Ἀρχιμανδρίτης Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος
Οὐσία τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ συγκατάβασις τῆς θείας ἀγάπης, ἡ θυσία τοῦ Θεοῦ, ὁ πλοῦτος τῆς συγκαταβάσεως τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά µᾶς.
Θεὸς δὲν σηµαίνει κυβερνήτης ποὺ κάθεται ψηλὰ στὰ σύννεφα ἀδιάφορος, ὅπως τὸν εἰκόνιζαν µερικοὶ ἀρχαῖοι λαοί, ἀλλὰ σηµαίνει Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔρχεται γιά µᾶς, ἔρχεται κοντὰ στὸ πλάσµα Του, γιὰ νὰ τὸ ἁρπάξει στὴν ἀγκαλιά Του, νὰ τὸ πάρει στοὺς ὤµους Του, νὰλυτρώσει τὸ ἀπολωλός, νὰ τὸ πάρει κοντά Του, νὰ τὸ βάλει σὲ µιὰ νέα ζωή, νὰ τοῦ φτιάξει µία καινούρια κατάσταση χάριτος, ἀγάπης, ἑνότητος µὲ τὸν Θεό.
Αὐτὸ εἶναι τὸ µεγάλο θέµα καὶ δὲν εἶναι τὰ τόσα ἄλλα µὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολούµεθα. Ἐδῶ εἶναι ἡ οὐσία, ἐδῶ εἶναι τὸ πᾶν. Θεὸς συγκαταβαίνων, ταπεινούµενος, παροικῶν ἐν τῷ Σπηλαίῳ καὶ ἐν τῇ Φάτνῃ, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ µαζί µας, γιὰ νὰ µᾶς ἀνεβάσει σὲ κάτι καλύτερο. Τὸ τονίζουµε αὐτὸ καὶ σήµερα, ἐπειδὴ µᾶς τὸ τόνισαν τὸ Εὐαγγέλιό µας καὶ ἡ Ὑµνολογία µας, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Εὐγγέλιο, δηλαδὴ τὸ ἄγγελµα τὸ µοναδικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ νοιώσουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Εἴµαστε προσκολληµένοι, ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι, καὶ δεµένοι µὲ πολλὰ πράγµατα, µὲ πολλὰ εἴδωλα. Ἔστω κι ἂν λέµε ὅτι δὲν προσκυνοῦµε τὰ εἴδωλα, στὴν πραγµατικότητα πολλοὶ ἀπὸ µᾶς λατρεύουµε µὲ ἀπέραντη ἀφοσοίωση ποικίλα εἴδωλα, τὴν σάρκα µας, τὸ ἐγώ µας, τὸ χρῆµα µας. Ἔχουµε τόσες θρησκεῖες! Ἀλλὰ τὸ ζήτηµα εἶναι ὅτι εἶναι καµουφλαρισµένες, καὶ ὁ πονηρός µᾶς κάνει νὰ µὴ λέµε ὅτι εἴµαστε εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ µᾶς κάνει στὴν πράξη τέτοιους. Λατρεύουµε λοιπὸν τὶς ἀνέσεις, τὶς συµβατικότητες, τὶς µικρότητες, τὴν σχετικοκρατία, τὴν συµφεροντολογία. Αὐτὰ εἶναι τὰ κάστρα, τὰ ὁποῖα ἔχουµε µέσα µας ὀχυρωµένα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐννοοῦµε νὰ τὰ ἀφήσουµε πολλὲς φορές, παρ’ ὅλο ποὺ στὴν ἐπιφάνεια βάζουµε ἕνα ἐπίχρισµα εὐλαβείας καὶ µιὰ συµβατικότητα θρησκευτικοφανείας.
Ἡ µεγάλη γιορτὴ ἔρχεται νὰ µᾶς πεῖ, µέσα στὴν συγκλονιστικὴ ἁπλότητα τοῦ Σπηλαίου, ὅτι στὴν καινούρια κτίση, στὴν νέα θρησκεία, ποὺ λέγεται Χριστιανισµός, δὲν ἔχουν τόπο οἱ συµβατικότητες, ἡ σχετικοκρατία τῶν τύπων. Γιὰ νὰ µπεῖς στὸ Σπήλαιο, χρειάζεται ἁγνὴ καρδιά. Τὸ µονοπάτι τῆς ἁγνότητος τῆς ψυχῆς καὶ τῶν διαθέσεων, αὐτὸ µᾶς προσεγγίζει πρὸς τὴν Βηθλεέµ. Καὶ µόνο ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸ σθένος, τὴ δύναµη, τὴν εἰλικρίνεια νὰ ξεκολλήσουν τὸ ἄτοµό τους ἀπ’ τὰ εἴδωλα, νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ Ἐγὼ καὶ τοῦ χρήµατος, αὐτοὶ µποροῦν ν’ ἀντικρύσουν τὸ Βρέφος, αὐτοὶ µποροῦν νὰ συλλάβουν τὸ νόηµα τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸ νόηµα τῆς ζωῆς ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, ποὺ βρίσκεται ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ δὲν µπορεῖ ἡ ζωὴ νὰ κυβερνᾶται ἀπ’ αὐτὰ τὰ τόσο ψεύτικα καὶ ἀµφίβολα εἴδωλα. Ὅπως τὰ µάτια µας εἶναι πλασµένα γιὰ νὰ ἀντικρύζουν τὸ φῶς, τὰ αὐτιά µας νὰ ἀκοῦν τοὺς ἤχους, ἡ µύτη µας γιὰ νὰ εἰσπνέει τὸ ὀξυγόνο, ἔτσι καὶ οἱ ψυχὲς µας εἶναι νὰ νοιώθουν τὸν Θεό. Τὸ νόηµα τῆς ψυχῆς µας δὲν εἶναι ἄλλο, δὲν εἶναι νὰ χορταίνει ἐπίγεια, σχετικὰ καὶ βρωµερὰ πολλάκις ἀγαθά. Ἀλλὰ νὰ µπορεῖ µὲ εἰλικρίνεια νὰ εἰσέρχεται στὴν ἀτµόσφαιρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Νὰ µπορεῖ νὰ ἀναπνέει τὸ µέγα γεγονὸς τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως, τῆς ἀπόλυτης ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι θυσία καὶ τὴν ὁποία µᾶς δείχνει σήµερα ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.[…]
Δὲν µπορεῖ ἡ ζωή µας ἐπάνω σ’ αὐτὸν τὸν πλανήτη νὰ βαδίσει ἀληθινά, σὲ µιὰ τροχιὰ πραγµατική, ἐὰν δὲν εἰσέλθει στὴν σφαῖρα αὐτὴ τοῦ µυστηρίου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σαρκοῦται γιὰ νὰ σταυρωθεῖ µεθαύριον. Τοῦ µυστηρίου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Βηθλεὲµ καὶ κορυφώνεται στὸν Γολγοθά. Τοῦ µυστηρίου µιᾶς τέτοιας συγκλονιστικῆς θυσίας, ἡ ὁποία εἶναι ξεχείλισµα εἰλικρινοῦς ἀγάπης, εἶναι δόσιµο γιὰ τὸν ἀγαπώµενο, εἶναι προσφορὰ γιὰ τὴν ἐξύψωση τοῦ πλάσµατος.