Ρακοβαλῆ Ἀθανασίου
Ἄν κοιτάξουμε τόν κόσμο γύρω δέν εἶναι δυνατό νά μήν παραδεχθοῦμε ὅτι οἱ νεοεποχίτικες σέκτες συνεχῶς κερδίζουν ἔδαφος καί ἀναπτύσσονται ραγδαῖα.
Ξεκίνησαν ἀπό τό μηδέν και κερδίζουν συνεχῶς νέους ὀπαδούς, αὐξάνουν τήν οἰκονομική ἰσχύ τους, ἔχουν πιά κοινωνική ἐπιρροή ὄχι μικρή, τήν ὁποία πολύ ἔξυπνα καί δραστήρια φροντίζουν νά τήν ἐξαργυρώσουν καί σέ πολιτική ἐπιρροή.
Ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχημένη πορεία τους; Ἀναμφισβήτητα ἔχουν πολύ καλό μάνατζμεντ. Οἱ ἀρχηγοί τους (γκουρού) εἶναι πολύ καλοί μάνατζερς που δουλεύουν σέ βάθος χρόνου μέ στρατηγικά πλάνα καί ἔχουν τόν τρόπο τους γιά νά δραστηριοποιοῦν τούς ὀπαδούς τους.
Κυρίως ὅμως ἡ ἐπιτυχία τους ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἔχουν μελετήσει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί ἔχουν ἐντοπίσει σωστά τα προβλήματα, τίς ἀνάγκες του καί φροντίζουν νά τίς καλύψουν.Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ζοῦν στά στενά διαμερίσματα καί ἔχουν ἀνάγκη ἀπό κίνηση καί ἀπό γυμναστική, ιδίως οἱ νέοι, τούς προσφέρουν λοιπόν γιόγκα, πιλάτες, πολεμικές τέχνες, μασάζ, σάουνα, εκδρομές, κ.λπ.
Σήμερα ἡ μοναξιά δέρνει τούς ἀνθρώπους τῶν μεγαλουπόλεων. Τούς προσφέρουν λοιπόν ἕνα κοινωνικό χῶρο, καινούργιες γνωριμίες καί τήν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουν σέ μία ὀμάδα (τήν σέκτα). Μέσα ἀπό τό ὄσραμ ἤ τό στέκι της σέκτας θά κάνουν τούς φίλους τους, θά βροῦν τούς συντρόφους τους καί ἀργότερα μέσα ἀπό ἐκεῖ θά βροῦν νά παντρέψουν τά παιδιά τους. Ἔτσι «δένονται» πολύ γερά μέ τήν νεοεποχίτικη ὀργάνωση. Πιό γερά ἀπ’ ὅ,τι «δένουν» οἱ κομματικοί δεσμοί τούς ἀνθρώπους, γιατί ἡ ἐπαφή μέ τήν νεοεποχίτιη σέκτα εἶναι πολύ συχνή.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι τῶν πόλεων ἔχουν ἀνάγκη καί βαθειά ἐπιθυμία τήν ἐπαφή μέ τή φύση. Ὀργανώνουν λοιπόν μέ τό ἀζημίωτο πάντοτε, συχνά πυκνά ἐκδρομές στό βουνό, στό νησί, στή θάλασσα πάντοτε σέ συνδυασμό μέ λίγη γιόγκα, διαλογισμό ἤ ἄλλες τεχνικές καί μέ βραδυές στήν παραλία ἤ στήν ταβέρνα, ὅπου βέβαια δίνεται καί ἡ δυνατότητα στούς νέους να φλερτάρουν.
Ἔχουν μάλιστα ὀργανώσει καί μόνιμες ἐγκαταστάσεις στήν ἐξοχή ὅπου μπορεῖ κανείς νά πάει νά κάνει τίς διακοπές του, νά σκαλίσει, νά φυτέψει, νά ψαρέψει, νά κάνει σπόρ καί ταυτόχρονα νά ζήσει «πνευματικά» μέ διαλογισμό, ἀποκρυφιστικές καί μαγικές τεχνικές, ἀσκήσεις γιόγκα, συζητήσεις πάνω στήν κοσμοθεωρία τους καί ἐπαφές μέ τούς μεγάλους δασκάλους καί γκουρού τῆς σέκτας. Ἀντί νά πληρώνει κανείς ἕνα ξενοδοχεῖο πάει στήν νεοεποχήτικη κατασκήνωση.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει βαθειά ὑπαρξιακή καί ψυχολογική ἀνάγκη νά ἐξηγήσει τόν κόσμο γύρω του. Τοῦ πλασάρουν λοιπόν μία ἕτοιμη φιλοσοφία, μία κοσμοθεωρία, μία διαφορετική κοσμοαντίληψη, μελετημένη, απλοποιημένη καί προσαρμοσμένη στον συγχρονο δυτικό άνθρωπο. Τόν κάνουν νά νοιώθει ὅτι εἶναι «ἔξω ἀπό τά συνηθισμένα», «ψαγμένος», διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους, λίγο «ἐξωτικός», μέ ἕναν ἀέρα ἀνωτερότητας. Θωπεύουν δηλαδή τήν ματαιοδοξία τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ μαγεία θέλει νά ἀντικαταστήσει τήν Ἐκκλησία, ὁ μάγος θέλει νά πάρει τή θέση τοῦ ἱερέα καί ἡ νεοεποχίτικη σέκτα την θέση της ενορίας .
Αυτοί κάνουν την δουλειά τους εμείς οι λεγόμενοι χριστιανοί τι κάνουμε;Ἐπειδή σέ πολλές ἐνορίες ΔΕΝ γίνονται αὐτά πού ἔπρεπε νά γίνονται, ἔτσι δίνουμε «χῶρο» γιά νά ἀναπτυχθοῦν οἱ σέκτες. Πρίν απο χρόνια συζητούσα το θέμα με ένα σοφό πνευματικό Αγιορείτη, τον π. Ισαακ. Μου είπε «Πότε γεμίζει ο κήπος αγριόχορτα Θανάση; Όταν δεν τον φροντίζει ο κηπουρός.»
Γιά νά δοῦμε τήν ἀλήθεια κατά πρόσωπο καί νά μήν στρουθοκαμηλίζουμε πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ σημαντικότερη αἰτία πού ἡ ἐνορία χάνει εἶναι ἡ διαφορά νοοτροπίαςπού ὑπάρχει στούς δύο χώρους.
Ὁ μέν νεοεποχίτικος χῶρος κινεῖται μέ τή μέθοδο τοῦ φραντσάιζιγκ (franchising). Ὁ κάθε ἐκκολαπτόμενος νεοεποχίτης «δάσκαλος» ἀφοῦ περάσει κάποια λίγα χρόνια σάν μαθητής δίπλα σ’ ἔναν γκουροῦ καί μάθει τά σχετικά, μετά καλεῖται νά ἀνοίξει τό δικό του «μαγαζί». Διαλέγει μία παρθένα περιοχή ὅπου δέν ὑπάρχει ἄλλο νεοεποχίτικο μαγαζάκι (γιά νά ἀποφύγει τόν ἀνταγωνισμό), βρίσκει ἕναν χῶρο καί ρίχνεται στήν ἀγορά (διαφήμιση, ἄγρα πελατῶν) μέ τήν ὁρμή καί διάθεση τοῦ νεοεπιχειρηματία. Γνωρίζει ὅτι δουλεύει γιά τόν ἑαυτό του. Ἄν κάνει καλά τή δουλειά, ὁ ἴδιος θά ὀφεληθεῖ οἰκονομικά καί κοινωνικά. Ἄν ὄχι, ὁ ἴδιος θά πρέπει να ψάξει γιά ἕνα ἄλλο «ἐπάγγελμα», πρᾶγμα ὄχι εὔκολο.Γι’ αὐτό τόν λόγο, ἤ καλύτερα καί γι’ αὐτόν τόν λόγο, δίνει ὅλο του τόν ἑαυτό καί δέν λυπᾶται κόπους. Συνήθως ὅλα αὐτά ἔχουν ἕνα ποιοτικό ἀποτέλεσμα, πολύ ἑλκυστικό.
Ἀντίθετα συμβαίνουν στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἐπικρατεῖ μία ὑπαλληλίστικη νοοτροπία. Οἱ ἱερεῖς εἶναι «δημόσιοι ὑπάλληλοι». Πληρώνονται ἀπό τό κράτος, καί δέν ἔχουν ἀνάγκη νά βγοῦν πρός «ἀναζήτηση τοῦ ἀπωλολότος». Δυστυχῶς αὐτοί οἱ ὁποῖοι νοιώθουν τόν ἑαυτό τους σάν «λειτουργό» καί «ποιμένα» εἶναι μειοψηφία. Οἱ περισσότεροι νοιώθουν «ἐπαγγελματίες» καί κοιτᾶν νά «βγάλουν τό ψωμάκι τους». Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τή δραστηριότητα τῶν ἐνοριῶν. Οἱ πράξεις μιλοῦν δυνατότερα ἀπό τά λόγια. Μέ πόνο καί ἀγανάκτηση κάποιος εὐλαβής ἱερομόναχος, πολύπειρος ἱεροκήρυκας, μοῦ εἶπε κάποτε: «Ὅ,τι ἔχει χρῆμα, δηλαδή γάμοι, βαφτίσια, μνημόσυνα, πάει καλά. Ἀντίθετα, ὅ,τι δέν ἔχει χρῆμα, δηλαδή κατηχητικό, ὁμιλίες, δραστηριότητες κ.λπ. εἶναι ὑποτονικό, ὑποβαθμισμένο, κακῆς ποιότητας ἤ δέν ὑπάρχει καθόλου.»
Εἶναι μικρό τό ποσοστό τῶν ἱερέων πού εἶναι ὄντως λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου, πού ἀγαποῦν τόν Χριστό καί τό ποίμνιό τους καί εἶναι ἕτοιμοι νά δώσουν καί τή ζωή τους ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους κατά τό πρότυπο καί τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί εἶναι πού σηκώνουν στήν πλάτη τους ὅλο τό βάρος καί εἶναι ὑπέρφορτωμένοι. Δέν μποροῦν νά τά προλάβουν ὅλα.
Μία ἄλλη αἰτία εἶναι ἡ παθητικότητα καί ἡ ἀδράνεια ἡμῶν τῶν λαϊκῶν χριστιανῶν. Δέν σηκωνόμαστε εὔκολα ἀπό τόν καναπέ, δέν δραστηριοποιούμαστε. Εἶναι βέβαια αὐτό πρόβλημα προσωπικότητας, πρόβλημα πίστης καί ζήλου ἀλλά εἶναι καί πρόβλημα «χριστιανικῆς» ἀνατροφῆς, διαπαιδαγώγησης καί νοοτροπίας πού ὑπάρχει μέσα στήν ἐνορία. Ἴσως σέ αὐτό νά φταίει καί ὁ «κληρικαλισμός»δηλαδή ἡ στραβή νοοτροπία πού ἔχουν ὁρισμένοι ἱερεῖς ἀλλά καί λαϊκοί. Θεωροῦν ὅτι μόνο οἱ κληρικοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτοί πρέπει νά ἐνδιαφέρονται γιά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί μόνο αὐτοί πρέπει νά ἀποφασίζουν γι’ αὐτά. Ἔτσι ὁδηγοῦν τούς λαϊκούς στό περιθώριο. Δέν τούς ἀφήνουν ἔδαφος νά πάρουν πρωτοβουλίες, νά ἔχουν λόγο γιά τά πράγματα τῆς ἐνορίας, τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα. Ὁ μόνος ρόλος πού ἐπιφυλάσσεται στόν λαϊκό ἐνορίτη εἶναι αὐτός τοῦ παθητικοῦ ἀκροατῆ τῶν ἀκολουθειῶν, τῶν κηρυγμάτων, τῶν ὁμιλιῶν. Ἔτσι ὅμως ἀποξενώνεται ψυχικά ὁ λαϊκός ἀπό τήν ἐνορία. Δέν τήν νοιώθει «σπίτι του» τό ὁποῖο τό πονάει, γιά τό ὁποῖο ἔχει λόγο… Ἄλλοι ἀποφασίζουν, ἄλλοι εἶναι ὑπεύθυνοι, ὁπότε αὐτός καλά θά κάνει νά ἀσχοληθεῖ μέ κάτι ἄλλο, «νά πάει σπίτι του» κατά τό κοινῶς λεγόμενο.
Αὐτό εἶναι μία παθογένεια, μία διαστρέβλωση τοῦ ὀρθόδοξου τρόπου ζωῆς, τῆς ὀρθόδοξης ἀντίληψης. Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι μαζί καί οἱ ἀρχιερεῖς, καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ λαϊκοί. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό κοινό μας σπίτι καί Ὅλοι ἔπρεπε νά ἔχουμε λόγο καί νά τό πονᾶμε. Παλιά ἦταν ἡ χριστιανική κοινότητα πού διάλεγε καί πρότεινε τά πρόσωπα, μέσα ἀπό τά σπλάχνα της πού θά γίνουν ἱερεῖς ἀλλά καί ἀρχιερεῖς. Ἔτσι ὑπῆρχε ἕνα ὀργανικό δέσιμο μέσα στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό.
Πόσο ἔχουν ἀλλάξει σήμερα τά πράγματα! Οἱ ἱερεῖς ἀλλά καί οἱ ἀρχιερεῖς διορίζονται!.. Ἀλλά παίρνουν καί μεταθέσεις… Κανονικοί ὑπάλληλοι δηλαδή πού ἔρχονται νά κάνουν τή δουλειά τους ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα καί νά φύγουν. Τί κρῖμα!
Σ’ ὅλη μου τή ζωή συνάντησα ἕναν φωτισμένο ἀρχιερέα πού εἶχε ἀντιληφθεῖ τό πρόβλημα καί προσπαθοῦσε μέ ἐπιτυχία νά τό λύσει. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί ἄλλοι. Μακάρι νά ὑπάρχουν καί ἄλλοι. Δέν ἔτυχε νά τούς γνωρίσω. Αὐτός λοιπόν ὁ ἀρχιερέας εἶχε βάλει στόχο του, σύνθημά του τό: «ΝΑ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΛΑΪΚΟΥΣ». Πράγματι, μέσα στό σῶμα τῶν λαϊκῶν ὑπάρχουν ἱκανότατοι καί εὐλαβέστατοι ἄνθρωποι, μέ πολλά προσόντα πού θά μποροῦσαν νά προσφέρουν πολλά στήν ἐνορία, στήν Ἐκκλησία… Ἀλλά εἶναι περιθωριοποιημένοι, παροπλισμένοι, «στά ἀζήτητα» ἀπό αὐτήν τή στραβή νοοτροπία τοῦ «κληρικαλισμοῦ». Γι’ αὐτό σ’ αὐτές τίς ἐνορίες ἡ ἐνοριακή ζωή εἶναι μίζερη, κακῆς ποιότητας ἕως ἀνύπαρκτη. Ἀντίθετα στή μητρόπολη αὐτοῦ τοῦ φωτισμένου ἀρχιερέα τά πράγματα ἦταν διαφορετικά. Πιό ζωντανά, πιό δραστήρια. Ὁ ἀρχιερέας εἶχε πολλούς λαϊκούς συνεργάτες καί διαρκῶς ἔδινε πρωτοβουλίες καί ὑπευθυνότητες καί ἐνθάρρυνε δράσεις. Πολλοί νέοι τόν πλαισιώνανε. Οἱ δραστηριότητές τους εἶχαν μία ποιότητα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Μακρυά ἀπό τή μιζέρια, τήν ἀνοργανωσιά, τό χάσιμο χρόνου.
Αυτή η Μητρόπολη θα μπορούσε να είναι το πρώτυπο για το πως πρέπει να αντιδράσουμε στις σημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Εκκλησία. Αν δεν αντιδράσουμε, αν δεν κάνουμε κάτι τότε είναι σίγουρο ότι θα συρικνωθούμε, θα χάσουμε την μάχη. Ο καθένας μας πρέπει να κάνει ότι μπορεί, αλλά να το κάνει, ότι περνάει απο το χέρι του για το καλό της Εκκλησίας που εξακολουθεί να μας τρέφει με τα μυστήριά της, σαν καλή μάννα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Οι καιροί είναι όντως δύσκολοι !! Ο μακαριστός άγιος γέροντας Παϊσιος έλεγε: « Ζούμε στον καιρό του Αντιχρίστου και δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι, κοιμόμαστε με τα τσαρούχια…» Όντως, αυτές οι νεοεποχήτικες οργανώσεις δεν είναι παρά οι πρόδρομοι του Αντιχρίστου που προετοιμάζουν το έδαφος για την παγκόσμια θρησκεία και την εμφάνισή του.
Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας. Πρακτικά τι μπορούμει να κάνουμε;…Ας δούμε. Θά ἦταν ἄδικο ὅμως νά μή σημειώσουμε τά καλά πού παρατηρήσαμε σέ κάποιες ἐνορίες. Μακάρι νά θελήσουν νά τα μιμηθοῦν καί πολλές ἄλλες ἐνορίες.
Νά μερικά ἐνδεικτικά:
1. Φύλαξη παιδιών πού λειτουργοῦσε μετά τήν κυριακάτικη λειτουργία καί κάποια ἀπογεύματα τήν ἑβδομάδα σέ κατάλληλα διαμορφωμένο χῶρο στό ἐνοριακό κέντρο. Τήν φύλαξη τήν ἀναλάμβαναν μέ μιά μικρή ἀμοιβή ἀνεργες κοπέλλες τῆς ἐνορίας πού εἶχαν τά κατάλληλα προσόντα. Ὅλοι ὠφελοῦνταν.
2. Χριστιανοί γυμναστές ἔκαναν ὁμάδες μπάσκετ, ποδοσφαίρου, στίβου καί γυμναστικῆς γιά τά παιδιά τῆς ἐνορίας. Ὑπῆρχε ποιότητα, σοβαρότητα καί συνέπεια. Δέν αἰσθανόσουν ὅτι χάνεις τό χρόνο σου. Τό ἀνθρώπινο περιβάλλον ἦταν προσεγμένο, χωρίς βρισιές καί ἀλητεῖες πού χαρακτηρίζουν ἀρκετές φορές τά γυμναστήρια.
3. Μαθήματα ἁγιογραφίας, μουσικῶν ὀργάνων καί βυζαντινῆς μουσικῆς. Τό κρίσιμο σημεῖο στά ἀνωτέρω εἶναι ἡ διάρκεια καί ἡ ποιότητα.
4. Σέ κάποιες ἐνορίες ὀργάνωναν κοινά γεύματα κάθε τόσο, συνήθως τήν Κυριακή γιά νά γνωριστοῦν οἱ ἐνορίτες μεταξύ τους. Ἀλλοῦ ἔφερναν τά φαγητά ἀπό τό σπίτι, ἀλλοῦ ἑτοίμαζαν καί προσέφεραν κοινή τράπεζα.
5. Κατασκηνώσεις γιά μεγάλους, γιά οἰκογένειες, ὅπου μίσθωναν κάποιο μάγειρα νά μαγειρεύει γιά νά μένει χρόνος γιά μελέτη, ξεκούραση, περίπατο, ὁμιλίες, συνομιλίες καί κοινή προσευχή. Έτσι δένονται οι ενορίτες μεταξύ τους.
Αὐτό πού δέν εἶδα πουθενά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς νοερᾶς προσευχῆς στους λαϊκους, στους οικογενειάρχες, στους νέους, πού μπορεῖ νά συνδιαστεῖ με μιά ολιγοήμερη οικογενειακή κατασκήνωση. Γιατί να μην προβάλουμε, γιατί να μην καλλιεργούμε τους θησαυρούς που κρύβει στα σπλάχνα της η παράδοσή μας; Αυτοί γιατί μπορούν και διδάσκουν και διαδίδουν την πλάνη του διαλογισμού, που ήταν άγνωστη στην πατρίδα μας πριν λίγα χρόνια, και εμείς δεν μπορούμε να διδάξουμε την νοερά προσευχή που έχει χιλιόχρονες ρίζες στον τόπο μας; Τι συμβαίνει με εμάς τους νεοέλληνες;…