(…) Στήν παράσταση τῆς εἰκόνας τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ταυτόχρονη ἀπεικόνιση μέσα στήν ἴδια σύνθεση γεγονότων πού διαφέρουν χρονικά μεταξύ τους, δίνεται μία ἄλλη αἴσθηση τοῦ χρόνου, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐνόρασης τῶν Χριστουγέννων ὡς γεγονότος ἱστορικοῦ ἀλλά καί πέρα ἀπό τήν ἱστορία· γεγονότος μυστηριακοῦ, ἐξωχρονικοῦ.
Γιά παράδειγμα: ἡ ταυτόχρονη παρουσίαση τοῦ Χριστοῦ στή φάτνη καί στό λουτρό, καί οἱ Μάγοι πού ταξιδεύουν καί συγχρόνως προσφέρουν τά δῶρα τους στόν Χριστό. Ὑπογραμμίζεται ἐδῶ ἡ ὑπέρβαση τοῦ τρισδιάστατου φυσικοῦ χώρου καί χρόνου καί ἡ ἀναγωγή του σέ ἕνα συνεχές ‘‘ἐδῶ’’ καί ἕνα διαρκές δοξολογικό ‘‘παρόν’’.
Μέσα στην Ἐκκλησία ὅλα τά γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι διαχρονικά. «Σήμερον ὁ Δεσπότης τίκτεται ὡς βρέφος…», «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…», θά ψάλλουμε κατά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, κι ἄς ἀναφερόμαστε σ᾿ ἕνα γεγονός πού συνέβη πρίν δύο χιλιάδες χρόνια. Ὁ χρόνος δέν μετριέται ὡς παρελθόν, παρόν, μέλλον. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ τό γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὡς ἕνα συνεχές παρόν. Ὁ Χριστός ἀσφαλῶς γεννήθηκε σ᾿ ἕνα συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, στά χρόνια πού βασίλευε ὁ Ἠρώδης ἀλλά εἶναι «ὁ πρό αἰώνων Θεός ἡμῶν», ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά γεννιέται καθημερινά στίς καρδιές μας καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά μᾶς ἀναγεννάει πνευματικά. Τόν χρόνο ὁ ὀρθόδοξος ζωγράφος τόν χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἔξω ἀπό τόν χρόνο. Γιατί κι᾿ἄν σαρκώθηκε καί γεννήθηκε σέ μία ἱστορική–πραγματική στιγμή, δέν παύει νά εἶναι χθές καί σήμερα καί αὔριο ὁ ἴδιος, ὁ «Ἰησοῦς Χριστός ὁ αὐτός εἰς τούς αἰῶνας». Στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως παρουσιάζεται αὐτή ἡ ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, ὁ λειτουργικός χρόνος, ὅπου τά πάντα εἶναι παρόν. Σημασία ἐδῶ ἔχει ὄχι ἡ συγκεκριμένη στιγμή τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, ἀλλά τό πῶς τό συγκεκριμένο γεγονός ἐπιβιώνει στήν ἐσχατολογική αἰωνιότητα τῆς οὐράνιας βασιλείας. Μέσα στόν κόσμο τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὁ ἥλιος δέν δύει ποτέ! Τά Χριστούγεννα ὁ ἄχρονος Θεός μπῆκε μέσα στόν χρόνο καί ἀνέστρεψε τήν πορεία του. Ὁ Θεός φανερώθηκε στόν κόσμο μας, εἰσῆλθε μέσα στή δική μας ἀνθρώπινη πραγματικότητα καί ἱστορία, μέσα στό εἶναι καί τή ζωή μας. Τώρα πλέον τό ποτάμι τοῦ χρόνου ἐκβάλλει στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄχρονος Θεός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του μπῆκε μέσα στόν χρόνο, τόν ἔκοψε στή μέση.
Μιλᾶμε γιά πρό Χριστοῦ, μιλᾶμε γιά μετά Χριστόν. Ἀλλά αὐτό δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ἱστορία γενικά. Ἀφορᾶ τήν προσωπική ἱστορία τοῦ καθενός μας. Κι ἄν ὁ Χριστός μπεῖ στόν χρόνο τῆς δικῆς μας ζωῆς, τότε καί μόνον τότε, μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά τόν «νέο ἄνθρωπο». Τά Χριστούγεννα, τότε μόνο ἔχουν ἀξία γιά μᾶς, τότε ἔχουν ἀξία γιά τόν ἄνθρωπο, ὅταν γίνουν ἡ ἀφορμή, ὁ σαρκωθείς Θεός νά μπεῖ στόν χρόνο τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς. Ὅταν μπεῖ μέσα στόν χρόνο τῆς ζωῆς μας καί τήν κόψει στή μέση: στήν πρό καί τήν μετά Χριστόν ζωή μας.
Κι αὐτός ἄς εἶναι ὁ οὐσιαστικότερος τρόπος νά ἑορτάσουμε, ὄχι μιά στιγμή, ὄχι μιά μέρα μόνο, τά Χριστούγεννα. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, «ὅλος ὁ χρόνος καί ὅλα ὅσα εἶναι ἐν χρόνῳ, βρίσκουν τήν ἀρχή καί τό τέλος τους στόν Χριστό». Ὁ Χριστός μπορεῖ νά γεννήθηκε σέ ὁρισμένο μετρητό χρόνο ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί συγκεκριμένο τόπο, δέν ἔπαυσε ὅμως νά εἶναι «ὁ πρό τῶν αἰώνων ἄχρονος Υἱός» πού «ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν», ὅπως ψάλλουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Μέ τόν ἐκφραστικό αὐτό τρόπο ἡ εἰκόνα καθιστᾶ τό εἰκονιζόμενο γεγονός σύγχρονο, μοντέρνο, καί προτρέπει τόν πιστό νά συμμετάσχει καί νά δεῖ τόν τόπο ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστός· ὁ Χριστός, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία βρῆκε τό τέλος της, δηλαδή τό σκοπό της, πού εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου…
Πηγή