Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Άγιος Νεομάρτυρας Δημήτριος ο εκ Συλήμνου (+1841)

$
0
0
Εορτάζει στις 31 Ιανουαρίου εκάστου έτους.
Ο Νεομάρτυρας Δημήτριος γεννήθηκε στην πόλη Σλίβεν (Συλήμνο ή Σιλίβνο) της Βουλγαρίας, στις 9 Οκτωβρίου το 1818, σε φτωχή, αλλά ευλαβή οικογένεια. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωάννης και μητέρα του Κόμνα και το παιδί τους ήταν η ευλογία του Θεού και η απάντηση στις παρακλήσεις τους να τεκνοποιήσουν. Ήταν ψηλό και όμορφο παλικάρι, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Παρόλα αυτά και λόγω των συχνών επισκέψεων του στην Εκκλησία, είχε την ικανότητα να απομνημονεύει εκκλησιαστικές ψαλμωδίες και να τις ψάλει εξαιρετικά όμορφα. 
Μετά τον θάνατο των γονιών του ο Δημήτριος έμεινε άστεγος, επειδή η παλιά του πατρική κατοικία κατέρρευσε και γείτονες Τούρκοι κατέλαβαν το οικόπεδο. Έτσι αναγκάστηκε να γίνει υπηρέτης ενός Τούρκου, ο οποίος μέσω των γιων του επιχείρησε να τον κάνει Μουσουλμάνο.
Η οικογένεια προσπά- θησε να τον μετατρέψει στη θρησκεία της, αλλά ο Δημήτριος αντιστάθηκε σε αυτές τις προσπάθειες, απαντώντας στις προσκλήσεις τους να ασπαστεί το Ισλάμ: «Η Ορθόδοξος Χριστιανική θρησκεία μας, μας δόθηκε από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό που είναι Θεός, ενώ η δική σας - που σας την έδωσε ο Μωάμεθ - είναι από έναν απλό άνθρωπο». Ενοχλημένο το αφεντικό του που δεν τα κατάφερε να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει, τον έδιωξε χωρίς να τον πληρώσει για τις υπηρεσίες του. 
Στην αναζήτηση εργασίας για να ζήσει, ο Δημήτριος εργάστηκε σε ένα φούρνο και εκεί όμως δεν έπαυε - όταν του δινόταν η ευκαιρία - να μιλά με αγάπη για την Χριστιανική Πίστη και ταυτόχρονα να επισημαίνει τις ελλείψεις του Ισλάμ. Φυσικά, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή των Μουσουλμάνων, οι οποίοι και άρχισαν να σχεδιάζουν την εκδίκησή τους. Και βρήκαν την ευκαιρία, όταν σε κάποια στιγμή επισκέφθηκε την πόλη ένας Τούρκος Καδής (Δικαστής) από την Ανδριανούπολη, ο οποίος σύμφωνα με την Οθωμανική νομοθεσία ασκούσε τη δικαστική εξουσία και την διοίκηση στην περιοχή. Με την ευκαιρία της επισκέψεως του Καδή οι Τούρκοι Μπέηδες και Αγάδες, θέλησαν να παραθέσουν προς τιμήν του ένα επίσημο γεύμα. Επέλεξαν – λοιπόν - επίτηδες τον Δημήτριο να βοηθήσει στο τραπέζι αυτό, σερβίροντας τα πλούσια φαγητά και τα κρασιά και έχοντας υπόψη τους την προκλητική γι’ αυτούς συμπεριφορά και τα λόγια του, θεώρησαν πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να τον τιμωρήσουν. 
Μετά το τέλος του γεύματος ο Καδής πρόσφερε στο Δημήτριο να δοκιμάσει καπνό και οινοπνευματώδη ποτά, αλλά αυτός απάντησε πως ούτε κάπνιζε, ούτε και έπινε. Όταν τέλειωσε την υπηρεσία του και προσπάθησε να φύγει, ο Καδής του είπε: «Έλα να σε κάνω σαν και εμάς Μουσουλμάνο. Καταλαβαίνεις τι καλή ζωή που έχουμε; Εάν αλλαξοπιστήσεις θα σε παντρέψω και θα σου δώσω πολλά πλούτη». Τότε ο Δημήτριος απάντησε ειρωνικά: ’’Σίγουρα !’’ Ακούγοντας αυτό ένας από τους παριστάμενους Μουσουλμάνους, έβγαλε το σαρίκι από το κεφάλι του και προσπάθησε να το φορέσει στο Δημήτριο, σαν δείγμα αλλαγής πίστεως. 
Αμέσως τότε ο Δημήτριος πέταξε κάτω το σαρίκι και έφυγε τρέχοντας από το  σπίτι. Έτρεξαν ξοπίσω του να τον προλάβουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, o Δημήτριος είχε κρυφτεί σε ένα στάβλο, στο χωριό Ichera, περίπου 20 μίλια από το Σλίβεν, όπου πέρασε τρεις ημέρες κρυμμένος, χωρίς τροφή και νερό. Όμως μπήκε ο ιδιοκτήτης του αχυρώνα και όταν έμαθε τι είχε συμβεί, του έδωσε χρήματα, υποδήματα και ψωμί και τον έστειλε βόρεια για να σωθεί, γιατί τον αναζητούσαν και ο τόπος δεν ήταν ασφαλής για αυτόν. Για να σωθεί – λοιπόν - πήγε στο μακρινό Ρούσε, όπου και βρήκε ψυχική και υλική υποστήριξη από τον ντόπιο Επίσκοπο του Τσερβέν. Αυτός έπεισε τον Δημήτριο να επιστρέψει στην πόλη καταγωγής του και εκεί να μαρτυρήσει για τον Χριστό. 

Πράγματι ο νεαρός, οπλισμένος με την ευχή του Επισκόπου, επέστρεψε στην πόλη του Σλίβεν και οικειοθελώς παραδόθηκε σε αυτούς που τον αναζητούσαν, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν στη φυλακή. Εκεί ζήτησε να τον επισκεφθεί ένας Ιερομόναχος που βρισκόταν στο Σλίβεν με το όνομα Στέφανος, αλλά δεν του το επέτρεψαν. 
Όταν ο Ιερέας έμαθε πως ο νέος ήταν έγκλειστος στη φυλακή, προσπάθησε μάταια να τον απελευθερώσει, γνωρίζοντας τι θα ακολουθούσε. Λίγες μέρες μετά, ο Δημήτριος οδηγήθηκε μπροστά στον Καδή, ο οποίος για μια ακόμη φορά τον παρότρυνε να αρνηθεί την Χριστιανική πίστη του και να ασπαστεί το Ισλάμ, λαμβάνοντας για μια ακόμη φορά την άρνηση του Δημητρίου.

Μετά την άρνηση του νέου, τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν απάνθρωπα (τον χτύπησαν με κλαδιά κυδωνιάς, τον άφησαν γυμνό στο χώμα και του έβαλαν στην κοιλιά τέσσερεις μυλόπετρες, με τις οποίες άλεθαν το σιτάρι, κάρφωσαν αγκάθια κάτω από τα νύχια του και άλλα). Έτσι ο Βούλγαρος νέος βασανίστηκε για έναν ολόκληρο χρόνο. 

Μετά την παρέλευση του χρόνου, με συνεχιζόμενους τους βασανισμούς, οδηγήθηκε ξανά στο Δικαστή για να ερωτηθεί αν είχε αλλάξει γνώμη. Η πεισματική εμμονή του Δημητρίου στην αγάπη του για τον Χριστό, αλλά και η προσπάθεια του να αποδείξει πως το Ισλάμ είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, έκαναν τον Δικαστή να πάρει απόφαση να τον εκτελέσει. 
Έπρεπε όμως η απόφαση να επικυρωθεί από την Υψηλή Πύλη, κάτι που έγινε μετά από τρεις μήνες - στις 28 Γενάρη του 1841 – όταν από την Κωνσταντινούπολη έφτασε επιβεβαίωση της ποινής, στην οποία προστέθηκε η ακόλουθη υποσημείωση: "Να ερωτηθεί για μια τελευταία φορά, εάν επιθυμεί να προσκυνήσει στο τέμενος ή την εκκλησία. Κι αν σας απαντήσει το τελευταίο, τότε η ποινή πρέπει να εκτελεστεί!"Του ανέγνωσαν την καταδικαστική απόφαση στην Τουρκική και στη Βουλγαρική γλώσσα και για μια φορά ακόμα ο Δημήτριος ομολόγησε τον Χριστό λέγοντας: "Πάμε στην εκκλησία, όπου θα λατρεύσω και θα προσευχηθώ στον Χριστό και την Παναγία να πάρουν την ψυχή μου". Οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή μέχρι την εκτέλεση της απόφασης, δύο ημέρες αργότερα. Προηγουμένως επέτρεψαν στον Ιερομόναχο Στέφανο να τον επισκεφθεί στην φυλακή και να τον κοινωνήση. 
Στις 30 Ιανουαρίου του 1841 έβγαλαν τον Μάρτυρα από την φυλακή και τον οδήγησαν στον τόπο εκτέλεσης του, μπροστά από ένα φούρνο. Στην πορεία προς τον τόπο της εκτέλεσής του ο Δημήτριος ζητούσε συγχώρεση από τους Χριστιανούς. Μόλις έφθασαν στον καθορισμένο τόπο της εκτέλεσης, ο δήμιος του είπε να γονατίσει και με το σπαθί χτύπησε μια φορά δυνατά το λαιμό του Μάρτυρα, χωρίς να καταφέρει να αποκόψει τελείως το κεφάλι του, ενώ ο Δημήτριος συνέχιζε να είναι γονατισμένος. Ξανασήκωσε δεύτερη φορά στο σπαθί ο δήμιος και ξανακτύπησε με δύναμη. Αυτή την φορά κόπηκε το κεφάλι, χωρίς να αποχωρισθεί τελείως από το σώμα, αλλά ο Μάρτυρας έπεσε κάτω. Με την τρίτη προσπάθεια του δημίου, κόπηκε η τιμία κάρα του Νεομάρτυρος Αγίου Δημητρίου και έτσι θανατώθηκε γιά την αγάπη του Χριστού, σε ηλικία 22 ετών, την 30η Ιανουαρίου 1841. 
Αμέσως έπεσαν πάνω του οι Χριστιανοί που παρακολουθούσαν έντρομοι το μαρτύριό του και σφούγγιζαν το αίμα του με μαντήλια, για να το κρατήσουν σαν ευλογία. Οι Τούρκοι απομάκρυναν βίαια τους πιστούς και άφησαν το σώμα άταφο μέχρι το βράδυ, ώσπου ο Δικαστής έδωσε εντολή να το πετάξουν στον παρακείμενο ποταμό Tunja, γιατί σύμφωνα με το Κοράνιο η γη δεν μπορούσε να δεχτεί στα σπλάχνα της σώμα απίστου. 
Ωστόσο επιφανείς Χριστιανοί του Σλίβεν εξαγόρασαν το σώμα του Μάρτυρα και το έθαψαν με τις τιμές που του άρμοζαν, στον περίβολο ενός μοναστηριού που υπήρχε εκεί και ήταν μετόχιο της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται την 31ην Ιανουαρίου.
Πηγή: «Οι Νεομάρτυρες της Βουλγαρίας», Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Θωμά Ανδρέου Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως. 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Trending Articles