Διηγήθηκε κάποιος κύριος ὅτι εἶχε πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ καλύβι τοῦ Γέροντος Πορφυρίου. Λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ συνοδός του ἱερέας ἤθελε νὰ πάει στὴν Ἱ. Μ. Καρακάλλου, τοῦ εἶπε νά πάει
κι’ αὐτὸς ἐκεῖ καὶ μετὰ νὰ πᾶνε καὶ οἱ δύο στὰ Καυσοκαλύβια. Λόγῳ τῆς κακοκαιρίας δὲν φαινόταν δυνατὴ ἡ μετάβαση στὰ Καυσοκαλύβια καὶ ἔτσι ἔμειναν στὴν Καρακάλλου, μὲ πρόθεση νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἀθήνα χωρὶς νὰ πᾶνε στὰ Καυσοκαλύβια.
Ἔτσι, ὁ προσκυνητής, ὁ ὁποῖος εἶχε μαζὶ του ἀγκίστρια (ποὺ τὰ λέει “τσαπαρή”) γιὰ νὰ τὰ δώσει σὲ ἕναν ὑποτακτικὸ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου στὰ Καυσοκαλύβια, χάρισε τὰ ἀγκίστρια στὸν μοναχὸ τῆς Καρακάλλου ποὺ εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ ψαρᾶ. Τότε ὁ ἡγούμενος εἶπε στὸν ψαρὰ νὰ πάει γιὰ ψάρεμα καὶ ὁ λαϊκὸς ζήτησε νὰ τὸν συνοδεύσει. Προηγουμένως εἶχε πεῖ ὅτι τὰ ἀγκίστρια τὰ προόριζε γιὰ τὸν Γέροντά του καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν ποιὸς εἶναι ὁ Γέροντάς του, εἶχε πεῖ: ὁ πατήρ Πορφύριος.
<p>Ὅταν βγῆκαν στὴν θάλασσα μὲ τὸν μοναχό ἡ θάλασσα χόχλαζε ψάρια, δηλαδή σμῆνος ψαριῶν φανερωνόταν στὴν ἐπιφάνειά της σὰν νὰ σπᾶνε φυσαλλίδες. Μόλις ἔριξαν τὴν τσαπαρὴ καὶ τὸ πρῶτο ἀγκίστρι ἄγγιξε τὴν θάλασσα, ἀμέσως τὴν τράβηξε τὸ πρῶτο ψάρι μέσα καὶ σὲ λίγο δημιουργήθηκε ἕνα τσαμπὶ μὲ ψάρια. (Ἡ τσαπαρὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ ἀγκίστρια τοποθετημένα σὰν σταφύλι). Ἔβγαλαν τὴν τσαπαρή, τὴν ἄδειασαν ἀπὸ τὰ ψάρια καὶ ἔτσι ρίχνοντας καὶ βγάζοντας γέμισαν ἕνα καφάσι ψάρια.
Τότε ρώτησε ὁ προσκυνητὴς τὸν μοναχὸ ἂν φθάνουν αὐτὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, τοὺς ἐπισκέπτες καὶ τοὺς ἐργάτες τῆς μονῆς κι’ ἔτσι γέμισαν καὶ ἕνα ἀκόμη μικρὸ καφάσι. Τότε ὁ προσκυνητὴς εἶπε νὰ ἐπιστρέψουν, ἀλλ’ ὁ καλόγερος εἶπε νὰ μαζέψουν λίγα ἀκόμα. Ἀλλὰ τὰ ψάρια πιὰ δὲν τσιμποῦσαν, ἔφευγαν. Καὶ παρόλες τὶς προσπάθειες τοῦ μοναχοῦ δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα παραπάνω. Τότε ὁ καλόγερος ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «ἥμαρτον, Παναγία μου, πλεονεξία μ’ ἔπιασε». Ὅταν βγῆκαν στὸ λιμάνι, οἱ παρευρισκόμενοι δὲν πίστευαν ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ψάρια πιάστηκαν μὲ τὴν τσαπαρὴ καὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὰ δίχτυα.
Ἀπὸ τὸ Σημειωματάριο ἑνὸς Ὑποτακτικοῦ.