(Τὸ παρακάτω ἄρθρο γράφτηκε τὶς μέρες ἐκεῖνες ποὺ τὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο ψήφισε τὸ νόμο γιὰ τὸ Σύμφωνο συμβίωσης ὁμόφυλων ζευγαριῶν)
Πῶς ἀλλιῶς νὰ θρηνήσουμε γιὰ τὸ ἐρεβῶδες ἀνοσιούργημα ποὺ συντελέστηκε στὴν πατρίδα μας δύο ἡμέρες πρὶν τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ; Στὸ ὑπέρ-φύσιν τοῦ θείου Μυστηρίου ἦρθε νὰ ἀντιταχθεῖ τὸ παρά-φύσιν τῆς ἀνθρώπινης – ἢ μᾶλλον δαιμονικῆς – ἀκολασίας.
Πῶς ἀλλιῶς νὰ θρηνήσουμε τὴν πατρίδα μας, ποὺ πιὰ μεταβάλλεται σὲ σωρὸ βδελυρῶν ἐρειπίων, ποὺ ὄζουν σήψη καὶ διαφθορά;
Δὲν ἔχουμε ἄλλα λόγια παρὰ ἐκεῖνα ποὺ τραγουδοῦν τὰ παιδιὰ τὴ Μεγάλη Παρασκευή: «Σήμερα μαῦρος οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα. Σήμερα ὅλοι θλίβουνται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται...»!
Μαῦρος οὐρανὸς ξημέρωσε σήμερα γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Τὴ χώρα αὐτή, ποὺ πάντα στάθηκε μέσα στὸ φῶς τοῦ ἥλιου, τὸ καθαρὸ καὶ πλέριο καὶ ἀμόλευτο, καὶ δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ διατελεῖ θεραπαινὶς τοῦ θείου Φωτὸς καὶ τῆς ἀλήθειας μέσα στὸν κόσμο, σήμερα τὴν πλάκωσε βαθὺ σκότος, ἀπαράκλητο, ἀναύγητο.
Σήμερα μαῦρος οὐρανὸς γιὰ τὴν πατρίδα μου!
Πάρτε λοιπὸν τὸν τόνο, βουνὰ καὶ κάμποι, νησιὰ καὶ θάλασσες, τόνο βαρύ, ἐλεγειακό, καὶ θρηνῆστε τὴν ἄλλοτε ὄμορφη πατρίδα...
Τώρα πιὰ ὁ ἥλιος σκοτείνιασε σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ οἱ ἀχτίνες του ἔγιναν πικρὲς καὶ καυματίζουν.
Θρηνῆστε, βουνὰ καὶ κάμποι τῆς πατρίδας μου, ἐσεῖς ποὺ βαστάξατε πάνω σας λαὸ ὡραῖο καὶ παράξενο, ποὺ μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ ἀγέρι ποὺ ρουφοῦσε στὰ στήθια του, θέριευε σ᾿ αὐτὰ τὴ δικαιοσύνη, τὸ ἦθος καὶ τὴ λευτεριά. Θρηνῆστε, γιατὶ τώρα πιὰ ἀναπνέει τὸ νέφος τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς σήψης.
Θρηνῆστε καὶ σεῖς, νησιὰ τῆς πατρίδας μου, γιατὶ τώρα τὰ νερά σας δὲν εἶναι γαλανά, οὔτε ἀγγέλοι φτερουγίζουν σ᾿ αὐτά.
Κλάψτε, λοιπόν, Παρθενῶνες καὶ ἅγιες-Σοφιές, γιατὶ πέθανε σ᾿ αὐτὸν τὸν λαὸ ἡ αἴσθηση τῆς ὀμορφιᾶς, τὸ μέτρο, ὁ ρυθμός, ἡ ἁρμονία καὶ ἰσορροπία, γιὰ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ τὸ τερατῶδες, τὸ ὑβριστικό, τὸ ἐκτρωματικό.
Κλάψτε καὶ σεῖς, τάφοι τῶν προγόνων μου. Σεισθεῖτε, ραγίστε τὰ χώματά σας, ἀποκαλύψτε τὰ κόκκαλα τῶν προπατόρων μου, ἐκείνων ποὺ ὕμνησαν τὸ φῶς καὶ τὴν τιμὴ σὲ τοῦτον τὸν τόπο. Τοῦ Ὅμηρου καὶ Ἡσίοδου, τοῦ Αἰσχύλου καὶ Σοφοκλῆ, τοῦ Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη. Σηκωθεῖτε πάνω, ἱερὲς μορφὲς τῶν πολεμάρχων τοῦ ’21 καὶ τοῦ ’40, καὶ πατάξτε μας μὲ ὀργή, γιὰ τὸ ποὺ σεῖς ἀγωνισθήκατε ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, καὶ μεῖς τοὺς βωμούς μας τοὺς ὑβρίσαμε καὶ τὶς ἑστίες μας τὶς παραδώσαμε στὴ φωτιά.
Ἀδράξτε τὴ λύρα, ποιητὲς καὶ ψάλτες τοῦ τόπου μου, καὶ ἠχῆστε μέλος θρηνητικό. Σεῖς ποὺ νιώσατε γιά τὴν πατρίδα στὰ σπλάχνα χαλασμό, καὶ ὅρκο βάλατε ἐπάνω σας πὼς ὅσο ζεῖτε κι ἔχετε τὴν πνοὴ στὸ στόμα δὲν θὰ παύσετε ἀπὸ τοῦ νὰ ὑμνεῖτε μετὰ λατρείας τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ζωγραφεῖτε μὲ στοργὴ τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ποιὰ ἤθη, ποὺ ἂν ζούσατε τώρα, μὲ πύρινο ζῆλο καὶ πνοὴ προφητικὴ θὰ καλούσατε σὰν τὸν προφήτη Ἠλία τὸν οὐρανὸ νὰ γίνει βαρὺς σὰ μολύβι καὶ νὰ μὴ σταλάξει σταγόνα δροσισμοῦ, καὶ τὴ γῆ νὰ φρίξει καὶ νὰ σχιστεῖ. Βροντῆστε τὴ φωνή σας μέσα ἀπ’ τοὺς τάφους, σὰν ἀστροπελέκι, σὰν τὶς φωνὲς τῶν ἀστραπῶν ποὺ ἔσκιζαν τὰ ἀρχαῖα χρόνια τὸ ὄρος Σινᾶ, καθὼς κατέβαινε ὁ Θεός.
Σοδομίτες καὶ Γομορρίτες, ἀναδυθεῖτε μέσα ἀπὸ τὴ Νεκρὰ Θάλασσα, ἀπ’ τὸ θειάφι καὶ τὴν ἅλμη, τὴ στάχτη τὴν ὑγρή, καὶ προφητέψτε σ’ αὐτὸ τὸ λαὸ λόγια ἀπειλητικά· τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι ἐσεῖς τὴν ἔσχατη ἡμέρα, τὴ μεγάλη τῆς Κρίσεως καὶ ἀνταποδόσεως, θὰ βρεθεῖτε σὲ καλύτερη μοίρα ἀπὸ τὸ ἔθνος τοῦτο ποὺ γνώρισε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπώθησε μὲ περιφρόνηση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ νομιμοποιεῖ τὶς πράξεις αὐτῶν ποὺ μὲ αὐθάδεια καὶ κομπασμὸ διαστρέφουν τὴν τάξη πού ’βαλε στὸν κόσμο ὁ Παντοκράτωρ.
Ποιὸς λοιπὸν θὰ βρεθεῖ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὴν ἀπαράτρεπτη αὐτὴ συμπαντικὴ νομοτέλεια, τὴν ἀναμενόμενη νέμεση γιὰ τὴν ὕβρι;
Κάτι μένει. Μένει γιὰ νὰ βοᾶ στὸν Οὐρανό, στὸ θρόνο τοῦ Παντάνακτος. Μένουν τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων καὶ οἱ ἱδρῶτες καὶ τὰ δάκρυα τῶν ὁσίων. Μόνον σ’ αὐτὰ μποροῦμε ἀκόμη νὰ ἐλπίζουμε. Καὶ εἶναι αὐτὰ πολλὰ σὲ τοῦτον τὸν τόπο. Ἀχνίζουν τὰ χώματα αὐτήνης τῆς γῆς καὶ σηκώνουν θυμίαμα εὐωδιαστὸ στὸν οὐρανό, τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων. Αὐτῶν ποὺ κατέχουν τὴν ἑλληνίδα γῆ. Καὶ εἶναι ἡ ἑλληνίδα γῆς ὅλη κληρονομιά τους.
Καὶ δυὸ χέρια μένουν στὸ διηνεκὲς ὑψωμένα. Τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ ἔθνους. Καὶ εἶναι αὐτὰ ἱκανὰ νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὀργὴ καὶ νὰ ἑλκύσουν τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Οὐρανοῦ ἐπάνω μας.
Μόνο νὰ τὸ θελήσουμε. Νὰ πετάξουμε σὰ λέπρα ἀπὸ πάνω μας τὴν ὕβρι καὶ ἀλαζονεία, τὸ θράσος καὶ κομπασμό. Νὰ ἐπιστρέψουμε μετανιωμένοι, μὲ συντριβὴ στὰ πρόσωπα καὶ στὶς καρδιές. Νὰ ἱκετέψουμε, νὰ κλάψουμε, νὰ παρακαλεθοῦμε. Καὶ τότε μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θ’ ἀνοίξει καὶ πάλι ὁ οὐρανός. Τὰ μαῦρα σύννεφα θὰ μεριάσουν. Καὶ ὁ ἥλιος ὁ μέγας, τῆς δικαιοσύνης ὁ Ἥλιος ὁ νοητός, θὰ διαυγάσει τὰ πλάτια αὐτῆς τῆς γῆς.
Καὶ οἱ αὐλὲς θ’ ἀνθίσουν καὶ πάλι λουλούδια. Καὶ τὰ παιδιὰ θ’ ἀρχίσουν καὶ πάλι νὰ παίζουν στὰ σταυροδρόμια...