Εἶπε Γέρων Καρυώτης:
Σήμερα στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει κόσμο, δρόμους, σύγχρονα πράγματα ποὺ δὲν ὑπῆρχαν παλαιά. Μονοπάτια καὶ καλντερίμια εἶχε καὶ οἱ καλόγεροι, ὅπου πήγαιναν, μὲ τὰ πόδια βάδιζαν. Οἱ ἐργοχειράδες κουβαλοῦσαν τὸ ἐργόχειρό τους στὴν πλάτη, γιὰ νὰ τὸν φέρνουν στὶς Καρυὲς νὰ τὸ πουλήσουν. Σπάνια νὰ εἶχε κανεὶς ζῶο.
Ἐπικρατοῦσε ἡσυχία καὶ ἠρεμία. Ἤμασταν πολλοὶ πατέρες καὶ λίγοι προσκυνητές. Αὐτὸ ποὺ κυρίως μᾶς ἀλλοίωσε εἶναι ὁ πολὺς κόσμος, οἱ πολλοὶ προσκυνητές, καὶ τὰ σύγχρονα κοσμικὰ πράγματα. Βέβαια, ἡ λέξη προσκυνητές, δὲν ταιριάζει σήμερα. Συνήθως βρίσκεις λίγους προσκυνητές, οἱ ἄλλοι εἶναι τουρίστες.
Ἔρχονται τάχα γιὰ εὐλογία, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι φθηνὰ ἐδῶ, σοῦ λέει, πᾶμε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἔρχονται τάχα γιὰ εὐλογία, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι φθηνὰ ἐδῶ, σοῦ λέει, πᾶμε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Παλαιά, στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπαγοευόταν νὰ μπῆ ὁ προσκυνητὴς μὲ κοντομάνικο ἢ ἀμάανικο. Σὲ ἔδιωχναν ἔξω. Τὸ ἴδιο, ἂν εἶχες μακριὰ μαλλιά. Περνοῦσαν ὅλοι ἀπὸ τὴν Κοινότητα καὶ ἂν ἤσουν ἀνεπιθύμητος, σὲ γύριζαν πίσω στὸν κόσμο μὲ τὴν δεύτερη συγκοινωνία. Τώρα μέσα στὸ Πρωτᾶτο, μπροστὰ στὴν Ἐπιστασία καὶ μέσα στὸν χορὸ τοῦ Καθολικοῦ εἶναι λαϊκοὶ μὲ ἀμάνικο. Σήμερα οἱ ἐπισκέπτες δὲν περνοῦν ἀπὸ τὴν Ἐπιστασία καὶ εἶναι ἀνεξέλγκτοι.
Παλαιά, ἐδῶ στὶς Καρυές, ὅλα τὰ Κελλιὰ ἦταν ἐπανδρωμένα μὲ σπουδαίους πατέρες. Ὅλοι οἱ Ἀντιπρόσωποι ἔμεναν στὰ Κονάκια τους καὶ στὸ Πρωτᾶτο γέμιζαν τὰ στασίδια ἀπὸ σεβάσμιους γεροντάδες μὲ ἄσπρες γενειάδες.
Ἡ Ἐπιστασία τότε εἶχε δύναμη καὶ ἐπικρατοῦσε τάξη. Μία παρανομία νὰ γινόταν, τὸ λέγαμε στὴν Ἐπιστασία καὶ ἀμέσως ἐπενέβαινε.
Ὅταν ἦρθα γιὰ καλόγερος πρὶν ἀπὸ μισὸν αἰῶνα, ἤμουν ἕνα χρόνο δόκιμος μέσα στὶς Καρυές, καὶ στὴν πλατεῖα δὲν κατέβηκα. Οἱ δόκιμοι καὶ οἱ νέοι μοναχοὶ τότε δὲν μιλοῦσαν. Ἔκαναν σιωπηλοὶ τὸ ἐργόχειρό τους καὶ τὴν ὑπακοή τους, καὶ κουβέντα δὲν ἔβγαζαν. Ποῦ τολμούσαμε τότε νὰ μιλήσουμε. Σήμερα ὅλο κουβέντες καὶ συζητήσεις. Οἱ σημερινοὶ καλόγεροι δὲν ἔχουν ὑπομονή.
Παλαιά, θυμᾶμαι, πήγαινε κάποιος σὲ ἕνα Μοναστήρι, σὲ ἕνα Κελλί, δοκίμαζε καὶ ἔμενε, δὲν ἔφευγε, καθόταν μέχρι τέλος. Βέβαια περνοῦσαν πειρασμούς, ἀλλ’ ἔκαναν ὑπομονή. Σήμερα, μὲ τὸν παραμικρὸ πειρασμὸ φεύγουν. Ὕστερα παίρνουν ἕνα ἐρειπωμένο Κελλί, γυρίζουν στον κόσμο καὶ μαζεύουν λεφτά, τὸ φτιάχνουν καὶ κάνουν τὴν ζωή τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι καλογερική.
Ἐμεἰς, οἱ μέρες μας εἶναι λίγες καὶ θὰ φύγουμε. Ἡ κατάσταση ὅμως δὲν βλέπω νὰ ἀλλάζει, δὲν γυρίζει πίσω. Μᾶλλον πᾶμε πρὸς τὸ χειρότερο. Ὅσο μπορεῖτε ἐσεῖς οἱ νέοι οἱ καλόγεροι νὰ κάνετε ὑπομονὴ καὶ ὑπακοή, τὰ ὁποῖα πᾶνε νὰ ἐκλείψουν σήμερα ἀπὸ τοὺς μοναχούς.
Τὸ 1961 στὶς Καρυές, δὲν εἶχαν οὔτε ἕνα αὐτοκίνητο. Τώρα ἔχουν αὐξηθῆ καὶ χάσαμε τὴν ἡσυχία μας. Χάσαμε τὴν εὐλάβειά μας καὶ τὴν πνευματικότητά μας. Τώρα δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ δικαιοσύνη. Δὲν ὑπάρχει ἐκείνη ἡ γνησιότητα τῶν μοναχῶν. Καὶ νὰ εἶχε κανεὶς ἕνα ἐλάττωμα, τὸ ἔβλεπες. Σήμερα κρυβόμαστε καὶ θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἅγιοι.
Παλαιά, τὰ μαγαζιὰ στὶς Καρυές, περίμεναν νὰ τελειώσει ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ὕστερα ἄνοιγαν μέχρι τὸ μεσημέρι. Τὸ ἀπόγευμα ἦταν κλειστά. Αὐτὸ ἦταν μία οἰκονομία, τὸ προβλέπει καὶ ὁ Καταστατικὸς Χάρτης, διότι τότε ἦταν πολλοὶ ἐργαζόμενοι στὰ δάση καὶ δὲν ὑπῆρχαν τὰ αὐτοκίνητα νὰ ἔρχονται ὅποτε θέλουν νὰ ψωνίσουν στὶς Καρυές. Ἔρχονταν οἱ ἐργαζόμενοι στὴν Λειτουργία στὸ Πρωτᾶτο τὴν Κυριακή, Ὕστερα ψώνιζαν ὅ,τι χρειάζονταν καὶ ἔφευγαν γιὰ τὶς καλύβες τους στὰ δάση.
Παλαιά, τὰ νέα καλογέρια ποὺ ἦταν στὸς Καρυές, δὲν τὰ ἐπέτρεπαν οἱ Γεροντάδες τους νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ Κελλί. Μόνο τὴν Κυριακὴ πήγαιναν γιὰ ἐκκλησιασμὸ στὸ Πρωτᾶτο καὶ στὴν Λιτανεία τοῦ Ἄξιόν Ἐστι. Ἔγιναν οἱ γιορτὲς τῆς χιλιετηρίδος καὶ δὲν βγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι τους.
Αὐτὴ ἡ αὐστηρότητα γιὰ τὰ νέα καλογέρια ὑπῆρχε παλαιὰ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ τοὺς προφυλάξει καὶ νὰ μάθουν καλογερική, νὰ μποῦν σὲ μία καλὴ σειρά. Σήμερα μᾶς παραξενεύει ἡ παῤῥησία τῶν νέων μοναχῶν. Παλαιά, καὶ στὶς Λειτουργίες ποὺ κάναμε στὸ Κελλί μας δὲν μιλούσαμε μετὰ στὸ κέρασμα. Ὁ νέος μοναχὸς πρέπει νὰ εἶναι ὀλιγομίλητος, νὰ ἀκούει καὶ νὰ μὴν ἐκφέρει γνώμη. Ἐνῶ σήμερα συμβαίνει τὸ ἀντίθετο στοὺς νέους μοναχούς.