Μέσα στην πολυάριθμη χορεία των καλλιπαρθένων γυναικών μαρτύρων που αγάπησαν με όλη τους την ψυχή τον Νυμφίο Χριστό και έλαβαν τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος και της θεϊκής δόξας,
συναριθμείται και η ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς του Χριστού Αγία Ευγενία, η χαριέστατη αυτή αμνάς του Κυρίου και πανάμωμος νύμφη του Υψίστου, η οποία αξιώθηκε να μαρτυρήσει για την αγάπη Του κατά την ημέρα της ευφροσύνου εορτής της Ενανθρωπήσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Η τιμωμένη υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 24 Δεκεμβρίου καλλιπάρθενος και πάνσεμνος νύμφη του Χριστού Αγία Ευγενία, η οποία αναδείχθηκε «κρηπίς παρθενίας καί συνέσεως», «ἐνδιαίτημα θείας ἀρετῆς», «φωτόλαμπρος λαμπάς χρηστοηθείας καί ἀνδρικῆς φρονήσεως», καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε το δεύτερο μισό του 3ουμ.Χ. αιώνα κατά τους χρόνους του βασιλιά Κομμόδου.
Οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία, είχε δε και δύο αδελφούς, τον Αβίτα και τον Σέργιο. Όταν όμως ο επιφανής και πλούσιος πατέρας της, ο Φίλιππος, διορίσθηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια, έχοντας μάλιστα υπό την εξουσία του ολόκληρη την Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε εκεί και η ευγενέστατη στην ψυχή, η ενάρετη στη βιοτή και η όμορφη στην εξωτερική εμφάνιση κόρη του, η Ευγενία.
Στην περιώνυμη πόλη της Αλεξάνδρειας, η οποία την εποχή εκείνη ήταν κέντρο παιδείας, γραμμάτων και τεχνών με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία, μορφώθηκε η ευφυής Ευγενία και απόκτησε ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι τη θαύμαζαν για τη σοφία της, όταν έγινε δεκαπέντε ετών. Για τον Ιησού Χριστό όμως δεν της είχε μιλήσει κανείς, αφού ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης. Παρόλα αυτά ο ειδωλολάτρης αυτός έπαρχος κυβερνούσε τον λαό με δικαιοσύνη και αγαπούσε τους καλούς και ενάρετους ανθρώπους. Γι’ αυτό και συμπαθούσε τους χριστιανούς, οι οποίοι διακρίνονταν για την ενάρετη βιοτή και τη σωφροσύνη τους. Ακολουθώντας όμως πιστά τις προσταγές του βασιλιά δεν τους επέτρεπε να κατοικούν μέσα στην πόλη, αλλά έξω από τα τείχη αυτής. Απεναντίας εξεδίωκε και συχνά φόνευε τους κακούς ανθρώπους και ιδιαίτερα τους Ιουδαίους και τους μάντεις.
Στο μεταξύ η φήμη της ενάρετης και σοφής Ευγενίας προσέλκυσε το ενδιαφέρον του άρχοντα Ακυλίνου που είχε μάλιστα το αξίωμα του υπάτου στη Ρώμη και ζήτησε από τον πατέρα της, τον Φίλιππο, να την παντρευτεί. Η σεμνή και ενάρετη όμως Ευγενία αρνήθηκε μία τέτοια πρόταση, αφού δήλωσε στον πατέρα της ότι επιθυμεί να μείνει σε όλη της τη ζωή παρθένος.
Άλλωστε η φιλομάθειά της την οδήγησε στο να αρχίσει να μελετά χριστιανικά βιβλία, μέσα από τα οποία γνώρισε την αλήθεια περί του αληθινού Θεού. Όταν μάλιστα κάποια ημέρα έπεσαν στα χέρια της οι επιστολές του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου και τις διάβασε με επιμέλεια, κατενόησε πλήρως το μεγαλείο του ενός και αληθινού Θεού, του και Δημιουργού όλου του κόσμου. Το γεγονός αυτό τη σαγήνευσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έχοντας μέσα στην ψυχή της τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε τους γονείς και το σπίτι της, όπου διέμενε, και αποφάσισε να αφιερωθεί στον Νυμφίο Χριστό για όλη της τη ζωή. Για να μπορέσει όμως να φύγει από το σπίτι, ζήτησε μία ημέρα από τους γονείς της να μεταβεί έξω από την πόλη για να γνωρίσει τα μέρη που υπάρχουν.
Έτσι αφού πήρε δύο υπηρέτες, τον Πρωτά και τον Υάκινθο, βγήκε από την πόλη και με την άμαξα έφτασε σε τόπο, όπου οι χριστιανοί είχαν οικοδομήσει εκκλησία. Τη στιγμή μάλιστα εκείνη έλεγαν το γνωστό ρητό:
«Πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια. Ὁ δέ Κύριος τούς οὐρανούς ἐποίησεν». Μόλις η Ευγενία άκουσε αυτούς τους λόγους, μίλησε στους δύο υπηρέτες για την πλάνη των ειδωλολατρικών θεών, ενώ τους τόνισε το μεγαλείο των χριστιανών, οι οποίοι πιστεύουν στον αληθινό Θεό και είναι ενάρετοι, σώφρονες και ταπεινοί.
Γι’ αυτό τον λόγο τους δήλωσε ότι θέλει να γίνει χριστιανή, τους πρότεινε δε να ασπασθούν και εκείνοι τη χριστιανική πίστη, ώστε να κερδίσουν τη σωτηρία της ψυχής τους και να ζουν και οι τρεις ως πνευματικά αδέλφια κάτω από την προστασία και την αγάπη του ενός και αληθινού Θεού. Οι δύο υπηρέτες συμφώνησαν να ακολουθήσουν τη σωτήρια πρόταση της Ευγενίας και αφού προχώρησαν μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε τόπο, όπου η σεμνή και ενάρετη κόρη είχε ακούσει ότι υπάρχει μοναστήρι, το οποίο βρίσκεται υπό την πνευματική καθοδήγηση του εναρέτου επισκόπου Έλενου, ο οποίος είχε ενθρονίσει στη μονή τον ηγούμενο Θεόδωρο. Στη μονή αυτή δεν επιτρεπόταν όμως να εισέλθει γυναίκα. Γι’ αυτό και έδωσε την εντολή στους δύο υπηρέτες να την κουρέψουν και αφού βάλει στη συνέχεια ανδρικά ενδύματα, να εισέλθουν και οι τρεις στη μονή, ώστε να συναριθμηθούν στην αδελφότητά της. Τότε ο Πρωτάς και ο Υάκινθος εκτέλεσαν την εντολή της Ευγενίας και κατόπιν και οι τρεις κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι.
Στη διαδρομή συνάντησαν έναν επίσκοπο, τον οποίο ακολουθούσε πλήθος χριστιανών. Μάλιστα η Ευγενία ρώτησε κάποιον, ονόματι Ευτρόπιο, ποιος είναι ο γέροντας που προηγείται μπροστά από όλους. Τότε πληροφορήθηκε ότι είναι ο επίσκοπος Έλενος, ο οποίος με θαυματουργικό τρόπο απέδειξε ότι είναι απεσταλμένος του Ιησού Χριστού σε αντίθεση με κάποιον μάντη, ονόματι Ζαρέα, ο οποίος διακήρυττε ότι τον έστειλε ο Θεός για να διδάξει και να ευεργετήσει τους ανθρώπους. Αλλά για να λάμψει η αλήθεια και το μεγαλείο του αληθινού Θεού, διέταξε ο επίσκοπος Έλενος να ανάψουν μία μεγάλη φωτιά και να μπουν και οι δύο μέσα. Όποιος από τους δύο θα έμενε άθικτος από τη φωτιά, θα ήταν και ο απεσταλμένος του Κυρίου. Ο Ζαρέας πρότεινε να μπει πρώτος ο Έλενος, ο οποίος έμεινε σώος και αβλαβής για πολλή ώρα μέσα στη φωτιά. Βλέποντας όμως ο πλανεμένος μάντης το παράδοξο αυτό γεγονός, τρομοκρατήθηκε και προσπάθησε να φύγει. Τότε ο κόσμος τον άρπαξε και τον έριξε μέσα στη φωτιά. Όταν όμως άρχισε να καίγεται, φώναζε κλαίγοντας τόσο πολύ, ώστε τον λυπήθηκε ο Έλενος και αφού τον έβγαλε μέσα από τη φωτιά μισοπεθαμένο, τον έδιωξε έξω από την πόλη.
Ακούγοντας η Ευγενία από τον Ευτρόπιο αυτή τη διήγηση, εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ, ώστε τον παρακάλεσε να μιλήσει στον ενάρετο επίσκοπο ότι επιθυμεί τόσο εκείνη όσο και οι δύο συνακόλουθοί της να γίνουν μοναχοί. Τότε ο Ευτρόπιος υποσχέθηκε να μιλήσει στον Έλενο, αλλά αργότερα, διότι είναι κουρασμένος και θέλει να αναπαυθεί.
Ο επίσκοπος όμως είδε στον ύπνο του γλυπτό είδωλο γυναίκας, το οποίο ήταν αντικείμενο λατρείας από τους ανθρώπους. Τότε ο Έλενος απευθυνόμενος με θλίψη στο είδωλο, το ρώτησε γιατί δέχεται να το λατρεύουν οι άνθρωποι, αφού είναι δημιούργημα του Θεού. Στο άκουσμα αυτών των λόγων η γυναίκα που λατρευόταν ως θεά, πλησίασε τον επίσκοπο και του δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αποχωρισθεί από κοντά του, μέχρι να την οδηγήσει στον Δημιουργό της. Μόλις ξύπνησε ο Έλενος, έμεινε εκστατικός από το όνειρο. Κατενόησε όμως πλήρως τη σημασία του, όταν ο Ευτρόπιος του είπε ότι τρεις άνδρες που είναι αδέλφια, αρνήθηκαν την ειδωλολατρική πίστη και επιθυμούν να βαπτισθούν και να γίνουν μοναχοί σ’ αυτό το μοναστήρι, με την παράκληση όμως να μείνουν και οι τρεις μαζί.
Μόλις εμφανίσθηκαν ενώπιον του επισκόπου, η Ευγενία του είπε ότι είναι τρία αδέλφια κατά σάρκα από τη Ρώμη και τα ονόματά τους είναι Ευγένιος, Πρωτάς και Υάκινθος. Τότε ο Έλενος απευθυνόμενος στην Ευγενία της είπε ότι ορθά ονομάσθηκε Ευγένιος, διότι έχει ανδρικό φρόνημα, παρόλο που έχει γυναικεία φύση. Μάλιστα για την αγάπη Του άλλαξε σχήμα και όνομα και φαίνεται άνδρας, ενώ στην πραγματικότητα είναι γυναίκα. Αυτό βεβαίως το γνωρίζει, διότι του το αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος βλέπει την καθαρότητα και αγνότητα της ψυχής της, γι’ αυτό και η ενάρετη κόρη επιθυμεί να ζήσει μέσα στην πνευματική αγαλλίαση του Παραδείσου. Όμως ο επίσκοπος απευθύνθηκε και στους δύο συνακολούθους της Ευγενίας, τον Πρωτά και τον Υάκινθο, και τους είπε ότι ο Κύριος του αποκάλυψε ότι παρόλο που έτυχε να είναι υπηρέτες, είναι ελεύθεροι στη σκέψη και την ψυχή. Γι’ αυτό και ο Ιησούς Χριστός δεν τους θεωρεί δούλους, αλλά φίλους, αφού δεν εμπόδισαν την Ευγενία στην πραγματοποίηση της αφιερώσεώς της στον Θεό και μάλιστα τη συνόδευσαν με προθυμία. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει και τους τρεις μέσα στην άφθαστη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Κατόπιν ο Έλενος βάπτισε και τους τρεις και αφού τους έκειρε μοναχούς, τους συναρίθμησε στην αδελφότητα της μονής.
Στο μεταξύ μόλις επέστρεψε η άμαξα στο σπίτι της Ευγενίας, βγήκαν όλοι οι υπηρέτες και οι συγγενείς να την προϋπαντήσουν. Όταν όμως ανέβηκαν στην άμαξα, είδαν ότι η σεμνή και ενάρετη κόρη του Φιλίππου και της Κλαυδίας δεν υπήρχε. Τότε οι γονείς και τα αδέλφια της, αλλά και όλοι οι δούλοι άρχισαν να κλαίνε γοερώς, να χτυπούν τα στήθη τους και να φωνάζουν δυνατά, επειδή είχαν χάσει την πολυαγαπημένη τους Ευγενία. Μάλιστα επιστρατεύτηκαν άνθρωποι για να ψάξουν να τη βρουν και ρώτησαν ακόμη και γεωργούς, μάντεις και εμπόρους, αλλά όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Τότε ο Φίλιππος ζήτησε από τους ιερείς των ειδώλων να παρακαλέσουν τους πατρώους θεούς, ώστε να βρεθεί η χαμένη κόρη του, υποσχόμενος να τους δώσει πλούσια δώρα. Σε περίπτωση όμως που δεν του αποκαλύψουν τον τόπο, όπου βρίσκεται η Ευγενία, θα θανατωθούν ανηλεώς. Εκείνοι όμως για να σώσουν τη ζωή τους, συμφώνησαν μεταξύ τους και του είπαν ότι οι θεοί ορεγόμενοι την ομορφιά της, την άρπαξαν στους ουρανούς και την έκαναν θεά. Μόλις άκουσε αυτά ο πατέρας της, έδωσε τη διαταγή να της κατασκευάσουν χρυσό άγαλμα και να τη λατρεύουν ως θεά.
Στο μοναστήρι όμως, όπου μόναζε η Ευγενία, η πανεύφημος αυτή νύμφη του Χριστού, αναδείχθηκε με τους σκληρούς ασκητικούς της αγώνες, την αξιομνημόνευτη υπακοή, την άκρα ταπείνωση και την καθημερινή συμμετοχή της στις ακολουθίες της μονής «καλλονή ἀσκητριῶν», κατέστη δε ολόλαμπρο παράδειγμα προς μίμηση των συμμοναστών της. Για τις πολλές της αρετές αξιώθηκε από τον Θεό να θαυματουργεί αδιαλείπτως στους ασθενείς που προσέρχονταν στη μονή για την ίαση της ψυχής και του σώματός τους. Μετά όμως από τρία έτη παραμονής της στη μονή, εκοιμήθη ο ηγούμενος Θεόδωρος και τότε όλοι οι μοναχοί εκτιμώντας την ενάρετη βιοτή και τις πάμπολλες αρετές της και μη γνωρίζοντας βέβαια ότι πρόκειται για γυναίκα που κρύβεται πίσω από το όνομα Ευγένιος, άρχισαν να την παρακαλούν να αναλάβει την ηγουμενία της μονής. Εκείνη όμως φοβόταν να αναλάβει τέτοιο υψηλό αξίωμα, δεδομένου ότι ήταν γυναίκα. Τη λύση τη βρήκε όμως μέσα από το Ευαγγέλιο, από τη γνωστή ρήση του Κυρίου στους Αποστόλους : «εἴ τις θέλει νά εἶναι πρῶτος εἰς σᾶς, ἄς γίνῃ μικρότερος καί πάντων διάκονος». Έτσι δέχθηκε να αναλάβει την ηγουμενία της μονής, εκτελώντας τα ευτελέστερα διακονήματα μαζί με τους ασκητικούς της αγώνες και τα διάφορα ανδραγαθήματα.
Στην Αλεξάνδρεια ζούσε όμως και μία πλούσια γυναίκα, ονόματι Μελανθία, η οποία ήταν πονηρή και άσεμνη. Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά και πήγε στο μοναστήρι για να τη θεραπεύσει ο ενάρετος ηγούμενος Ευγένιος. Μόλις έφτασε εκεί και αφού άλειψε τη Μελανθία με λάδι, θεραπεύτηκε αμέσως. Για την ευεργεσία αυτή η θεραπευθείσα γυναίκα απέστειλε στη μονή χρυσά νομίσματα, τα οποία όμως η πανάμωμος Ευγενία της τα επέστρεψε, υποδεικνύοντάς της να τα διανείμει στους φτωχούς. Αλλά η Μελανθία την παρακάλεσε να δεχθεί τα δώρα της, έκτοτε δε άρχισε να συχνάζει στο μοναστήρι και να συναντά τον αγαπημένο της ηγούμενο. Όμως η πολλή της αγάπη και εκτίμηση προς το πρόσωπο της Ευγενίας, την οποία θεωρούσε ότι είναι άνδρας, μεταβλήθηκε σε σαρκικό έρωτα λόγω της ομορφιάς και της νεότητος της παναμώμου νύμφης του Υψίστου.
Έτσι προσποιήθηκε ότι είναι και πάλι ασθενής και έστειλε άνθρωπο να ειδοποιήσει τον ηγούμενο να πάει να την επισκεφθεί στο σπίτι της. Όταν η Ευγενία μπήκε στο δωμάτιο της δήθεν ασθενούς, η Μελανθία έδιωξε όλους τους υπηρέτες. Κατόπιν αποκάλυψε στον ηγούμενο ότι είναι πολύ ερωτευμένη μαζί του και επιθυμεί να τον παντρευτεί, του υποσχέθηκε δε να τον καταστήσει κυρίαρχο ολόκληρης της περιουσίας της.
Τότε η Ευγενία της απάντησε εξοργισμένη ότι δεν επιθυμεί να μολύνει την παρθενία της και ο πλούτος της είναι τα ουράνια αγαθά, αφού είναι νυμφευμένη με τον Ουράνιο Νυμφίο, τον Ιησού Χριστό. Στο άκουσμα αυτών των λόγων η μιαρή Μελανθία θύμωσε, αλλά και φοβήθηκε μήπως και διασυρθεί το όνομά της. Γι’ αυτό και πήγε στην Αλεξάνδρεια και συκοφάντησε στον έπαρχο Φίλιππο τον ηγούμενο Ευγένιο ως ασελγή. Συγκεκριμένα του είπε ότι ένας όμορφος, αλλά άσεμνος νεαρός, προσποιούμενος μάλιστα ότι είναι και ευλαβής χριστιανός, την πλησίασε και αφού της είπε αρχικά μιαρά λόγια, προσπάθησε να τη βιάσει, ευτυχώς όμως που φώναξε μία υπηρέτρια και έτσι σώθηκε. Ο έπαρχος Φίλιππος εξαγριώθηκε, ακούγοντας αυτό το ανοσιούργημα, και διέταξε να φέρουν δεμένους τόσο τον ηγούμενο όσο και τους υπόλοιπους αδελφούς της μονής που ανέρχονταν σε τριακόσιους. Κατόπιν τους οδήγησε όλους στη φυλακή μέχρι να αποφασίσει τη θανάτωσή τους.
Το γεγονός αυτό διαδόθηκε ταχύτατα στην πόλη και τη γύρω περιοχή και πλήθος ανδρών και γυναικών συγκεντρώθηκε στην αγορά την ημέρα της θανατικής καταδίκης, φωνάζοντας ότι ο αλυσοδεμένος ηγούμενος Ευγένιος πρέπει να θανατωθεί και μάλιστα με φρικτά βασανιστήρια. Απευθυνόμενος ο έπαρχος στην Ευγενία την επέπληξε αυστηρότατα για την πονηρή και αναίσχυντη συμπεριφορά της απέναντι σε μία ευγενική και συνετή άρρωστη γυναίκα, όπως ήταν η Μελανθία.
Τότε η Ευγενία του απάντησε εξοργισμένη ότι ο Θεός την πρόσταξε να κάνει υψηλά πράγματα, μεταξύ δε άλλων να διατηρήσει άσπιλη την παρθενία της. Του τόνισε επίσης ότι εάν θέλει να είναι δίκαιος, θα πρέπει να ακούσει και τις δύο πλευρές για να μην καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα και πέφτει σε κατάκριση. Στην περίπτωση δε που αποδειχθεί ότι ο ηγούμενος έφταιξε, να υποστεί και την πρέπουσα τιμωρία, εάν όμως το φταίξιμο είναι στη Μελανθία, τότε να μην τιμωρηθεί, διότι ο Χριστός διδάσκει να μην ανταποδίδουμε το κακό στους άλλους, αλλά να τους ευεργετούμε. Τότε ο έπαρχος συμφώνησε να ακούσει και τις δύο πλευρές.
Κατόπιν η Ευγενία απευθύνθηκε στη Μελανθία, επιπλήττοντάς την για το ότι τολμά και λέει ψέματα ενώπιον του Θεού και για την παντελή έλλειψη συνείδησης, αφού επιθυμεί και επιδιώκει να τιμωρούνται οι αθώοι. Η μιαρή και άσεμνη όμως γυναίκα δεν έδειξε καμία μεταμέλεια και μάλιστα έφερε και μία υπηρέτρια ως αυτόπτη μάρτυρα για να επιβεβαιώσει τις ανυπόστατες κατηγορίες. Τότε ο έπαρχος εξοργισμένος ρώτησε την Ευγενία τι έχει να απαντήσει σε όλες αυτές τις κατηγορίες. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή που τίθετο πλέον σε κίνδυνο η ζωή όλων των αδελφών της μονής, αφού έβλεπε η Ευγενία ότι όλοι έτειναν να πιστέψουν τις συκοφαντίες της Μελανθίας, αποφάσισε να αποκαλύψει επιτέλους την αλήθεια. Έτσι αφού δήλωσε ότι παρόλο που η αρχική της πρόθεση ήταν να υπομείνει μέχρι τέλους αυτόν τον φοβερό πειρασμό, θα αποκαλύψει αυτό που γνωρίζει μόνο ο Κύριος, προκειμένου να μην ντροπιάσει το μοναχικό σχήμα. Έτσι αποκάλυψε ότι είναι γυναίκα, αλλά ενδύθηκε με ανδρική αμφίεση, μιμούμενη τις γυναίκες που υπερέβησαν τη γυναικεία φύση για να καταπολεμήσουν τους δαιμονικούς πειρασμούς. Μάλιστα για να γίνει απόλυτα πιστευτή, έσχισε το ανδρικό ένδυμα μέχρι τη μέση για να δουν όλοι ολοφάνερα τη γυναικεία της φύση. Στη συνέχεια απευθυνόμενη στον Φίλιππο του είπε ότι είναι η κόρη του, η Ευγενία, η δε σύζυγός του, η Κλαυδία, είναι η μητέρα της.
Στο άκουσμα αυτής της φοβερής και απρόσμενης αποκάλυψης όλοι σκίρτησαν από απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση και ανεφώνησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο ένας και αληθινός Θεός σε αντίθεση με τους ιερείς των ψεύτικων ειδωλολατρικών θεών που διακήρυτταν ότι η Ευγενία αρπάχθηκε από τους πατρώους θεούς. Μάλιστα ο έπαρχος Φίλιππος έντυσε την κόρη του με λαμπρά στολή και την ανέβασε σε υψηλό θρόνο για να τη δουν και να τη χαρούν όλοι. Κατόπιν βαπτίσθηκε χριστιανός ο ίδιος και έδωσε τη διαταγή οι χριστιανοί να κατοικούν μέσα στην πόλη και να λατρεύουν ελεύθερα τον ένα και αληθινό Θεό. Μάλιστα η διαταγή αυτή του επάρχου επικυρώθηκε επισήμως και από τους βασιλείς Σεβήρο και Αντωνίνο.
Κάποιοι όμως ειδωλολάτρες ενημέρωσαν τους βασιλείς ότι στην Αλεξάνδρεια κινδυνεύει να εξαφανισθεί η λατρεία των προγονικών θεών, διότι ο έπαρχος Φίλιππος εγκατέλειψε την πατρώα πίστη και λατρεύει έναν άνθρωπο που σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους. Επιπλέον αποδίδει περισσότερη τιμή στους χριστιανούς σε σύγκριση με εκείνους που λατρεύουν τους προγονικούς θεούς. Γι’ αυτό τον λόγο εστάλη από τους βασιλείς επιστολή στον Φίλιππο, στην οποία τον προειδοποίησαν ότι εάν δεν συνεχίσει να λατρεύει τους θεούς, θα χάσει το αξίωμα και την περιουσία του. Τότε ο χριστιανός πλέον έπαρχος προσποιήθηκε ότι είναι άρρωστος και αφού πούλησε όλη του την περιουσία, μοίρασε τα μισά χρήματα σε εκκλησίες και μοναστήρια, ενώ τα άλλα μισά τα διένειμε στους φτωχούς. Κατόπιν χειροτονήθηκε επίσκοπος σύμφωνα με την επιθυμία όλου του λαού της Αλεξάνδρειας, αφού είχε καταστεί ένθερμος υπερασπιστής της χριστιανικής πίστεως και διέθετε επιμελημένη ελληνική παιδεία. Ως επίσκοπος διέλαμψε για ένα έτος και τρεις μήνες, διότι πληροφορούμενοι οι βασιλείς τα γενόμενα, έστειλαν στη θέση του τον έπαρχο Τερέντιο και τον διέταξαν να φονεύσει τον Φίλιππο με μυστικό και δόλιο τρόπο. Έτσι ο νέος ειδωλολάτρης έπαρχος δωροδόκησε κάποιους ανθρώπους για να προσποιηθούν ότι είναι χριστιανοί και να φονεύσουν τον Φίλιππο, τον οποίο και κατέσφαξαν την ώρα που προσευχόταν. Παρόλα αυτά έζησε τρεις ημέρες, παρακαλώντας τον Θεό να στερεώσει την πίστη στους νεοφώτιστους χριστιανούς, κατόπιν δε παρέδωσε την αγία του ψυχή στον δικαιοκρίτη Ύψιστο. Ενταφιάσθηκε σε μία εκκλησία εντός της πόλεως, την οποία είχε οικοδομήσει ο ίδιος, ενώ η σύζυγός του, η Κλαυδία, ανήγειρε εκεί κοντά πανδοχείο για την ανάρρωση των ασθενών και τη φιλοξενία των ξένων. Μετά τον θάνατο του Φιλίππου η Κλαυδία μαζί με την Ευγενία και τα δύο αδέλφια της, αλλά και τους δύο πιστούς υπηρέτες, τον Πρωτά και τον Υάκινθο, επέστρεψαν στη Ρώμη, όπου οι Ρωμαίοι εξέλεξαν τον μεν Αβίτα ανθύπατο Καρθαγένης, τον δε Σέργιο βικάριο της Αφρικής. Η Ευγενία μαζί με τη μητέρα της, την Κλαυδία, και τους δύο υπηρέτες παρέμειναν στο σπίτι τους, διάγοντας τον βίο με προσευχή και νηστεία. Μάλιστα η πανάμωμος και πάνσεμνος Ευγενία νουθετούσε τις κόρες των αρχόντων της πόλεως, ώστε να αποκτήσουν θεοσέβεια και να διατηρήσουν την παρθενία τους.
Την εποχή όμως αυτή ζούσε στη Ρώμη μία νεαρή και όμορφη κοπέλα με βασιλική καταγωγή, η οποία ονομαζόταν Βασίλα και είχε μνηστευτεί με τον εξέχοντα άρχοντα Πομπήιο. Η Βασίλα επιθυμούσε όμως διακαώς να γνωρίζει από κοντά την Ευγενία για να γίνει χριστιανή, αλλά οι συγγενείς της δεν της επέτρεπαν να βγει έξω από το σπίτι, μέχρι να παντρευτεί. Τότε εκείνη έστειλε με τον υπηρέτη Πορθμέα ένα γράμμα στην Ευγενία, μέσα από το οποίο την παρακαλούσε θερμά να της αποστείλει τις αρχές της χριστιανικής πίστεως. Η Ευγενία απέστειλε τότε στη Βασίλα για να καθοδηγηθεί πνευματικά και να διδαχθεί την αμώμητο χριστιανική πίστη τον Πρωτά και τον Υάκινθο, τους οποίους υποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά, ενώ τους τίμησε ως αποστόλους του Χριστού. Το ευφρόσυνο αυτό γεγονός πληροφορήθηκε ο επίσκοπος της Ρώμης Κορνήλιος, ο οποίος κατόρθωσε μία νύχτα να τη βαπτίσει κρυφά χριστιανή. Έκτοτε η Ευγενία και η Βασίλα συνδέθηκαν μεταξύ τους πνευματικά με μοναδικό πρόσωπο αναφοράς τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, παρόλο που δεν μπορούσαν να συναντηθούν και να συνομιλήσουν από κοντά.
Την εποχή όμως εκείνη (253-260μ.Χ.) βασίλευαν στη Ρώμη οι αυτοκράτορες Βαλλεριανός και Γαλλιηνός και με την ανάρρησή τους στην εξουσία ξεκίνησαν έναν αδυσώπητο διωγμό εναντίον των χριστιανών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο επίσκοπος Κορνήλιος δεν τολμούσε να παρουσιασθεί πουθενά. Έβγαινε μόνο κρυφά για να κοινωνήσει τη Βασίλα και την Ευγενία, οι οποίες κατόρθωσαν κάτω από αυτές τις επικίνδυνες συνθήκες για τη ζωή τους να συναντηθούν επιτέλους και να συνομιλήσουν. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην ένδοξο καλλιπάρθενο Ευγενία αποκάλυψε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ότι της έχει ετοιμάσει δύο στεφάνια, το ένα για τους σκληρούς αγώνες και τους ποικίλους πειρασμούς στην Αίγυπτο και το άλλο για τον θάνατο που θα λάβει χώρα στη Ρώμη για την αγάπη Του.
Στο μεταξύ μία υπηρέτρια της Βασίλας ενημέρωσε τον αρραβωνιαστικό της, τον Πομπήιο, ότι η μνηστή του έγινε χριστιανή και δεν πρόκειται να ξαναέρθει στο σπίτι του. Τότε ο Πομπήιος θύμωσε πολύ και πήγε στον θείο της Βασίλας για να του πει να επισπευθεί ο γάμος του. Ο θείος της όμως του απάντησε ότι η ανιψιά του είναι πλέον ενήλικη και για τη ζωή της αποφασίζει η ίδια. Κατόπιν ο εξαγριωμένος αρραβωνιαστικός πήγε στο σπίτι της Βασίλας, αλλά εκείνη τον ενημέρωσε μέσω της υπηρέτριάς της ότι πρέπει να φύγει, διότι δεν επιθυμεί να παντρευτεί, αλλά θέλει να μείνει παρθένος σε όλη της τη ζωή. Στο άκουσμα αυτών των λόγων εξαγριώθηκε τόσο πολύ ο ειδωλολάτρης άρχοντας, ώστε μαζί με τους συμβούλους του πήγε στους βασιλείς και τους επεσήμανε τον μεγάλο κίνδυνο που διατρέχει αυτή τη στιγμή η Ρώμη από τους χριστιανούς, αφού περιφρονούν όχι μόνο την πίστη των πατρώων θεών, αλλά και τους βασιλικούς νόμους, φτάνουν δε ακόμη και στο σημείο να διαλύουν και τους γάμους. Τότε δόθηκε η διαταγή και μάλιστα γραπτώς που διαμήνυε ότι ή η Βασίλα θα παντρευόταν τον Πομπήιο ή θα οδηγείτο στον θάνατο, η δε Ευγενία ή θα θυσίαζε στους προγονικούς θεούς ή θα θανατωθεί, όπως και όλοι οι χριστιανοί με φρικτά βασανιστήρια. Όταν όμως άκουσε η Βασίλα αυτή τη διαταγή, δήλωσε με παρρησία ότι νυμφεύτηκε τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και δεν επιθυμεί σχέση με φθαρτούς ανθρώπους. Η θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως την οδήγησε στη δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική της τελείωση.
Κατόπιν οι δήμιοι οδήγησαν με βιαιότητα τον Πρωτά και τον Υάκινθο στο ναό του θεού Δία για να προσφέρουν θυσία. Εκεί όμως οι πιστοί δούλοι του Θεού άρχισαν να προσεύχονται στον Κύριο, ο Οποίος συνέτριψε το ειδωλολατρικό είδωλο που βρισκόταν μπροστά τους. Το γεγονός αυτό εξόργισε τόσο πολύ τον έπαρχο της Ρώμης Νικίτιο, ώστε τους αποκεφάλισε. Στη συνέχεια ο ειδωλολάτρης έπαρχος απευθυνόμενος στην Ευγενία, τη ρώτησε πού έμαθε την τέχνη της μαγείας, με την οποία εξουσιάζει τους μεγάλους θεούς. Αλλά η πάνσεμνος νύμφη του Χριστού του απάντησε ότι τα πάντα γίνονται με την παντοδυναμία και τη χάρη του ενός και αληθινού Θεού. Τότε κατ’ εντολήν του επάρχου οδηγήθηκε με τη συνοδεία ενός δημίου στον ναό της θεάς Αρτέμιδος για να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Όταν όμως μπήκε η Ευγενία στον ναό, προσευχήθηκε στον αιώνιο και παντοδύναμο Θεό με αποτέλεσμα να επακολουθήσει ισχυρός σεισμός, να πέσει όλος ο ναός και να συντριβεί το άγαλμα της Αρτέμιδος. Το παράδοξο αυτό γεγονός προκάλεσε θαυμασμό και πολλοί πίστεψαν ότι ήταν θαυματουργική επέμβαση του Θεού, ενώ δεν έλειψαν και εκείνοι που ισχυρίστηκαν ότι πρόκειται για μαγεία.
Όταν πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας τα γενόμενα, διέταξε να δέσουν μία μεγάλη πέτρα στον τράχηλο της Ευγενίας και να τη ρίξουν στον βυθό του ποταμού Τίβερη. Η πέτρα όμως λύθηκε και η πανάμωμος κόρη περπατούσε με ασφάλεια πάνω στο νερό. Κατόπιν την έριξαν σε αναμμένο καμίνι, μέσα από το οποίο βγήκε σώα και αβλαβής. Αλλά και στη σκοτεινή φυλακή που την έκλεισαν, πιστεύοντας ότι θα αποβιώσει από την πείνα, επέζησε, αφού οι Άγγελοι της έδιναν καθημερινά ουράνια τροφή, ενώ είχε την ξεχωριστή ευλογία να την επισκεφθεί και ο ίδιος ο Βασιλεύς των Αγγέλων. Αξιοσημείωτο είναι μάλιστα το γεγονός ότι κατά την ευλογημένη και πανευφρόσυνη ημέρα της εορτής της Γεννήσεως του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού η ένδοξος οσιοπαρθενομάρτυς Αγία Ευγενία, η οποία αναδείχθηκε «τῶν σεπτῶν καί ὁσίων ἀθληφόρων τό ἀγλάισμα» και «τῶν στερροψύχων ἀθλητριῶν τό σέμνωμα», κατεσφάγη από τον δήμιο και έτσι έλαβε τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος και της αιωνίου ζωής. Το ιερό της λείψανο ενταφίασαν η μητέρα της, η Κλαυδία, και τα δύο αδέλφιά της σ’ έναν αγρό έξω από τη Ρώμη. Η Ευγενία όμως για να παρηγορήσει τη μητέρα της που έκλαιγε διαρκώς πάνω από τον τάφο της, της παρουσιάσθηκε στον ύπνο και τη διαβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε μεγάλη πνευματική αγαλλίαση μαζί με τον πατέρα της και τους άλλους χριστιανούς. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να κλαίει και να στεναχωριέται.
Οι ασκητικοί αγώνες, το ανδρείο φρόνημα, οι πάμπολλες αρετές και το ένδοξο μαρτύριο της Αγίας Ευγενίας υμνούνται και γεραίρονται και μέσα από την πλούσια υμνογραφία που συντάχθηκε προς τιμήν της, τόσο από τον Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμο Μοναχό τον Μικραγιαννανίτη, ο οποίος εποίησε Ακολουθία, Παρακλητικό Κανόνα και Χαιρετιστηρίους Οίκους στην Αγία όσο και από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια, ο οποίος συνέταξε Ακολουθία και Παρακλητικό Κανόνα προς τιμήν της. Αλλά και η ευσέβεια του ορθόδοξου ελληνικού λαού ανήγειρε ιερούς ναούς επ’ ονόματί της. Έτσι στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο ναοί (εξωκκλήσια-παρεκκλήσια) αφιερωμένοι στην Αγία Ευγενία έχουν καταγραφεί στις περιοχές Επισκοπή της Ύδρας και Λαγκάδες της Τήνου, στα χωριά Άνω Μερά της Μυκόνου και Καμπιά της Χίου, καθώς και στην Ιερά Μονή Αγίου Ραφαήλ Θερμής Λέσβου. Αξιομνημόνευτη είναι και η ιστορηθείσα από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου εικόνα της Αγίας, η οποία κοσμεί το τέμπλο του μεγαλοπρεπούς Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Εισοδίων Θεοτόκου (Παναγίας Οδηγήτριας) Κιμώλου.
Στη σημερινή αλλοπρόσαλλη κοινωνία του 21ου αιώνα, όπου επικρατεί η ελευθερία των ηθών και η έλλειψη εγκράτειας και σωφροσύνης, προβάλλει η Αγία Ευγενία, η καλλιπάρθενος και πάνσεμνος αυτή νύμφη του Χριστού, η «ἀνδροπρεπῶς ἀσκήσασα καί πλάνου τεχνάσματα φυγοῦσα τῇ θεία συνεργείᾳ» ως ολόλαμπρο παράδειγμα εναρέτου βιοτής, άκρας ταπεινώσεως και απολύτου αφοσιώσεως στον Νυμφίο Χριστό. Ας επικαλεστούμε λοιπόν τις πρεσβείες της και ας μιμηθούμε την αγάπη και την πίστη της στον Κύριο, ώστε να αξιωθούμε και εμείς της πνευματικής εκείνης χαράς που βίωσε και βιώνει μέχρι σήμερα η «τῆς χαρᾶς οὐρανῶν ἀεί κατατρυφῶσα» Αγία Ευγενία.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία:
Ο κατά πλάτος βίος της Αγίας ενδόξου οσιοπαρθενομάρτυρος Ευγενίας, Ιωακείμ Μοναχού «Δέκα Μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου», Άγιον Όρος 1980.