σν΄.
Ἦρθε παλαιὰ στῶν Ἰβήρων, ἕνας νέος ἄνθρωπος γιὰ μοναχός. Ἦταν 35 ἐτῶν. Αὐτὸς εἶχε πάει στὴν Ἀμερικὴ 18 ἐτῶν καὶ σὰν παιδὶ ποὺ ἦταν, βρῆκε ἐλευθερία καὶ λεφτά· ἔτσι, ὅλη τὴν νύχτα γλεντοῦσε. Ὅσα λεφτὰ ἔβγαζε, τὰ σπαταλοῦσε στὶς γυναῖκες.
Ὅταν ὅμως ἔγινε 35 χρονῶν, ἀπογοητεύτηκε καὶ σκέφτηκε: «Τί κάνω; Μία τέτοια ζωὴ ποὺ ζῶ ἐγὼ τὴν ζῆ καὶ ἕνα κτῆνος. Θὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνω μοναχός». Πράγματι ἦρθε καὶ ἔγινε μοναχὸς στῶν Ἰβήρων. Καὶ δεδομένου ὅτι εἶχε ζήσει τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν εἶχε βαρεθῆ, δόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ καρποφόρησε. Ἔκανε μεγάλη ἄσκηση, ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ ἀπέκτησε καὶ πνευματικὴ κατάσταση.
Μία μέρα ὁ παπα-Θανάσης ἀπεφάσισε νὰ τὸν δοκιμάσει. Ἦταν βέβαια ἄνθρωπος μὲ πραγματικὴ πνευματικὴ ζωή. Σκέφτηκε: «Νὰ δῶ ἂν ὁ λογισμός του ἀλλοιώνεται καθόλου ἢ εἶναι ἀπαθής». Τοῦ λέει: «Ῥὲ βλάκα, τί ἔκανες;». «Τί ἔκανα;». «Τὸ σκέφτηκες καλὰ αὐτὸ ποὺ ἔκανες; Ἦσουν στὴν Ἀμερικὴ μὲ τὴν καλοπέρασή σου καὶ ἦρθες στὸ Ἅγιον Ὄρος; Τί νὰ κάνεις; Μόλις πᾶς νὰ κοιμηθῆς ντὰν-ντὰν οἱ καμπάνες, ἄντε τότε νὰ κάτσεις ὅλη τὴν νύχτα στὴν ἐκκλησία, ἐνῶ ἐκεῖ περνοῦσες τὴν νύχτας μὲ συντροφιὰ νέες κοπέλες. Ἐδῶ μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἡμέρας σὲ περιμένει ἕνα πιάτο ἀλάδωτα ῥεβύθια, ἐνῶ ἐκεὶ εἶχες τὸ κρεατάκι σου μὲ τὶς μπυρίτσες σου. Τὸ σκέφτηκες βρὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανες καλά;». Στὴν ἀρχὴ αὐτὸς ἔλεγε ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι τὸ καλύτερο ἀπὸ ὅλα. Μετὰ κάθησε καὶ τὸν κοιτοῦσε· στὸ τέλος κατέβασε τὸ κεφάλι του καὶ κοιτοῦσε τὴν γῆ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἄφησε. Ὅταν πέρασαν δύο-τρεῖς ὧρες, ὁ παπα-Θανάσης εἶπε: «Ἂς πάω νὰ δῶ τί κάνει». Ἤθελε νὰ δῆ, ἂν μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια μοναχικὴ ζωή, εἶναι εὐμετάβλητος ὁ ἄνθρωπος. Πῆγε στὸ κελλί του καὶ τὶ νὰ δῆ! Ἑτοίμαζε τὶς βαλίτσες του γιὰ νὰ φύγει. «Τί κάνεις βρε;», τὸν ῥώτησε. «Νά, ἀπεφάσισα νὰ γυρίσω στὴν Ἀμερική. Ἐγὼ δὲν ἤμουν γιὰ μοναχὸς καὶ ἔκανα λάθος ποὺ ἦρθα στὸ Μοναστήρι», τοῦ ἀπαντᾶ συνοφρυωμένος. «Βρὲ μποῦφο, ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ κάνω ἕνα ἀστεῖο, νὰ δῶ ἂν μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια στὸ Μοναστήρι μεταβάλλεσαι καθόλου. Καὶ ἐσύ, μὲ δύο λόγια ποὺ σοῦ εἶπα, ἀπογοητεύτηκες καὶ σηκώνεσαι νὰ πᾶς νὰ βρῆς τὶς φιλενάδες σου στὴν Ἀμερική; Κοίταξε νὰ μετανοήσεις γιὰ αὐτὸ ποὺ ἔπαθες κακομοίρη μου». Τοῦ εἶπε καὶ ἄλλα καὶ μεταμελήθηκε ὁ μοναχὸς αὐτός, διότι ἀπελπίστηκε πρὸς στιγμὴν καὶ θέλησε νὰ φύγει. Μετά, ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του μετανοοῦσε γιὰ αὐτὸ τὸ γεγονός.
***
σνα΄.
Ἦταν παλαιά, ἕνας μοναχὸς στὴν Προβάτα, τὰ πέταξε καὶ παντρεύτηκε στὴν Θάσο. Μετὰ ἀπὸ χρόνια δουλειά, ἀπέκτησε ἕνα καράβι. Πῆγε λοιπὸν καὶ τὸ φόρτωσε στὸ Βατοπέδι ξύλα. Φεύγοντας, ὅταν ἔφθασε στὴν Προβάτα, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἄνοιξε ἡ θάλασσα καὶ κατάπιε τὸ καράβι. Εὐτυχῶς σώθηκε αὐτὸς καὶ τὰ δύο του παιδιά. Τότε συντρίφτηκε, κατάλαβε τὴν αἰτία τῆς καταστροφῆς καὶ πῆγε σὲ ἕναν Πνευματικὸ στοῦ Ἐσφιγμένου. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ εἶπε:«Πήγαινε νὰ τακτοποιήσεις τὰ παιδιά σου πρῶτα καὶ μετὰ ἔλα νὰ δοῦμε». Εἶχε βλέπεις τέσσερα παιδιά, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ δύο μικρὰ κορίτσια, καὶ ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς «ὁ μετανιωμένος». Καὶ εἶχε δύο παιδιά, τὰ γνώρισα καὶ ἐγώ, πά, πά, πά, σκέτοι πειρασμοί.
***
σνβ΄.
Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ δαιμονίστηκε ἀπὸ κάποια αἰτία καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα γύριχε πέρα-δῶθε. Δὲν τὸν ἄφηναν οἱ δαίμονες οὔτε γιὰ μία στιγμὴ νὰ ἡσυχάσει. «Δὲν αὐτοκτονεῖς τώρα, νὰ ἡσυχάσεις καὶ ἐσύ, νὰ ξεμπλέξουμε καὶ ἐμεῖς μαζί σου; Ἀφοῦ ἔτσι καὶ ἀλλοιῶς δικός μας εἶσαι», τοῦ λέγανε. Δύο φορὲς πῆγε νὰ αὐτοκτονήσει, ἀλλὰ ἕνα Εὐαγγέλιο ποὺ εἶχε στὴν τσέπη του τὴν ὥρα ποῦ αὐτὸς ἔπεφτε, ἔβγαζε μία φλόγα καὶ τὸν τίναζε πίσω. Ἀλλὰ ὕστερα ἐπιχείρησε πάλι νὰ αὐτοκτονήσει καὶ τὸν βρῆκαν νεκρὸ στὰ βράχια τῆς θάλασσας.
***
σνγ΄.
Τὸν π. Πορφύριο τὸν ἔχω δεῖ δύο-τρεῖς φορές. Σὲ πολλούς, περιέγραψε τὸ σπίτι καὶ τὸ χωριό τους. Σὲ ἄλλους ἀπεκάλυψε ποῦ ὑπάρχει νερό, καὶ ἔσκαψαν καὶ τὸ βρῆκαν. Σὲ ἕναν μὲ τρία πτυχία, τοῦ εἶπε ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε καὶ τὸν βοήθησε πολύ, ἐνῶ ἄλλοι Πνευματικοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βοηθήσουν. Κάποτε, περνώντας ἀπὸ ἕνα μέρος, ὅπου ἔσκαβε μία μπουλντόζα, εἶπε: «Προσέξτε, μέσα στὸ χῶμα εἶναι ἕνας Σταυρός. Προσέξτε νὰ μὴν τὸν σπάσετε».
***
σνδ΄.
Ὅταν γίνονταν προστάσεις στὸν παπα-Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη νὰ γίνει Ἡγούμενος τῆς Λαύρας, ὁ π. Παΐσιος εἶπε σὲ κάποιον: «Ὁ π. Ἐφραὶμ εἶναι ὄντως ἕνας μεγάλος πνευματικὸς πλοῦτος. Εἶναι ἕνα μεγάλο πνευματικὸ ἀνάστημα στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἀσχολεῖται μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ ὠφελεῖ πολλὲς ψυχές. Φοβοῦμαι ὅ,τι, ἂν γίνει Ἡγούμενος, μὲ τὶς πολλὲς μέριμνες καὶ τὶς συνεχεῖς ὑλικὲς ἀσχολίες, θὰ χάσει πολύ. Ὅμως δὲν τὸ λέω σὲ ἄλλους, γιατὶ θὰ μὲ παρεξηγήσουν. Θὰ νομίσουν ὅτι δὲν θέλω νὰ γίνει Ἡγούμενος». Σὲ γνωστὸ τοῦ παπα-Ἐφραίμ, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸν π. Παΐσιο, τοῦ εἶπε:«Νὰ πῆς στὸν παπα-Ἐφραὶμ ὅτι δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει Ἡγούμενος». Καὶ ὅταν πῆρε τὸ μήνυμα ὁ παπα-Ἐφραίμ, ἀπάντησε:«Εὐχαριστῶ τὸν γερω-Παΐσιο. Καὶ ἐγὼ ξέρω ὅτι δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ γίνω Ἡγούμενος».
***
σνε΄.
Ἦταν κάποτε ἕνας μοναχὸς Κρητικὸς στοῦ Φιλοθέου. Ὁ ακημένος σὰν λαϊκὸς εἶχε κάψει ἕναν Τοῦρκο στὸν φοῦρνο. Ἔγινε μοναχὸς μετά, ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, καὶ συνέχεια παρακαλοῦσε τὸν Θεό. Ζητοῦσε νὰ τὸν κάψει. Παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε συγχωρεθῆ ἡ ἁμαρτία του, αὐτὸς ἀπὸ πνευματικὴ ἀρχοντιὰ ζητοῦσε νὰ τὸν κάψει καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔκανε τὸ χατίρι. Μία στιγμή, στὸ Μοναστήρι, βλέπουμε καπνό. Ἔτρεξαν οἱ κοσμικοί, ἔτρεξα καὶ ἐγὼ νὰ ἑτοιμάσω δοχεῖα, γιατὶ ἤμουν ἀποθηκάριος, εἶχα διακόνημα. Φαίνεται, καθόταν ὁ καημένος στὴν φωτιὰ καὶ ἠ καστανιὰ πέταξε σκαντζαλῆθρες καὶ πῆρε φωτιά. Δὲν μπόρεσε νὰ τὴν σβήσει. Πῆγε νὰ βγῆ ἔξω, ἀλλὰ τὸν ἔπνιξε ὁ καπνός, καὶ ἔπεσε κάτω. Εἶχε γίνει σὰν τὸ ψητὸ ἀρνάκι. Τὸν ἄκουσε ὁ Θεός, γιατὶ συνέχεια παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν κάψει καὶ ὁ Θεὸς τὰ οἰκονόμησε.
***
σνστ΄.
Ἕνας Γέροντας, σὲ κάποιο Κελλί, βγῆκε ἄλυωτος, γιατὶ τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, ἔστελνε τὰ καλογέρια του γιὰ ψάρεμα.
***
σνζ΄.
Ἔκανα τὴν ἐκταφὴ κάποιου Γέροντα Ῥουμᾶνου καὶ μόλις πῆγα νὰ πιάσω τὴν κάρα, εἶδα ὅτι ἦταν ἄλυωτος. Φώναξα ἕναν Γέροντα καὶ εἶπε νὰ τὸν θάψουμε πιὸ δίπλα. Προσπαθοῦσαμε νὰ βροῦμε τὰ αἴτια. Ὁπότε βρήκαμε στὰ βιβλία του ἕνα βιβλίο ἀπὸ τὴν Σκήτη τοῦ Προδρόμου, ποὺ εἶχε ἀφορισμὸ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τὸν πάρει. Τὸ ἐπέστρεψα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔλυωσε τὸ σῶμα.
***
σνη΄.
Ὅταν δὲν δικαιώνεις τὸν ἑαυτό σου, τότε δέχεσαι ὅλη τὴν χαρὰ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ ὅταν θέλεις νὰ τὸν δικαιώνεις, δὲν βρίσκεις ἀνάπαυση.
***
σνθ΄.
Πῶς θὰ διδάξουμε τὴν ἀποταγὴ στοὺς μοναχούς, ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε σχέσεις μὲ τοὺς συγγενεῖς; Μόνο μὲ τὰ λόγια.
***
σξ΄.
Μία νύχτα, ὅταν ἤμουνα στὸ Στόμιο, ἦρθαν οἱ πειρασμοὶ καὶ ξεσκέπασαν τὸ κελλί μου. Σὲ μία στιγμή, εἶδα ξέσκεπο τὸ κελλί μου.
***
σξα΄.
Οἱ Ἁγιογράφοι πρέπει νὰ ἔχουν μία ἐλευθερία καὶ ὄχι νὰ φοβοῦνται μήπως παραβοῦν κανένα κανονισμό. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι τὸ ἴδιο, ἂς ὑποθέσουμε. Νὰ μὴν κάνουν τὶς εἰκόνες σὰν κοῦκλες, ἀλλὰ νὰ ἀποδίδουν μὲ ἰδιαίτερη ἔκφραση τὸν κάθε Ἅγιο.
***
σξβ΄.
Μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε στοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ χρειάζεται ἁπλότητα. Νὰ τοὺς μιλᾶμε ἁπλά. Τοὺς Ἁγίους τοὺς φωνάζεις καὶ ἔρχονται.
***
σξγ΄.
Καλύτερα νὰ μετανιώσει μία φορὰ ὁ μοναχὸς ποὺ πῆρε τὸ πτυχίο του, παρὰ 100 φορὲς ποὺ δὲν τὸ πῆρε.
***
σξδ΄.
Νὰ κάνετε ἕναν ὑπολογισμὸ ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις σας σὲ κάποιον Γέροντα, καὶ ἂν ὠφελῆστε, νὰ συνεχίσετε, ἂν ὄχι νὰ τὶς σταματήσετε. Τὸ ἴδιο νὰ κάνετε καὶ σὲ μένα.
***
σξε΄.
Ἀκόμα καὶ οἱ προχωρημένοι πνευματικά, ὠφελοῦνται ὅταν κόβουν τὸ θέλημά τους.
***
σξστ΄.
Κόλαση εἶναι νὰ εἶσαι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Κόλαση γιὰ τὸ παιδάκι εἶναι νὰ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν μάνα του.
***
σξζ΄.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι πολὺ εὔκολη, ὅπως ἔχω καταλάβει.
***
σξη΄.
Οἱ παλαιοὶ μοναχοὶ εἶχαν ἁπλότητα, οἱ σύγχρονοι ἔχουν λογικὴ καὶ δὲν πιστεύουν τόσο στὰ θαύματα.
***
σξθ΄.
Μοὔλεγε ἕνας κοσμικός: «Ἐσεῖς οἱ καλόγεροι, οὔτε παιδιὰ κάνετε οὔτε τίποτε». Καὶ τοῦ λέω: «Εὐλογημένε, πόσα παιδιὰ μπορεῖς νὰ κάνεις ἐσύ; Δέκα, ἂς εἶναι εἴκοσι, ἂς εἶναι τριάντα. Ὁ καλόγερος μπορεῖ νὰ κάνει 500 καὶ 5.000. Ἀκόμα, προσεύχεται γιὰ τὰ δικά σου παιδιά, καὶ γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κάνουν παιδιὰ ὅσα ἀνδρόγυνα δυσκολεύονται, νά, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος».
***
σο΄.
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀποῤῥοφημένοι ἀπὸ τὰ γήϊνα ποὺ δὲν αἰσθάνονται καθόλου τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
***
σοα΄.
Πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀναγνώριση. Ἡ ἀναγνώριση ἀναπληρώνει πολλὴ ἄσκηση. Ἕνας ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄσκηση, τὸ ἀναγνωρίζει. «Χρωστάω, νὰ μὲ συγχωρέσεις, δὲν μπορῶ νὰ κάνω»,λέει στὸν Χριστό. «Δὲν πειράζει, μὴν στενοχωριέσαι», τοῦ λέει ὁ Χριστός.
***
σοβ΄.
Τὰ ὄνειρα, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, νὰ μὴν τὰ δίνουμε σημασία. Καὶ ἂν εἶναι κάτι ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν εἶναι ὄτι θὰ τὸ χάσουμε ἀπὸ τὴν περιφρόνηση. Ἴσα-ἴσα συγκινεῖται ὁ Θεὸς καὶ θὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψει μὲ ἄλλο καὶ μὲ ἄλλο τρόπο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε.
***
σογ΄.
Ἂν κάποιος παρασυρθῆ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἔχει καλὴ διάθεση, δὲν θὰ ἀναπαυθῆ ἐκεῖ. Ἂν ὅμως ἕνας ἔχει παρασυρθῆ ἀπὸ ἐγωϊσμὸ καὶ μένει στὴν πλάνη, αὐτὸν νὰ τὸν κλαῖς.
***
σοδ΄.
Ὁ κομμουνισμός, ἤθελε νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους ὅλους ἴδιους. Αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀδικία καὶ ἀνισότητα, γιατὶ ἄλλος εἶναι ψηλότερος καὶ βαρύτερος καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ περισσότερο φαγητό.
***
σοε΄.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ δίνει τὴν ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπό του, καὶ ὅση ἀγάπη ἀπομένει νὰ τὴν διαθέτει γιὰ τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα. Αὐτοὶ οἱ οἰκολόγοι-φιλόζωοι φαίνεται ὅτι ἔχουν τόση ἀγάπη μόνο, ὅση εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀπομένει ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ γι’ αὐτὸ ἀγαποῦν μόνο τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, ὄχι τὸν Θεό, καὶ τὴν εἰκόνα του, τὸν ἄνθρωπο.
***
σοστ΄.
Ἀνδρισμὸς εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς παλληκαριὰ μέσα του. Ὅσοι ἀναδείχθηκαν μεγάλοι, εἶχαν μεγάλη καρδιά, ἦταν παλληκάρια. Ἀνδρισμὸς εἶναι νὰ δίνεσαι ὁλόκληρος μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἂν σοῦ πῆ μία κουβέντα ὁ ἄλλος, δὲν πειράζει. Νὰ σκεφτῆς: «Ἐγὼ πόσες φορὲς ἔσφαλα;». Εἶναι παλληκαριὰ νὰ σηκώνεις ὅτι σοῦ λένε. Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀνδρισμό, ἔχει καὶ ἀγάπη καὶ ὁ Θεὸς τὸ ὑπολογίζει. Ὁ ἀνδρισμὸς δὲν εἶναι βαρβαρότητα ἀλλὰ λεβεντιά. Λεβεντιὰ καὶ ὄχι κακομοιριά.
***
σοζ΄.
Ὅταν κανεὶς ἔχει παλληκαρίσια ψυχή, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν ἀσχοληθῆ, θὰ προκόψει. Ἂν γίνει στρατιωτικός, θὰ ἐξελιχθῆ σὲ μεγάλο στρατηλάτη· ἂν παντρευτῆ, θὰ γίνει καλὸς οἰκογενειάρχης· ἂν γίνει ληστής, θὰ ἐξελιχθῆ σὲ μεγάλο λήσταρχο· καὶ ἂν ζήσει πνευματικά, θὰ γίνει Ἅγιος.
***
σοη΄.
Ὅταν προσεύχεται κάποιος καρδιακά, αἰσθάνεται πρῶτα ἕνα ζέσταμα στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς καὶ ἐν συνεχείᾳ αὐτὸ τὸ ζέσταμα ἁπλώνεται σὲ ὅλο τὸ σῶμα.
***
σοθ΄.
Οἱ Αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου προσέφεραν μεγάλο ἔργο πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ νὰ κτίσουν τόσα Μοναστήρια, γιατὶ στὰ Μοναστήρια εὕρισκαν οἱ ἄνθρωποι τροφὴ πνευματικὴ καὶ ὑλική.
***
σπ΄.
Ὁ Θεὸς θέλει πρὸ πάντων ἐμεῖς νὰ εἴμαστε χαρούμενοι ἐσωτερικὰ καὶ ἀναπαυμένοι. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τύραννος γιὰ νὰ μᾶς πιέζει, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους.
***
σπα΄.
Νὰ μὴν ἀναφέρουμε καθόλου τὸ ὄνομα τοῦ πειρασμοῦ. Σὲ ἕναν Γέροντα ἑκατὸ χρονῶν ἐμφανίστηκε ὁ διάβολος γιὰ ψύλλου πήδημα, γιατὶ εἶπε: «Βρὲ τὸν πειρασμό», καὶ τὸν ῥώτησε ὁ πειρασμός: «Τί θέλεις;» καὶ ἔπαθε σόκ.
***
σπβ΄.
Κατὰ τὴν γνώμη μου μία βασικὴ διαφορὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ἔχουμε μὲ τοὺς Καθολικούς, εἶναι ὁ ὀρθολογισμός τους.
***
σπγ΄.
Νὰ μὴν φεύγει ὁ πειρασμὸς εὔκολα ἀπὸ τὸν τόπο τῆς διαμονῆς του, ὅταν ἔχει πειρασμούς, ἀλλὰ νὰ ἐξαντλήσει πρῶτα ὅλα τὰ περιθώρια τῆς ὑπομονῆς του.
***
σπδ΄.
Ὁ διάβολος εἶναι μεγάλος τεχνίτης. Τὸν καθένα κάπου προσπαθεῖ νὰ τὸν πιάσει. Ὁ λογισμὸς εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πρᾶγμα.
***
σπε΄.
Τὸ ἐργόχειρο τοῦ σατανᾶ εἶναι νὰ βάζει συνεχῶς κακοὺς λογισμούς.
***
σπστ΄.
Τὴν νοστιμιὰ ὀφείλω νὰ τὴν πολεμήσω ἢ νὰ μὴν τὴν δημιουργῶ. Νὰ τρώω ὅσο δὲν βλάπτομαι, γιατὶ ἔχω μία μικρὴ ἀδυναμία. Νὰ κοιμᾶμαι ἂν δὲν μπορῶ, καὶ ἑπτὰ ὧρες. Ἀλλὰ γενικά, νὰ μὴν βάζω τὸν ἑαυτό μου σὲ καλούπια. Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ ἔχω δυνάμεις καὶ τραβῶ περισσότερο, ἄλλοτε κάτι μὲ πείραξε καὶ πρέπει νὰ ὑποχωρήσω λίγο.
***
σπζ΄.
Μυαλὸ ἔχουμε, νοῦς μᾶς χρειάζεται.
***
σπη΄.
Στὴν ἀρχὴ κυριαρχοῦν οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ σιγὰ-σιγὰ αὐξάνονται οἱ καλοὶ καὶ παύουν οἱ κακοί. Ἀλλὰ καὶ οἱ καλοὶ δὲν εἶναι παρὰ ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις. Τὸ καλὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ Χάρις νὰ κατοικήσει, εἶναι νὰ ἐπέλθει ἕνα ἄδειασμα στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ λογισμούς, ὄχι βέβαια ὅπως μὲ τὰ ψυχοφάρμακα ποὺ ἀῤῥωσταίνουν καὶ ἀδρανοποιοῦν τὴν φυσικὴ δύναμη τῆς σκέψεως, τοῦ νοῦ.
***
σπθ΄.
Ὅταν λὲς τὴν εὐχὴ δὲν θὰ σκέφτεσαι τίποτε, δὲν θὰ δέχεσαι κανέναν λογισμό, οὔτε κακὸ οὔτε καλό, οὔτε νὰ ταπεινώνεσαι μὲ δῆθεν καλοὺς λογισμοὺς ἢ ὁ νοῦς σου νὰ πηγαίνει δῆθεν σὲ ψυχωφέλιμα περιστατικά. Μόνο νὰ προσέχεις καὶ νὰ συναισθάνεσαι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.
***
σϟ΄.
Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι ὁ φωτισμὸς καὶ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες.
***
σϟα΄.
Τὸ θέμα εἶναι νὰ γίνει κανεὶς ἐλεύθερα σωστός. Δὲν ἔχει σημασία ἂν γίνει κανεὶς φανάρι τῆς πόλεως ἢ φάρος στὶς ἀκτές. Τὸ θέμα εἶναι νὰ φωτίζει.
***
σϟβ΄.
Γιὰ νὰ προκόψει κάποιος, πάντα στοὺς ἄλλους πρέπει νὰ βρίσκει ἐλαφρυντικά, ἀκόμη καὶ στὸν διάβολο, καὶ μόνο τὸν ἑαυτό του δὲν πρέπει νὰ δικαιολογῆ, ἢ νὰ μεταθέτει σὲ ἄλλους τὴν εὐθύνη.
***
σϟγ΄.
Ἐγὼ δὲν διακόπτω τὸν ἄλλον στὴν συζήτηση, ἐκτὸς ἂν λέει βλάσφημα πράγματα ἢ σαχλαμάρες.
***
σϟδ΄.
Ἂν θέλεις νὰ ἀχρηστέψεις ἕναν πνευματικὸ μοναχό, νὰ τὸν μπλέξεις μὲ τὰ διοικητικά.
***
σϟε΄.
Ὁ Γέροντας εἶπε σὲ ἕναν ὑπουργό: «Μὴν δίνετε στὸ Ἅγιον Ὄρος λεφτά, γιατὶ οἱ μοναχοὶ θὰ ἀφήσουν τὰ καλογερικά τους καὶ θὰ γίνουν ἐργολάβοι».
***
σϟστ΄.
Μὲ κάποιον ποὺ ἦταν Καθολικὸς μοναχός, μετὰ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος καὶ ἤθελε νὰ παντρευτῆ, ὁ Γέροντας δὲν συμφώνησε. Τοῦ εἶπε: «Ἀφοῦ στὸν Χριστὸ ὑποσχέθηκες παρθενία, οὔτε στὸν Βούδα οὔτε στὸν Μωάμεθ. Τώρα δὲν μπορεῖς νὰ παντρευτῆς».
***
σϟζ΄.
Ὅταν ὁ Γέροντας ἄφησε τὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ἀναζητοῦσε τόπο ἡσυχαστικό, ἕνας μαθητής του τοῦ πρότεινε νὰ πᾶνε ὅλοι μαζί, ὁ Γέροντας καὶ οἱ πατέρες ποὺ ἦταν κοντά του, σὲ μία ἐγκαταλελειμμένη Σκήτη. Δὲν δέχθηκε λέγοντας: «Ἀπὸ ἕναν νὰ περάσει ἕνας λογισμὸς ὑπερηφανείας, ὅτι δῆθεν ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πιὸ πνευματικοὶ μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, πάει μᾶς διέλυσε ὁ πειρασμός».
***
σϟη΄.
Τὰ ὀστᾶ ἑνὸς Γέροντος στὴν Προβάτα κατὰ τὴν ἀνακομιδή του ἦταν κατακίτρινα καὶ εὐωδίαζαν. Ὁ ὑποτακτικός του συντετριμμένος ἐξωμολογήθηκε: «Ἐγὼ τὸν ἁγίασα. Ὅπου μὲ ἔστελνε, τοῦ ἔλεγα ``νὰ πᾶς ἐσύ``, δὲν τοῦ ἐκανα καθόλου ὑπακοή. Πολλὲς φορὲς τὸν χτύπησα καὶ αὐτὸς τὰ ὑπέμεινε ὅλα».
***
σϟθ΄.
Δύο ἀσκητὲς κάποτε πῆγαν στῶν Ἰβήρων, στὴν πανήγυρη. Μετὰ τὴν πολύωρη ὁλονύχτια ἀγρυπνία, στὴν Τράπεζα παρέθεσαν ψάρι καὶ ῥεβύθια, ἐπειδὴ ἦταν
ἡμέρα Παρασκευή. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀσκητὲς εἶπε: «Θὰ φάω ψάρι εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας», καὶ ὁ ἄλλος εἶπε: «Θὰ φάω ῥεβύθια εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας». Μετὰ τὴν Τράπεζα πῆραν τοὺς ντορβάδες τους καὶ πορεύονταν γιὰ τὰ ἀσκητήριά τους. Μέσα τους εἶχαν τὸν λογισμόν, ποιός ἀπὸ τοὺς δύο εὐαρέστησε τὴν Παναγία. Στὸν δρόμο κάθησαν νὰ ξεκουραστοῦν λίγο. Ὁ ἕνας ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρὰ καὶ βλέπει τὴν Παναγία νὰ λέγει σὲ ἐκεῖνον τὸν μοναχὸ ποὺ ἔφαγε ψάρι: «Σ’ εὐχαριστῶ», καὶ στὸν ἴδιο ποὺ ἔφαγε ῥεβύθια: «Ἐσένα σοῦ τὸ χρωστάω», διότι προφανῶς αὐτὸς ἔκανε κάποια θυσία.
***