Πρώτα πρέπει να τονίσουμε την ύπαρξη ορθής πίστεως. Εμείς οι Ορθόδοξοι δίδουμε μεγάλη σημασία στην διαφύλαξη της πίστεως, ακριβώς γιατί γνωρίζουμε ότι, αλλοιωθείσης της πίστεως, αλλοιώνεται αυτόματα η θεραπεία.
Έχουμε τονίσει προηγουμένως ότι η θεολογία πρέπει να ερμηνεύεται κυρίως ως ιατρική. Και η ιατρική έχει υπ’ όψη της τον υγιή άνθρωπο, οπότε προσπαθεί με διάφορες μεθόδους θεραπευτικές να οδηγήση εκεί τον ασθενούντα. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την θεολογία.
Θεολογία είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της υγείας της πνευματικής, αλλά και περί του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε οι ασθενείς για να θεραπευθούμε. Γι’ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην αλώβητη διαφύλαξη των δογμάτων, όχι μόνον γιατί φοβούμαστε τον κλονισμό μιας διδασκαλίας, αλλά γιατί χάνουμε την δυνατότητα της θεραπείας και επομένως της σωτηρίας. Άλλωστε «η σύγκρουσις μεταξύ Παλαμά και Βαρλαάμ δεν έγινεν τόσον εις τον τύπον του δόγματος όσον εις την μεθοδολογικήν θεμελίωσιν αυτού. Ο Βαρλαάμ εστηρίχθη επάνω εις την μεταφυσικήν και την μεταφυσικήν γνωσιολογίαν και λογικήν, ενώ ο Παλαμάς επάνω εις την εμπειρικήν εξακρίβωσιν και διαπίστωσιν και εις τας αποδεικτικάς συνεπείας αυτών» [1].
Έπειτα για την θεραπεία της ψυχής είναι απαραίτητη η αίσθηση της ασθενείας. Όταν ένας άρρωστος δεν γνωρίζη την ασθένειά του, τότε δεν μπορεί να ανατρέξη στον ιατρό. Η αυτογνωσία είναι μια από τις πρώτες βαθμίδες θεραπείας. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι εκείνος που γνωρίζει την ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, αυτός «είληφε πείραν της θείας δυνάμεως» και με την δύναμη του Θεού τα μεν σπεύδει να επιτύχη τα δε κατόρθωσε [2]. Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, περιγράφοντας την μεγάλη αξία της νυκτερινής προσευχής, λέγει ότι η ηθική πράξη κατορθούται όταν ο άνθρωπος μελετά τα έργα της ημέρας, όταν μελετά τα ολισθήματα που έγιναν «εις την σύγχυσιν της ημέρας», «ίνα τις λάβη αίσθησιν δια της ησυχίας της νυκτός και δυνηθή πενθείν, εφ’ οις ήμαρτε» [3]. Μόνον όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας μπορούμε να πενθήσουμε γι’ αυτόν.
Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς σήμερα αγνοούν την πνευματική τους κατάσταση. Είμαστε «νεκροί τοις παραπτώμασιν και όχι μόνον δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά και έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε πεπληρωμένοι των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, κοσμούμενοι υπό των αρετών. Δυστυχώς αυτή η αυτάρκεια που μας μαστίζει καταστρέφει το έργο της σωτηρίας. Πως μπορεί να μιλήση ο Χριστός σε έναν άνθρωπο που δικαιώνει τον εαυτό του; Δυστυχώς μοιάζουμε με τους Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου που δεν αισθάνονταν ανάγκη ιατρού. Πως μπορεί να αναπτυχθή το μεγάλο χάρισμα της μετανοίας και του πένθους σε μια καρδιά που δεν αισθάνεται την ερήμωσή της; Οπότε δεν μπορεί να αναπτυχθή εσωτερική ζωή.
Μαζί με την αίσθηση της ασθενείας, πρέπει να συνδέεται και η «οικεία κατάγνωσις», δηλαδή το μεγάλο χάρισμα της αυτομεμψίας. Αυτή δείχνει την υπάρχουσα στην ψυχή ταπείνωση, αφού «αυτομεμψία σύνεστιν αεί τη ταπεινώσει της ψυχής» [4]. Αυτή η αυτομεμψία είναι βάρος νοητόν το οποίον τεθέν στην ψυχή «συντρίβει και πιέζει και τον οίνον εκθλίβει τον σωτήριον, τον ευφραίνοντα καρδίαν ανθρώπου τουτέστιν τον εντός ημών άνθρωπον. Οίνος δε τοιούτος εστιν η κατάνυξις». Η αυτομεμψία με το πένθος που την χαρακτηρίζει συνεκθλίβει τα πάθη και γεμίζει την ψυχή από την μακαριστή χαρα [5]. Γι’ αυτό οφείλουμε διαρκώς να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να τον κατακρίνουμε «ίνα δια της εκουσίου ευτελείας τας ακουσίους απορρίψωμεν αμαρτίας» [6].
Σημειώσεις:
[1] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 18
[2] Φιλοκαλία Β’, σελ. 19, λθ’
[3] ένθ. ανωτ. Γ’, σελ. 154
[4] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 108, στ. 27
[5] ένθ. ανωτ. Δ’, σελ. 109, στ. 10-14
[6] Ιω. Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος ΚΕ’, να’, σελ. 122
Απόσπασμα από το βιβλίου του ιδίου: Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2008.