Σαν ξύπναγα, ο ήλιος είχε γείρει κατά το βασίλεμα, κι η δροσιά του πελάγου μου καθάριζε σαν καντήλι το πνεύμα μου.
Ένοιωθα κάποια καθαρή χαρά κι αγάπη πολλή για τους ανθρώπους και για τα ζωντανά τα καημένα, κι ευγνωμοσύνη για τον Πατέρα μας, που μας δώρισε τα ωραία της γης και της θάλασσας. Έπαιρνα ένα παλιό ψαλτήρι, που το 'χα μέσα σε ένα ντουλαπάκι κάτω από την πλώρη, κοντά στο εικόνισμα του Άη Νικόλα και διάβαζα από μέσα και δάκρυζα.