχε πάει ἡ άνηψιά του, γιατί ὅταν ἐπέστρεψε δέν τήν βρῆκε στό κελί.
Ἀπό κάποιον ταξιδιώτη ἔμαθε ὅτι ἡ Μαρία εἶχε γίνει ἐργαστήριο ἀνομίας. Τότε ὁ Ἀβράμιος παρόλο πού ἦταν πλέον ἕνας γέροντας ταλαιπωρημένος ἀσκητής, φόρεσε στρατιωτικό ἔνδυμα, μάζεψε τά λίγα χρήματα πού εἶχε καί μετέβη στό ἐργαστήριο τῆς ἀκολασίας, ὅπου ἡ Μαρία ἀσκοῦσε τό μιαρό της ἐπάγγελμα, ὑποκρινόμενος ὅτι καί αὐτός ἤθελε νά ἁμαρτήσει μαζί της.
Παρήγγειλε δεῖπνο πολυτελές καί, γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 50 χρόνια ἔφαγε κρέας, ἤπιε κρασί καί κατόπιν ἀποσύρθηκε στά ἰδιαίτερα μέ τήν νεαρή κόρη. Ἀφοῦ ἔκλεισε τήν θύρα καί βεβαιώθηκε ὅτι πλέον δέν μποροῦσε νά τοῦ ξεφύγει, ὁ Ἀβράμιος ἀποκάλυψε στήν ἀνηψιά του ποιός ἦταν, ἐνῶ ἐκείνη εἶχε παραλύσει ἀπό τήν κατάπληξη καί τήν καταισχύνη καί δέν τολμοῦσε νά τόν κοιτάξει.
Ὁ Ὅσιος τῆς μίλησε μέ πραότητα, χωρίς διόλου νά τήν ψέξει. Μέ δάκρυα στά μάτια τῆς ὑπενθύμισε τήν ἀγαλλίαση τῆς ἀσκητικῆς βιωτῆς καί τῆς παρθενίας. Τήν ἔπεισε ὅτι ἄπειρο εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ὑπερβαῖνον πᾶν ἁμάρτημα, ὅτι ἡ μόνη ἀσυγχώρητη ἁμαρτία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀπελπισία. Γιά νά τήν ἐνθαρρύνει πρόσθεσε: «Ἔλα τέκνον μου, ἄς ἐπιστρέψουμε στά κελιά μας. Ἐπάνω μου παίρνω τήν ἀνομία σου καί ἐγώ θά ἀπολογηθῶ γιά αὐτήν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέρα τῆς φοβερᾶς Κρίσεως. Ἐσύ ἔλα ἁπλά στό κελί σου, ξαναγύρισε στήν ἄσκησή σου καί τήν προσευχή καί στάσου ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ Πανοικτίρμονος Θεοῦ.
Γλυκά δάκρυα συντριβῆς κύλισαν στό πρόσωπο τῆς Μαρίας, ὅταν ἄκουσε τά λόγια αὐτά. Δέχτηκε νά φύγει μαζί του ἀπό τό πανδοχεῖο τῆς ἁμαρτίας καί νά ἐγκαταλείψει τόν ἀκόλαστο βίο. Ξανακλείστηκε στό στενό κελί της μέ τόσο ζῆλο καί μέ τόσα δάκρυα, ὥστε δέν ἄργησε, ὅχι μόνο νά λάβει ἀπό τόν Θεό τήν συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί τό χάρισμα νά ἐπιτελεῖ θαύματα. Ποιός; Αὐτή ἡ πρώην πόρνη.
Ἀφοῦ διήνυσε θεάρεστο βίο ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη τό 366 καί πέντε χρόνια ἀργότερα ἀνεπαύθη καί ἡ ἀνηψιά του. Ἡ μνήμη καί τῶν δύο Ἁγίων εἶναι στίς 29 Ὀκτωβρίου.
Κανείς λοιπόν ποτέ δέν πρέπει νά ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἄν ἔκανε πολλές ἁμαρτίες, ἀλλά νά ἐλπίζει ὅτι θά σωθεῖ μέ τήν μετάνοια. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά πάει κάποιος στόν Δεσπότη Χριστό, νά ζητήσει τό ἔλεός Του, μέ τόν τρόπο βεβαίως πού ὁρίζει Ἐκεῖνος, μέ συντριβή, μέ ἀπόφαση νά μήν ξανακάνει ἁμαρτίες, μέ μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας, μέ ἐξομολόγηση καί μέ κάθε δυνατή προσπάθεια ὥστε καί μετά τήν ἐξομολόγηση νά μήν ἁμαρτήσει, καί ὁ Θεός νά μήν τόν ἐλεήσει. Μέ τήν ἀπόφαση καλύτερα νά πεθάνει παρά νά ἁμαρτήσει πάλι, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μήν πάρει κάποιος τήν συγχώρεση καί τό ἔλεος ἀπό τόν Θεό.
Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἴσως -λυπᾶμαι πού τό λέω- καί κάποιοι Πνευματικοί, ὅτι εἶναι πολύ ἁπλά τά πράγματα καί ὅτι διαβάζοντας τήν συγχωρητική εὐχή ὁ Πνευματικός, τήν ἑπόμενη ἡμέρα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κοινωνήσει. Κι ὅμως ἀδελφοί μου δέν γίνεται ἔτσι ἡ θεραπεία. Οἱ Ἅγιοι λένε ὅτι, ὅταν ὑπάρχει τόσο εὔκολη συγχώρηση -βεβαίως ὁ Θεός συγχωρεῖ τούς πάντες- ὅταν δέν ὑπάρχει καί μία προσπάθεια παιδαγωγική -καί ὅχι τιμωρητική-, κάποια μέτρα παιδαγωγικά πού θά δώσει ὁ Πνευματικός στόν ἐξομολογούμενο, πολύ εὔκολα αὐτός πού ἐξομολογεῖται θά ἐπαναλάβει τά ἴδια ἁμαρτήματα. Καί τότε βέβαια, ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος, κολάζεται, τιμωρεῖται καί ὁ Πνευματικός καί βεβαίως καί ὁ ἐξομολογούμενος, γιατί ἡ μετάνοιά του δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη καί σωστή. Γι’ αὐτό παρακαλοῦσε κι ἔλεγε καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Θεέ μου δός μου μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησήν Σου».
Λέει ὁ ἀββᾶς Μάρκος: «Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μένει ἀμετανόητος». Ἀμετανόητος σημαίνει ἀδιόρθωτος. Αὐτός ὁ ὁποῖος ὅχι μόνο ἁμαρτάνει, ἀλλά θεωρεῖ ὅτι κάνει σωστά καί ζητάει ἐπιβράβευση. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ποτέ δέν πρόκειται νά ζήσει τήν πραγματική μετάνοια.
Κανένας δέν εἶναι τόσο ἀγαθός καί σπλαγχνικός ὅσο ὁ Θεός. Τόν ἀμετανόητο ὅμως οὔτε Αὐτός τόν συγχωρεῖ.
Λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Σήμερα οἱ ἄνθρωποι θέλουν νά ἁμαρτάνουν καί θέλουν καί τόν Θεό νά εὐλογεῖ τήν ἁμαρτία τους». Αὐτό δέν γίνεται, γιατί δέν ὑπάρχει καμία σχέση, καμία συνάφεια, καμία συγκατάβασις μεταξύ Φωτός καί σκότους, καθαρότητος ἀπείρου πού εἶναι ὁ Θεός καί βρωμιᾶς πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν μπορεί ποτέ ὁ Θεός νά εὐλογήσει τήν ἀκαθαρσία.
Λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «Πρόσεχε ἀδελφέ τό πονηρό πνεῦμα πού φέρνει τήν λύπη στόν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι φοβερή ἡ καταδίωξη πού σοῦ κάνει μέχρι νά σέ ρίξει κάτω». Οὔτε ἀπελπισία, ἀλλά οὔτε καί προσπάθεια δικαίωσης πρέπει νά νιώθουμε, ἐνῶ παραμένουμε στήν ἁμαρτία. Βέβαια θά μοῦ πεῖτε ὅτι ὑπάρχει καί μία κατάσταση πού ὁ διάβολος σπέρνει ψευτο-ἐνοχές στόν ἀγωνιζόμενο. Τό πονηρό πνεῦμα φέρνει τήν ἀπελπισία καί τήν «κατά δαίμονα» λύπη. Ὑπάρχει καί ἡ κατά Θεόν λύπη, ὑπάρχει καί ἡ λύπη πού προκαλεῖ ὁ δαίμονας. Ἡ κατά Θεόν λύπη ἔχει μέσα της τήν ἐλπίδα. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας: «εἶναι χαρά γιά σένα γιατί βλέπεις τόν ἑαυτό σου νά στέκεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ναί μέν γνωρίζεις ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, ἀλλά αὐτοκατακρίνεσαι, αὐτοκαταδικάζεσαι, αὐτομέμφεσαι, αὐτοκατηγορεῖσαι καί αὐτό εἶναι πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ζεῖ τήν μετάνοια καί νά ὁδηγεῖται στήν ἀληθινή ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται».
Μοῦ ἔλεγε ἕνας σύγχρονος Ἅγιος Ἁγιορείτης ὅτι γιά νά φτάσουμε στήν ταπείνωση, πρέπει νά κατακρίνουμε καί νά κατηγοροῦμε σέ ὅλα τόν ἑαυτό μας. Ὅ,τι καί ἄν συμβαίνει ἀδελφοί μου, θά πρέπει νά λέμε ὅτι φταῖμε ἑμεῖς, ὅτι αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν γίνονται λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας. Κι ἄν εἶναι κάτι καλό -ἄν καί ὅλα εἶναι καλά γιατί προέρχονται ἀπό τόν καλό Θεό- νά τό θεωροῦμε ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά «καλά» καί ὅλα τά «κακά» εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ.
Ἡ λύπη ὅμως πού φέρνει ὁ διάβολος, ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία, στήν μελαγχολία, στήν ἀπραξία. Αὐτή εἶναι δαιμονική λύπη καί πρέπει νά τήν διώχνουμε. Σύμφωνα μέ τόν ἀββᾶ Ἡσαΐα : «Ἐκεῖνος πού σοῦ λέει ‘’ποῦ θά πᾶς γιά νά ξεφύγεις, μετάνοια δέν ἔχεις’’ εἶναι ὁ ἐχθρός πού πασχίζει νά κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἐγκαταλείψει τήν ἐγκράτεια, τήν αὐτοκυριαρχία του, τόν αὐτοέλεγχο, τήν αὐτοσυγκράτηση, νά ἀφεθεῖ ἀχαλίνωτα στά πάθη του». Δηλαδή ὁ διάβολος παροτρύνει τόν ἄνθρωπο νά κάνει ἐδῶ ὅλες τίς ἁμαρτίες, νά ἀπολαύσει ὅ,τι μπορεῖ γιατί ἔτσι κι ἀλλιῶς μετά θάνατον θά πάει στήν κόλαση. Ἀλλοίμονο, ποτέ νά μήν δεχθοῦμε αὐτό τόν λογισμό.
«Ἡ κατά Θεόν λύπη ἀντίθετα δέν ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ ἐπιθετική ὁρμή, ἀλλά εἰρηνικά καί τοῦ λέει ‘μή φοβᾶσαι, ἔλα πάλι’. Γνωρίζει βλέπεις», λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας «ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος καί τόν δυναμώνει. Μέ γενναιοφροσύνη ἀντιμετώπισε τούς λογισμούς καί θά σοῦ γίνουν ἐλαφρότεροι, γιατί ὅποιον τούς φοβᾶται, τόν λυγίζουν κάτω ἀπό τό βάρος τους». Μήν πνίγεσαι κάτω ἀπό τούς λογισμούς.
– Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα πάσχουν ἀπό κατάθλιψη, ἔμμονες ἰδέες, φοβίες, ἀνασφάλειες, ἀπό ὅλα τά λεγόμενα «ψυχολογικά»;
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι πίσω ἀπό ὅλα τά λεγόμενα ψυχολογικά κρύβονται δαιμόνια. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ὁδηγηθεῖ ὅχι στόν ψυχολόγο καί στόν ψυχίατρο -ἐκτός ἄν ὑπάρχει καί σωματική βλάβη- ἀλλά ἡ λύση καί ἡ πραγματική θεραπεία εἶναι νά φύγει τό αἴτιο τῆς θλίψης, τῆς κατάθλιψης, τῆς μελαγχολίας, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεου, εἶναι ἡ στέρηση πού βάζουμε ἐμεῖς στήν ψυχή μας.
Ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὅτι: ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει ἐρωτευτεῖ, δέν ἔχει ἀγαπήσει τόν Χριστό, θά εἶναι ὁπωσδήποτε σέ κατάσταση μελαγχολίας. Αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά τόν ρίχνει ὁ διάβολος στήν ἀπελπισία, θά τοῦ ἐπιτίθεται συνέχεια μέ λογισμούς καί θά τόν βασανίζει, γιατί ὁ διάβολος εἶναι μισάνθρωπος καί ἀνθρωποκτόνος.
«Ἡ δύναμη ἐκείνων πού θέλουν νά ἀποκτήσουν τίς ἀρετές, φανερώνεται σέ τοῦτο: νά μήν μικροψυχήσουν ἄν συμβεῖ νά πέσουν, ἀλλά πάλι νά ρίχνονται στόν ἀγῶνα». Θά ἀναρωτηθεῖτε ὡς πότε θά μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός; Ὁ Θεός εἶναι πολυέλεος καί πολυεύσπλαγχνος, μακρόθυμος καί οἰκτίρμων.
Ὑπάρχει ἕνα ὡραῖο περιστατικό στόν Εὐεργετινό μέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἁμάρτανε συνεχῶς βαριά γιά περίπου δέκα χρόνια. Κάθε φορά πού ἁμάρτανε ἔτρεχε στήν Ἐκκλησία, γονάτιζε μπροστά στόν Δεσπότη Χριστό, ἔκλαιγε, συντριβόταν καί ζητοῦσε ἔλεος. Μετά ὅμως πάλι ἀπό ἀδυναμία ἔπεφτε στήν ἁμαρτία. Αὐτό δέν τό ἔκανε γιά ἕνα-δύο χρόνια, ἀλλά γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια, μέχρι πού «ἔσκασε» ὁ διάβολος καί εἶπε στόν Χριστό «γιατί Χριστέ τόν δέχεσαι, ἀφοῦ συνεχῶς Σέ προδίδει;». Καί ἀπάντησε ὁ Χριστός: «Καί σένα τί σέ ἐνδιαφέρει; Γιά νά δεῖς ὅτι Ἐγώ τόν δέχομαι καί θά τόν σώσω ἐπειδή μετανοεῖ, θά τόν πάρω τώρα, τήν ὥρα τῆς μετανοίας». Ἔτσι λοιπόν, ὅπως ἦταν ὁ ἄνθρωπος γονατισμένος, κοιμήθηκε εἰρηνικά καί σώθηκε!
Βλέπετε πόσο εἶναι τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἀντίθετα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι συγχωροῦμε κάποιον μία, δύο φορές, ἐνῶ ὁ Κύριος εἶπε νά συγχωροῦμε, γιατί, ἄν δέν συγχωροῦμε, οὔτε Ἐκεῖνος θά μᾶς συγχωρέσει. Εἶναι κι αὐτό μία προϋπόθεση γιά νά πετύχουμε τήν σωστή μετάνοια: Νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους. Ἄν δέν συγχωρήσουμε τόν ἄλλον, νά μήν ἐλπίζουμε ὅτι θά πάρουμε συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, ὅσες φορές κι ἄν ἐξομολογηθοῦμε καί ποῦμε «ἥμαρτον».
Πρέπει ἐπίσης νά ἀγαπήσουμε τήν κακοπάθεια, τήν ταπείνωση καί νά κάνουμε ὑπακοή στόν Πνευματικό τηρώντας τούς κανόνες πού θά μᾶς βάλει καί τίς διάφορες ἀσκήσεις. Ὄχι ὅτι μᾶς σώζουν αὐτά. Αὐτά δέν μᾶς σώζουν. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς σώζει. Αὐτά μᾶς βοηθοῦν νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν κακή συνήθεια. Γιατί μέ τήν ἐξομολόγηση φεύγει ἡ ἐνοχή, δέν φεύγει ὅμως ἡ κακή συνήθεια, τά πάθη καί οἱ κακές ροπές πού ἔχουμε μέσα μας ἐπειδή δουλέψαμε χρόνια σ’ αὐτά. Ἄν λοιπόν δέν κάνουμε αὐτές τίς ἀσκήσεις γιά νά ταπεινωθεῖ τό σῶμα καί διά τοῦ σώματος καί ἡ ψυχή, δέν θά μπορέσουμε νά ἀποφύγουμε τήν ἐπανάληψη τῆς ἁμαρτίας. Καί πάνω ἀπό ὅλα μᾶς τονίζουν οἱ Ἄγιοι πάλιν καί πολλάκις, ὅτι, ὅσες φορές καί ἄν πέσουμε καί ὅσο βαριά καί ἄν πέσουμε, ποτέ νά μήν ἀπελπιζόμαστε.
Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τόν ἀββᾶ Μιῶς, ἄν ἄραγε ὁ Θεός δέχεται τή μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Καί ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τόν δίδαξε μέ πολλούς λόγους, εἶπε:
– Πές μου, ἀγαπητέ, ἄν σχιστεῖ τό χιτώνιό σου, τό πετᾶς; Τοῦ μίλησε μέ παράδειγμα στρατιωτικό.
– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, τό ράβω καί τό χρησιμοποιῶ πάλι.
– Ἄν λοιπόν ἐσύ λυπᾶσαι τό ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας, δέν θά λυπηθεῖ ὁ Θεός τό δικό του πλάσμα;
Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Ποιμένα:
– Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη καί θέλω νά μείνω σέ μετάνοια τρία χρόνια.
– Πολύ εἶναι, τοῦ λέει ὁ Γέροντας.
Κοιτᾶξτε τήν φιλανθρωπία τῶν Ἁγίων πού εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ Ἅγιοι μιλοῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ρώτησαν τότε κάποιοι πού ἦταν ἐκεῖ -ἀφοῦ λέει ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι πολύ τρία χρόνια, κατέβασαν ἀμέσως τόν πήχη.
– Φτάνουν σαράντα μέρες;
– Πολύ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς, ἐγώ νομίζω πώς, ἄν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μέ ὅλη του τήν καρδιά καί δέν συνεχίσει νά ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καί σέ τρεῖς μέρες τόν δέχεται ὁ Θεός. Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ!
Ἀναφέρεται στό Γεροντικό μία πολύ συγκινητική ἱστορία μέ κάποια κοπέλα πού εἶχε παρασυρθεῖ στήν ἁμαρτία τήν σαρκική. Στείλανε τότε οἱ Πατέρες τόν ἀδελφό της νά τήν συμμαζέψει. Πῆγε καί τῆς μίλησε καί τελικά τήν πῆρε ἀπό τό ἐργαστήριο τῆς ἀνομίας. Ἐν τῷ μεταξύ ἡ κοπέλα τόσο πρόθυμα μετανόησε, πού δέν πῆρε οὔτε τά παπούτσια της, οὔτε καί τό μαντήλι της φεύγοντας, γιατί τότε οἱ γυναῖκες φοροῦσαν τό μαντήλι, τό κάλυμμα τῆς κεφαλῆς. Τό βράδυ νυχτώθηκαν στόν δρόμο, ὁπότε τήν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ ὁ ἀδελφός της καί κοιμήθηκε κι αὐτός λίγο πιό πέρα. Τό πρωί τήν φώναξε, ἀλλά δέν πῆρε καμία ἀπάντηση. Πῆγε κοντά της, τήν σκούντηξε λίγο μέ τό πόδι, ἀλλά εἶχε πεθάνει, εἶχε κοιμηθεῖ. Τά πόδιά της ἦταν καταπληγωμένα ἀπό τά ἀγκάθια. Τότε οἱ Πατέρες ἔκαναν προσευχή γιά νά τούς ἀποκαλύψει ὁ Θεός ἄν αὐτή ἡ ψυχή σώθηκε. Ὁ Θεός τούς ἀποκάλυψε ὅτι σώθηκε, γιατί ἔδειξε τόσο πρόθυμη μετάνοια καί δέν λογάριασε καθόλου τόν σωματικό κόπο.
Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας καί νά μέ συγχωρέσετε, γιατί καί ἐγώ ἀνάξιος εἶμαι νά μιλάω γιά τήν μετάνοια, ἀφοῦ ἐγώ πρῶτος δέν τήν ἔχω. Νά εὔχεστε νά μᾶς δίνει καί μᾶς ὁ Θεός μετάνοια.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης