π. Στυλιανός Μακρής
Ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, τῆς γυναίκας δηλαδὴ ποὺ περπατοῦσε σκυφτή, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἰσιώσῃ τὸ σῶμα της, εἶναι μία εὐκαιρία, γιὰ νὰ προβληματιστοῦμε γιὰ τὰ τεκταινόμενα στὴν πατρίδα μας.
Ἡ Ἑλλάδα, ἀδελφοί μου, εἶναι σήμερα συγκύπτουσα. Μὲ τὸ κεφάλι νὰ κοιτᾷ καταγῆς, πορεύεται τὸν δρόμο τῆς ἱστορίας, ἀδύναμη νὰ ἀνορθώσῃ τὸ σῶμα καὶ τὸ ἀνάστημά της. Ποιός μπορεῖ νὰ τὴν θεραπεύσῃ; Μόνον ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ ἀπάντηση. Ναί! Μόνον ὁ Χριστός, ὁ «κατάγων εἰς ᾄδου καὶ ἀνάγων» ἔθνη καὶ λαούς. Ἂς Τὸν παρακαλέσουμε μὲ πόνο ψυχῆς νὰ ἀνορθώσῃ τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ μὴν τὴν ἀφήσῃ ἀβοήθητη.
Ναί! Ἔχουμε ἀνάγκη, Κύριε, τὴ βοήθειά Σου· ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ πανάχραντο χέρι Σου, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ σηκώσουμε τὸ σκυμμένο κεφάλι μας καὶ νὰ δοῦμε τὴν παναγία καὶ ὡραιοτάτη καὶ γλυκυτάτη μορφή Σου! Ἐσὺ προσέλαβες τὴν πτωχή μας φύση, γιὰ νὰ τὴν πλουτίσῃς μὲ τὴν χάρη Σου· Ἐσὺ βεβαίωνες πρὸ τοῦ πάθους Σου τοὺς ἕλληνες ἐκείνους ὅτι «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου», ἀλλὰ καὶ ὅτι «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω»· Ἐσὺ ἔλεγξες τὴν ἀπιστία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ, ῥωτώντας «ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;».
Ἄκουσε, Κύριε, τὴ φωνὴ ὅλων τῶν κυρτωμένων ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία χριστιανῶν ἑλλήνων, ποὺ ὑψώνουμε κραυγὴ ἀπογνώσεως στὴν περίοδο τῆς κρίσης καὶ ζητοῦμε ἀπὸ Ἐσένα νὰ μᾶς ἐλεήσῃς. Ναί, Κύριε! κρύψαμε τὸ τάλαντο τῆς σωφροσύνης καὶ τῆς χρηστῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως ὡς πονηροὶ δοῦλοι, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸ τῆς θείας Οἰκονομίας Σου, «ἀτάκτως περιπατοῦντες καὶ περιεργαζόμενοι», ὅπως λέγει καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, καὶ ἐξαντλήσαμε στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὶς ἐλπίδες μας, ὅπως ὁ ἄφρονος ἐκεῖνος πλούσιος. Ναί, Κύριε! Δὲν ἀποδεχθήκαμε τὸ σοφὸ ἐκεῖνο ἀποστολικὸ παράγγελμα, ποὺ μᾶς παρακινοῦσε νὰ ἀρκούμαστε στὰ λίγα, εἰς «διατροφὰς καὶ σκεπάσματα», ἀλλὰ συνηθίσαμε νὰ καταναλώνουμε καὶ νὰ ξοδεύουμε χωρὶς συστολή, συσκοτισμένοι ἀπὸ τὸ θάμβος τοῦ εὐρώ, τὸ ὁποῖο μᾶς προέτρεψε νὰ τὸ κυνηγήσουμε καὶ τὸ ὁποῖο ἐν τέλει μᾶς παγίδευσε. Σκύψαμε τὸ κεφάλι στὸν πλοῦτο, γιατὶ τὸν θέλαμε ἡγεμόνα στὴ ζωή μας, τὸν προσκυνήσαμε μὲ δουλικότητα, ὀσφυοκάμπτες τοῦ χρήματος, καὶ μείναμε ἐκεῖ, ἀκινητοποιηθήκαμε μὲ τὴ μέση ἀθεράπευτα λυγισμένη, συγκύπτοντες ἐνώπιον τῶν χρεῶν μας, παραλελυμένοι ἀπὸ τὴν ἄφρονη ἀπληστία μας.
Ἄρχοντες καὶ λαός, προκόπτοντας «ἐπὶ τὸ χεῖρον», πλανηθήκαμε, ἁμαρτήσαμε, παρανομήσαμε, στραφήκαμε κατὰ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, ἀδικήσαμε καὶ πατήσαμε τὸ δίκαιο τῶν συμπολιτῶν μας γιὰ χάρη τοῦ ἰδίου ὀφέλους, ἀδιαφορήσαμε γιὰ τὴν προκοπὴ τῆς χώρας, ξεφύγαμε ἀπὸ τὶς ἐντολές Σου καὶ δικαίως κυρτώσαμε καὶ κάμφθηκε ἡ περηφάνεια μας. Μόνον Ἐσὺ μπορεῖς νὰ μᾶς σηκώσῃς ἀπὸ τὴν τραγικότητα τῆς ἀσθενείας μας. Σπλαχνίσου τοὺς ἀσώτους, ποὺ μάθαμε στὶς διασκεδάσεις καὶ τὶς μάταιες δαπάνες, τώρα ὅμως ὑστερούμεθα ἀκόμη καὶ τῶν ἀναγκαίων καὶ προσπαθοῦμε νὰ χορτάσουμε μὲ τὰ ξυλοκέρατα. Ὑψώνουμε τὰ χέρια μας καὶ Σοῦ ζητοῦμε ὡς Νινευΐτες νὰ μετριάσῃς τὴν δίκαιη ὀργή Σου, νὰ μᾶς λυπηθῇς, νὰ μὴν λησμονήσῃς «τῶν πενήτων Σου εἰς τέλος», γιατὶ ἀλλιῶς θὰ ποῦνε οἱ ἀσεβεῖς «Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν;». Ῥίξε ἕνα βλέμμα φιλανθρωπίας στὴν ταπεινωμένη μας πατρίδα, τὴν Ἑλλάδα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν πίστη Σου, ὅπως ἔριξες βλέμμα εὐσπλαχνίας καὶ στὴν ταλαίπωρη ἐκείνη γυναῖκα, ποὺ γιὰ δέκα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἦταν συγκύπτουσα. Μὴν ἐπιτρέψῃς νὰ ταλαιπωρηθοῦμε κι ἐμεῖς τόσο πολὺ χρόνο, γιατὶ ἤδη βρισκόμαστε στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καὶ κινδυνεύουμε νὰ ἀφανιστοῦμε, μὲ ἀντέχοντας ἄλλο. Ἀναγνωρίζουμε πὼς εἴμαστε καταχρεωμένοι ἀπέναντί Σου, γιατὶ Ἐσὺ μᾶς κράτησες ὡς ἔθνος, Ἐσὺ μᾶς χάρισες τὴν ἐλευθερία, Ἐσὺ μᾶς ἀνέδειξες καὶ ἀπὸ Ἐσένα πάλι μόνον ἀναμένουμε βοήθεια, διότι μάθαμε νὰ ψάλλουμε μὲ μιὰ φωνὴ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Καὶ σήμερα μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ μὲ μιὰ φωνὴ Σὲ παρακαλοῦμε νὰ ἀκουμπήσῃς ἐπάνω μας τὸ εὐλογημένο καὶ θεραπευτικό Σου χέρι, γιὰ νὰ μᾶς φυλάξῃς, νὰ μᾶς σηκώσῃς, νὰ μᾶς ἀναστήσῃς.
Κι ἂν ἔρθουν χειρότερα, ἂς εἶναι μία εὐκαιρία γιὰ μεγαλύτερη, ἀπὸ μέρους μας, Κύριε, καὶ περισσότερη μετάνοια, εὐάρεστη στὰ αὐτιά Σου, ἔτσι ὥστε νὰ γίνῃ ἀμέσως ἡ εὐσπλαχνία Σου συγκύπτουσα, ἂν ὄχι πρὸς τοὺς ἱκέτες Σου, τοὐλάχιστον πρὸς τοὺς ἁγίους Σου, ποὺ παρακαλοῦν κι ἐκεῖνοι γιὰ τὴν ἀνάδελφη καὶ ταπεινὴ Ἑλλάδα.
Πηγή: Με παρρησία...