Ὁ βυζαντινός αὐτοκρατορικός ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ραγκαβᾶ βρίσκεται βορειοανατολικὰ τῆς Ἀκρόπολης, μεταξὺ τῶν ὁδῶν Πρυτανείου και Ἐπιχάρμου, στὸ Ριζόκαστρο (σημερινὰ Ἀναφιώτικα), κοντά στο μνημεῖο τοῦ Λυσικράτη. Εἶναι μια ἀπό τις ὡραιότερες καὶ πιὸ ἀγαπητές ἱστορικές ἐκκλησίες τῆς Πλάκας.
Σύμφωνα με ἱστορικές πηγές, το ὄνομα Ραγκαβᾶς ἀνήκει σε σημαντική οἰκογένεια τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀθήνας, τῆς ὁποίας το γνωστότερο μέλος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μιχαήλ Α΄ ὁ Ραγκαβέ (811-813).
Ἡ ἐκκλησία χτίστηκε ἀρχικά τον 9ο αἰώνα, ἀπὸ τον Θεοφύλακτο, γιο και συναυτοκράτορα τοῦ Μιχαήλ Α΄, μὲ ὑποδομὴ ἀρχαίου ναοῦ (ἕνα κιονόκρανο ἰωνικοῦ ρυθμοῦ εἶναι ἐντοιχισμένο στὴ βορειοανατολικὴ πλευρὰ τοῦ ναοῦ, καθὼς καὶ ἡ Ἁγία Τράπεζα στηρίζεται σὲ ἕνα κομμένο καὶ ἀνεστραμμένο κιονόκρανο ἐξελιγμένου κορινθιακοῦ τύπου) καὶ ἀφοῦ καταστράφηκε ἀπὸ ἄγνωστη αἰτία, ξαναχτίστηκε διακόσια χρόνια μετά, κατὰ τὴν ἐποχὴ ἀκμῆς τῆς Ἀθήνας.
Ὁ ναός ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεσαιωνική Ἀθήνα. Ἀρχικά ἦταν ἰδιωτικός, ἀλλὰ τελικὰ ἔγινε καὶ παραμένει ἕως σήμερα ἐνοριακός.
Οἱ εἰδικοί χρονολογοῦν το ὑπάρχον κτίριο στον 11ο αἰώνα (1040-1050) λόγω τῶν στυλιστικῶν χαρακτηριστικῶν ποὺ εἶναι παρόμοια μὲ ἐκεῖνα πολυάριθμων ἐκκλησιῶν τῆς περιόδου αὐτῆς.
Μετὰ τον 11ο αἰώνα ὑπέστη σημαντικές ἀλλαγές καὶ προσθῆκες. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς πόλης.
Ὁ ναός ἀπέκτησε τη σημερινή του μορφή μετὰ τις ἐργασίες συντήρισής του τὸ 1979-1980, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ἀπεκαλύφθησαν ἀρκετὰ πρωτότυπα στοιχεῖα, ὅπως ὁ τροῦλος, ἡ ὀροφὴ καὶ ἡ βόρεια πλευρά. ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶναι τετρακιόνιος σταυροειδὴς ἐγγεγραμμένος μὲ τροῦλο.
Στην ἐξωτερική βορειοανατολικὴ πλευρὰ εἶναι ὁρατὴ ἡ μεσοβυζαντινὴ διαρρύθμιση τῶν προσόψεων καὶ τῶν περιθωρίων. Οἱ μεγάλες κάθετες πλάκες εἶναι τοποθετημένες παράλληλα στὸ κάτω μέρος τοῦ τοίχου, ἀλλὰ χωρὶς νὰ σχηματίζουν σταυρό (βλέπε ἐξωτερικὸ ναοῦ κάτω ἀπὸ τὸ πρῶτο διπλὸ παράθυρο - ἀνατολικά).
Ἡ τοιχοποιία ἀκολουθεῖ τον πλινθοπερίκλειστο τύπο, δηλαδὴ ἔχουν χρησιμοποιηθῆ λαξευμένες πέτρες μὲ τέσσερεις πλευρές, περιστοιχισμένες ἀπὸ τούβλα. Ἡ τεχνοτροπία αὐτὴ διακρίνεται στὸ ἱερὸ τῆς ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν μερικὲς διακοσμητικὲς κουφικὲς διατάξεις τούβλων καὶ ἔχουν, ἐπίσης, χρησιμοποιηθῆ πολυάριθμα ἀρχαῖα ἀρχιτεκτονικὰ ὑλικά, γεγονὸς ποὺ ἀποτελοῦσε συχνὸ φαινόμενο τοῦ 11ου αἰώνα.
Ἕνα ἰδιαίτερο διακοσμητικό στοιχεῖο εἶναι οἱ ὀδοντωτὲς ταινίες (ἁπλές, διπλὲς καὶ τριπλές), οἱ ὁποῖες περιτρέχουν τὸ ἐξωτερικὸ τοῦ ναοῦ.
Ὁ τροῦλος εἶναι μικρός ὀκταγωνικός καὶ ἀνήκει στον ἀθηναϊκὸ τύπο ποὺ εἶναι χαρακτηριστικός τῆς περιόδου ἐκείνης.
Ἡ ἱστορική Καμπάνα
Κατά την περίοδο τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ἡ χρήση καμπανῶν ἀπαγορευόταν μὲ διάταγμα (τσαλί).
Στις 24 Μαΐου 1833, ὅταν τὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα παρέδωσαν τὸ φρούριο τῆς Ἀκρόπολης, ταυτόχρονα μὲ την ἀνύψωση τῆς ἑλληνικῆς σημαίας χτύπησε καὶ ἡ καμπάνα αὐτή, ποὺ βρισκόταν σὲ κρύπτη καὶ σήμερα μποροῦμε νὰ δοῦμε στον πρόναο τῆς ἐκκλησίας. Μετὰ την ἀπελευθέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους καταργήθηκαν τὰ ξύλινα σήμαντρα, καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν ἡ πρώτη, στὴν ὁποία ἐπετράπη νὰ χρησιμοποιήσῃ καμπάνα. Στις 13 Δεκεμβρίου 1834 ἡ κυβέρνηση μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο στην Ἀθήνα καὶ την ἴδια μέρα ἐνθρονίστηκε ὁ Ὄθωνας, ὁπότε χτύπησε καὶ πάλι ἡ καμπάνα αὐτή.
Ἡ καμπάνα εἶναι κατασκευασμένη στην Κινέτα τῆς Ἰταλίας καί, ὅπως γράφει στὰ λατινικά, εἶναι «ἔργο Ἀλεξάνδρου καὶ ἀδελφοῦ, τῆς πόλης Κινέτα». Ἔχει ἀνάγλυφο τον Ἐσταυρωμένο, τον Ἀπόστολο Παῦλο μὲ τὴ μάχαιρα (τοῦ Πνεύματος) καὶ τὴ Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα, μὲ κρίνο στὸ χέρι.
Ἡ καμπάνα ἦταν ἐπίσης ἡ πρώτη που σήμανε την ἀπελευθέρωση τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τους Γερμανούς στις 12 Ὀκτωβρίου 1944 καὶ κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἔπαρσης τῆς ἐλληνικῆς σημαίας στην Ἀκρόπολη.
Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, τελεῖται Δοξολογία στον ναό, και στο τέλος χτυποῦν τὴν καμπάνα ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, γιὰ νὰ ζωντανέψουν μὲ χαρὰ τὶς ’μέρες ἐκεῖνες τῆς ἀπελευθέρωσης ὅπου ἡ ἴδια καμπάνα, μὲ τοὺς ἴδιους ἀναλλοίωτους ἥχους, σκόρπισε τὸ μήνυμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους ἔπειτα ἀπὸ 400 χρόνια δουλείας.