Αυτοί οι άνθρωποι έρχονται στην πίστη με έργα κι όχι με λόγια. Στήν εξομολόγηση, πολλοί απ'αυτούς λένε: «Είμαι φονιάς. "Ομως ή ποινή πού θα μου επιβληθεί, δέν με φοβίζει. Φοβάμαι την κατάκριση της συνειδήσεως μου πού νιώθω...».
Ένας μου είπε: «Πάτερ, θυμάμαι συνεχώς τα λόγια της μάνας μου: "Γιε μου, να πηγαίνεις στην εκκλησία. Μην άκούς πού σας λένε στο σχολείο ότι δεν υπάρχει ό Θεός. Λένε ψέματα! Κάποτε θα καταλάβεις ότι ζει ό Θεός κι ότι πάντα είναι μαζί μας!". Ό ίδιος φυλακισμένος, μου είπε στη συνέχεια: «Πάτερ, εδώ στή φυλακή βρήκα τον Θεό!».'Ολοι τους εκφράζουν την ελπίδα ότι θα τους συγχωρήσει ό Κύριος.
Στήν εξομολόγηση βλέπουμε να γίνονται θαύματα. Κάποιος απ΄αυτούς εγκαταλείφθηκε από συγγενείς και φίλους κι έμεινε ολομόναχος. Μου είπε ότι τον αρνήθηκαν όλοι κι ότι μόνο τον Θεό αισθάνεται κοντά του. Τον ρώτησα, τι τον οδήγησε στον Θεό· μου απάντησε:
«Πριν μπω στη φυλακή, ήμουν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκεί γνωρίσθηκα με πιστούς ανθρώπους. 'Ηξερα, βέβαια, ότι ή παράγραφος 59 προέβλεπε την ποινή της φυλακίσεως, για όποιον πίστευε στο Θεό! Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα πιστούς να φυλακίζονται για την πίστη τους. Τους βασάνιζαν γιά ν'αρνηθούν τον Θεό, λέγοντας τους ότι αν το κάνουν, θα τους ελευθερώσουν, εξασφαλίζοντας τους καλή ζωή. Εκείνοι όμως έμεναν σταθεροί καί αμετακίνητοι. Πολλές φορές θυμήθηκα τη μάνα μου πού έβαλε στην καρδιά μου την αγάπη στον Θεό καί στην Εκκλησία Του. Μέχρι τώρα, τη μισή ζωή μου την πέρασα στις φυλακές και τα στρατόπεδα σαν εγκληματίας. Σ'αυτούς τους χώρους, άρχισα να θυμάμαι έντονα τα λόγια της μάνας μου καί να ψάχνω συνειδητά τον Θεό. Τώρα πια, προσεύχομαι αδιάκοπα. Νιώθω, είμαι βέβαιος ότι μ'ακούει ό Θεός. Βλέπω τη βοήθεια Του!».
Ό κρατούμενος αυτός ονομάζεται Αλέξανδρος κι είναι τριανταοκτώ ετών. Άπ'αυτά, τα εικοσιέξι χρόνια τα πέρασε σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, φυλακές ανηλίκων καί άλλα σωφρονιστικά ιδρύματα. Εξομολογώ στη λαύρα πολλά χρόνια.
"Οσα όμως μου είπε ό Αλέξανδρος, αλλά καί ό τρόπος πού τα είπε, με συνεκλόνισαν. ~ Ηλθαν φορές πού κι εγώ αναρωτήθηκα αν ό Θεός θα συγχωρήσει αυτά πού άκουσα. Σ'αυτό το σημείο έδειξα την όλιγοπιστία μου. Εξομολογούσα τον Αλέξανδρο δύο μέρες συνεχώς! Στό τέλος, συλλογίστηκα: Άφοϋ ό Θεός συγχώρησε το ληστή πού το ζήτησε κι αυτόν εδώ θα συγχωρήσει. Του είπα να προσέξει τα λόγια του, να μη φάει τίποτε την παραμονή της Θείας Κοινωνίας καί να μη καπνίσει. Το έκανε. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μη ξέρουν τίποτα από γράμματα κι επιστήμες, όμως το Νόμο τοϋ Θεού ξέρουν να τον σέβονται· καί μάλιστα, καλύτερα άπ'ο,τι έμείς.
Την επομένη πού λειτούργησα, πλησίασαν στο «μετά φόβου...» οι κρατούμενοι πού ήσαν προγραμματισμένοι καί περίμενα να πλησιάσει κι ό Αλέξανδρος. Δεν ερχόταν. Του έκανα νόημα. Τίποτα! "Ετσι μακριά όπως στεκόταν, κουνούσε το κεφάλι, δείχνοντας μου ότι δεν μπορούσε να κοινωνήσει. Μετά το «δι'ευχών» τον πλησίασα καί τον ρώτησα γιατί δεν κοινώνησε. «Δεν είμαι εσωτερικά έτοιμος ακόμη» ήταν ή απάντηση του πού με άφησε άναυδο! «Πρώτη φορά στη ζωή μου παρακολούθησα λειτουργία», συνέχισε «κι ένιωθα ότι ό ίδιος ό Θεός ήταν μαζί μας! Κατάλαβα ότι κάποιο μέγα Μυστήριο γινόταν. "Ενιωσα λοιπόν, ότι δεν ήμουν άξιος να συμμετάσχω...».
Τον είδα από τότε αρκετές φορές. Κάποια μέρα μου είπε ότι βγήκε ή απόφαση του δικαστηρίου καί φεύγει για στρατόπεδο.Παρακάλεσε να του δώσω το κομποσχοίνι μου για ευλογία καί να προσεύχομαι γι'αυτόν. Μου είπε με σημασία: «Κι εγώ θα προσεύχομαι για σας! "Οταν με καλό ελευθερωθώ, θέλω να μου υποδείξετε να μείνω κοντά σε κάποιο μοναστήρι ή ενοριακό ναό, για ν'αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου -όση μου δώσει ο Θεός- σ'Εκείνον καί στον συνάνθρωπο!».
Δόξα τω Θεώ, στη φυλακή βλέπω γνήσια ανανέωση της ψυχής. Πολλοί κρατούμενοι μας λεν ότι στο πρόσωπο μας βλέπουν τον Θεό να τους επισκέπτεται!
Πέρασε καιρός πού δεν έβλεπα στο ναό τον Αλέξανδρο. "Υπέθεσα ότι θα τον μετέφεραν στο στρατόπεδο. Κάποια στιγμή κατέβηκα στα υπόγεια, εκεί πού είναι τα φοβερά κελιά της απομονώσεως. Χοντροί τσιμεντένιοι τοίχοι, μ'ένα μόνο μικρό παραθυράκι στην βαριά πόρτα. Ξάφνου ακούω μια γνώριμη φωνή, να βγαίνει μέσα από μια πόρτα: «Πάτερ Τρύφων, πάτερ Τρύφων...». Τρέχω στο μικρό παραθυράκι της σιδερόπορτας καί βλέπω τον Αλέξανδρο! Μόνος, μέσα σ'ένα κλουβί από μπετόν. Στεκόταν κρατώντας το Ευαγγέλιο! Κόλλησε το πρόσωπο του στο παραθυράκι κι άρχισε να κλαίει. "Ενας σκληρός άντρας έκλαιγε σαν παιδί... Το πρόσωπο του έλαμπε.
«Πάτερ, είμαι τρίτη βδομαδά εδώ κάτω. "Ακουγα πού περπατούσατε άπ'έξω κάθε μέρα, μα δεν τολμούσα να σας φωνάξω. Επειδή όμως άκουσα πού ρωτήσατε για μένα, πήρα το θάρρος και σας φώναξα. Πάτερ Τρύφων, είμαι ευγνώμων στον Θεό και σε σας. Ευχαριστώ πολύ Εκείνον και σας πού με μάθατε να κλαίω για τίς αμαρτίες μου! Είχα σταματήσει από πολλά χρόνια να κλαίω. Σχεδόν είχα ξεχάσει πώς κλαίνε! "Ημουν πολύ σκληρός. Εδώ μ'εσάς έμαθα να κλαίω και να ζητώ το έλεος του Θεού!». Συνέχισε να κλαίει, ενώ συγχρόνως χαμογελούσε ευτυχισμένος!
Από το στρατόπεδο πού μεταφέρθηκε, μου έστειλε την έξης επιστολή:
«Σεβαστέ π. Τρύφων, σας ευχαριστώ γι'άλλη μία φορά, για τη φωτιά της ελπίδας πού ανάψατε στην ψυχή μου. "Ημουν μεγάλος αμαρτωλός, βλάστημούσα τον Θεό μας και τους αγίους Του, δεν πίστευα... Με την πνευματική συζήτηση, με κάνατε να δω με καινούργια ματιά όλ'αυτά πού γίνονται γύρω μας. Ευχαριστώ και τους άλλους πατέρες πού έρχονταν. Τώρα ξέρω πολύ καλά ότι ό Κύριος καί Θεός μας δεν είναι κάτι το φανταστικό, αλλά υπάρχει καί μας βλέπει τί κάνουμε καί πώς ζούμε.'Ολοι σχεδόν είχαμε μάθει στο σχολείο ότι ή Εκκλησία αποβλακώνει τους ανθρώπους. Πλήρης διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εγώ κι οι φίλοι μου δεν θα ξαναγυρίσουμε στα παλιά χάλια πού ήμασταν βουτηγμένοι πριν σας γνωρίσουμε. Μας βοηθήσατε να καθαρισθούμε από τη λάσπη των αμαρτιών μας, οπού είχαμε βουτηχτεί άπ'την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ζητούμε την ευχή σας· Αλέξανδρος καί άλλοι κρατούμενοι της ζώνης 50!».
Σέ άλλη επιστολή του, έγραφε:
«Κάποιος κρατούμενος -ό Ίβάν- πού του είχατε δώσει επιστήθιο σταυρό, σώθηκε από βέβαιο θάνατο, λόγω του σταυρού αύτού! Να τί έγινε ακριβώς: Μια μέρα έγινε μεγάλος τσακωμός στο μπλοκ μας. Κάποιος συγκρατούμενος άρπαξε ένα μαχαίρι καί πήγε να σκοτώσει τον Ιβάν. Καθώς όμως τον τράβηξε από το πουκάμισο, το έσκισε καί φάνηκε ό σταυρός. Εκείνη τη στιγμή τό ήλιακό φως ακτινοβολούσε πάνω στο σταυρουδάκι. Ποιος ξέρει τί ένιωσε ό επίδοξος φονιάς καί σταμάτησε!'Ετσι ό σταυρός έσωσε τη ζωή του Ίβάν! Δεν είναι θαύμα;! Τώρα ό Ίβάν, εγώ κι όλοι οι άλλοι καταλαβαίνουμε πολύ καλά το παύλειο ρητό πού μας λέγατε:Αυτό πού δεν θέλουμε να μας κάνουν, να μη το κάνουμε κι εμείς στους άλλους"...
Από το βιβλίο: Ο πατήρ Αρσένιος». (κατάδικος ΖΕΚ-18376) έκδοσης Παρακλήτου.