Πρόλογος
Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.
Γιὰ νὰ γίνει σαφὲς ὅτι ἡ μόνη ὀρθόδοξος ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ποιμαντική τῆς θεώσεως καὶ ὄχι τῆς κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα ἠθικῆς τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ ποθήσουμε ὅλοι τὰ κρείττονα καὶ ἔτσι νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ μόνα δυνάμενα νὰ ἀναπαύσουν κατὰ βάθος τὴν δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Ἀπόλυτο, τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Γιὰ νὰ πλημμυρίσουμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Του, τὴν κατὰ Χάριν θέωσή μας.
Γιὰ νὰ νοιώσουμε τὸ ἀναντικατάστατο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης ἐπὶ γῆς κοινωνίας θεώσεως.
Γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ποὺ μόνη αὐτὴ διδάσκει καὶ παρέχει τὴν θέωση στὰ μέλη της.
Γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν οἱ ψυχές μας ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἔχουν δηλητηριαστεῖ καὶ σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λαχταροῦν τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Ἐλεήμων Κύριε, εὐδόκησε, ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Σου, νὰ μᾶς ἀξιώσεις νὰ εἰσέλθουμε στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως, πρὶν νὰ ἀπέλθουμε ἀπὸ τὸν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε στὴν ἀναζήτηση τῆς θεώσεως τοὺς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς μας, ποὺ δὲν χαίρονται γιατὶ ἀγνοοῦν τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς των ὡς «κεκελευσμένων θεῶν».
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε καὶ τὰ βήματα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειάς Σου, γιὰ νὰ μὴν μείνουν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Σου, στερημένοι τῆς Χάριτος τῆς θεώσεως.
Ἐλεήμων Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον Σου! Ἀμήν.
Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
Τὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σοβαρό, διότι ἀφορᾶ τὸ σπουδαιότερο ζήτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εὑρισκόμαστε πάνω στὴν γῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος τοποθετηθεῖ σωστὰ στὸ θέμα αὐτό, ἂν εὕρη τὸν πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ σωστὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους καὶ καθημερινὰ ζητήματα τῆς ζωῆς του, ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ σπουδές του, τὸ ἐπάγγελμα, ὁ γάμος, ἡ ἀπόκτησις καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἂν ὅμως δὲν τοποθετηθεῖ σωστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ βασικὸ θέμα, τότε θὰ ἀποτύχει καὶ στοὺς ἐπὶ μέρους σκοποὺς τῆς ζωῆς. Διότι τί νόημα μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ ἐπὶ μέρους σκοποί, ὅταν στὸ σύνολό της ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἔχει νόημα;
Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅταν ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» Του. Διαπιστώνουμε ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν θέλει ἁπλῶς ἕνα ὃν μὲ κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, ἀλλὰ τὸν θέλει Θεὸ κατὰ Χάριν.
Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι εἶναι μία βιολογικὴ ἁπλῶς ὕπαρξη ὅπως τὰ ἄλλα ἔμβια ὄντα, τὰ ζῶα. Εἶναι βέβαια ζῶον, ἀλλὰ «ζῶον… τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Εἶναι τὸ μόνο ὃν ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὅλη τὴν δημιουργία, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει θεός.
Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» σημαίνει τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἄνθρωπο, ξεχωριστὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά Του, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα εἶναι : Ὁ λογικὸς νοῦς, ἡ συνείδηση, τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ δημιουργικότητα, ὁ ἔρως καὶ ὁ πόθος τοῦ ἀπολύτου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὅ,τι ἄλλο κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ὑπεράνω ὅλης τῆς λοιπῆς δημιουργίας τῶν ἐμβίων ὄντων καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ προσωπικότης. Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρόσωπο αὐτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα».
Ἔχοντας τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὴν θέωση. Ὁ Δημιουργός, Θεὸς κατὰ φύσιν, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.
Ἐδόθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του.
Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν.
Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά.
Τόσο ὑψηλὰ τοποθετεῖ ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία τὸν ἄνθρωπο. Ἂν συγκρίνουμε τὶς ἀνθρωπολογίες ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν συστημάτων μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, θὰ διαπιστώσουμε πολὺ εὔκολα πόσο πτωχὲς εἶναι, πόσο δὲν ἀνταποκρίνονται στὸν μεγάλο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο κι ἀληθινὸ στὴν ζωή του.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κεκελευσμένος θεός», ἔχει δηλαδὴ πλασθεῖ γιὰ νὰ γίνει θεός, ἂν δὲν εὑρίσκεται στὴν πορεία τῆς θεώσεως, αἰσθάνεται ἕνα κενὸ μέσα του, ὅτι κάτι δὲν πηγαίνει καλά. Δὲν χαίρεται, ἀκόμη κι ὅταν προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὸ κενὸ μὲ ἄλλες δραστηριότητες. Μπορεῖ νὰ ναρκώνει τὸν ἑαυτό του, νὰ κατασκευάζει ἕνα κόσμο φανταχτερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, καὶ νὰ ἐγκλωβίζεται, νὰ φυλακίζεται μέσα σ᾿ αὐτὸν κι ὁ ἴδιος. Μπορεῖ νὰ ὀργανώνει ἔτσι τὴν ζωή του, ὥστε νὰ μὴ μένει ποτὲ σχεδὸν ἥσυχος, μόνος με τὸν ἑαυτό του. Μπορεῖ μὲ τοὺς θορύβους, τὴν ἔνταση, τὴν τηλεόραση, τὸ ραδιόφωνο, τὴν συνεχῆ πληροφόρηση γιὰ ὁ,τιδήποτε, νὰ προσπαθεῖ σὰν μὲ ναρκωτικὰ νὰ ξεχάσει, νὰ μὴν σκέφτεται, νὰ μὴν ἀνησυχεῖ, νὰ μὴ θυμᾶται ὅτι δὲν πορεύεται σωστά, ὅτι ἔχει ξεστρατίσει ἀπὸ τὸν σκοπό του.
Τελικὰ ὅμως δὲν ἀναπαύεται ὁ ταλαίπωρος σύγχρονος ἄνθρωπος, ἕως ὅτου εὕρη αὐτὸ τὸ κάτι ἄλλο, τὸ ἀνώτερο ποὺ ὑπάρχει πράγματι στὴν ζωή του, τὸ ἀληθινὰ ὄμορφο καὶ δημιουργικό.
Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό; Μπορεῖ νὰ κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεῖ νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.
Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ αἰτία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση ἂν ὁ Θεὸς δὲν εἶχε σαρκωθεῖ.
Στοὺς πρὸ Χριστοῦ χρόνους ἀνεφάνησαν πολλοὶ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι. Γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν φθάσει σὲ ἀρκετὰ ὑψηλὰ μέτρα φιλοσοφίας περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ περὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ φιλοσοφία τους μάλιστα περιεῖχε σπέρματα ἀληθείας, τὸν λεγόμενο “σπερματικὸ λόγο”. Ἦσαν ἄλλωστε πολὺ θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἦσαν καθόλου ἄθεοι, ὅπως προσπαθοῦν νὰ τοὺς παρουσιάσουν μερικοὶ σύγχρονοι ποὺ δὲν γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα. Δὲν γνώριζαν βεβαίως τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἦσαν εἰδωλολάτρες, ὅμως ἦσαν πολὺ εὐλαβεῖς, θεοφοβούμενοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ἢ πολιτικοὶ καὶ πολιτειακοὶ ἄρχοντες, ἀσυνεπεῖς πρὸς τὶς μνῆμες τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων ἐπιχειροῦν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ μας τὴν πίστη του πρὸς τὸν Θεό, χωρὶς μάλιστα καὶ τὴν συγκατάθεσή του, αὐτοὶ ἀποτολμοῦν μίαν «ὕβριν», μὲ τὴν ἀρχαία σημασία τῆς λέξεως. Ἀποτολμοῦν οὐσιαστικὰ τὸν ἀφελληνισμό του, ἀφοῦ ἡ Παράδοση τῶν Ἑλλήνων, τῆς ἀρχαίας μεταγενέστερης καὶ νεωτέρας ἱστορίας μας, εἶναι Παράδοσις εὐλάβειας καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεό, πάνω στὴν ὁποία βασίσθηκε καὶ βασίζεται ὅλη ἡ παγκόσμιος πολιτιστικὴ προσφορὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Στὴν φιλοσοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία γιὰ τὸν ἄγνωστο Θεό, γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν πιστοί, εὐλαβεῖς, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν σωστή, ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἔλειπε ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ θέωσις.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐπίσης ἔχουμε δίκαιους καὶ ἐνάρετους ἀνθρώπους. Ὅμως ἡ πλήρης ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂν σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ γίνει ἁπλῶς ἠθικὰ καλύτερος, δὲν θὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Χριστός, νὰ γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ σταυρός, ὁ θάνατος, ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ὅλα ὅσα πιστεύουμε οἱ Χριστιανοὶ ὅτι ἔγιναν διὰ τοῦ Χριστοῦ. Διότι καὶ μὲ τοὺς Προφῆτες, μὲ τοὺς φιλοσόφους, μὲ τοὺς δίκαιους ἀνθρώπους καὶ διδασκάλους θὰ μποροῦσε νὰ διδαχθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ γίνεται ἠθικὰ καλύτερο.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα παρασύρθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ θέλησαν νὰ γίνουν θεοί, ὄχι ὅμως συνεργαζόμενοι μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ταπείνωση, μὲ ὑπακοή, μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ βασιζόμενοι στὴν δική τους δύναμη, στὸ δικό τους θέλημα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτόνομα. Ἡ οὐσία δηλαδὴ τῆς πτώσεως εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἔτσι υἱοθετώντας τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν αὐτάρκεια χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ πετύχουν τὴν θέωση, πέτυχαν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: Τὸν πνευματικὸ θάνατο.
Ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς εἶναι ζωή. Ὅποιος λοιπὸν χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, χωρίζεται ἀπὸ τὴν ζωή. Ἄρα ὁ θάνατος καὶ ἡ πνευματικὴ νέκρωση, ὁ φυσικὸς δηλαδὴ καὶ ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων.
Γνωρίζουμε ὅλοι τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔρριψε τὸν ἄνθρωπο στὴν σαρκική, κτηνώδη καὶ δαιμονιώδη ζωή. Τὸ λαμπρὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἔπεσε βαριὰ ἄρρωστο, σχεδὸν νεκρό. Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση δὲν ἔχει τὶς προϋποθέσεις, ποὺ εἶχε πρὶν νὰ ἁμαρτήσει, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴ θέωση. Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς βαριᾶς ἀσθένειας, σχεδὸν νεκρός, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπαναπροσανατολισθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Χρειάζεται μία νέα ρίζα στὴν ἀνθρωπότητα. Χρειάζεται ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὑγιὴς καὶ θὰ μπορεῖ νὰ προσανατολίσει πάλι τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὴ ἡ νέα ρίζα, ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ σαρκώνεται γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν νέα ρίζα, τὴν νέα ἀπαρχή, τὸ νέο φύραμα τῆς ἀνθρωπότητας.
Μὲ τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πραγματοποιεῖται μία δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ πρώτη κοινωνία ἦταν αὐτὴ στὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ὅμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πανάγαθος Θεὸς οἰκονόμησε τώρα μιὰ ἄλλη, δευτέρα κοινωνία, ἕνωση δηλαδὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ πλέον νὰ διασπαθῆ. Διότι αὐτὴ ἡ δευτέρα κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γίνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἔχει δυὸ τέλειες φύσεις: Τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Οἱ δυὸ αὐτὲς τέλειες φύσεις ἑνώνονται «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν περίφημο ὅρο τῆς Ἁγίας Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ποὺ ἐν συνόψει ἀποτελεῖ τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ θεολογικὴ πανοπλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας κατὰ τῶν παντὸς εἴδους Χριστολογικῶν αἱρέσεων ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα Χριστὸ μὲ δυὸ φύσεις: τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.
Τώρα πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση διὰ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τελεσίδικα ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι αἰωνίως Θεάνθρωπος. Ὡς Θεάνθρωπος ἀνελήφθη στὸν οὐρανό. Ὡς Θεάνθρωπος κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὡς Θεάνθρωπος θὰ ἔλθει νὰ κρίνει τὸν κόσμο στὴν δευτέρα Παρουσία. Ἄρα λοιπὸν ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τώρα ἐνθρονισμένη στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δὲν μπορεῖ πλέον τίποτε νὰ χωρίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ τώρα μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, – ὅσο κι ἂν ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε, ὅσο καὶ ἂν ἀποσπασθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ -, ἂν θέλουμε ἐν μετανοίᾳ νὰ ἑνωθοῦμε πάλι μὲ τὸν Θεό, μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε. Μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του, νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν.
Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.
Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰς Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση – κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.
Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ “ναί” στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.
Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου. «Προΐσταται τῶν σωζομένων», κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως καὶ Θεολογίας μας.
Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ. Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ. Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).
Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα. Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ: Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.
Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση, ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.
Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία, ὁ χῶρος τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
Ὅσοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ ἕνωσις γίνεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἕνωσις ὄχι βέβαια μὲ τὴν Θεία οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωσις ὅμως αὐτὴ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἐξωτερική, οὔτε ἁπλῶς ἠθική.
Δὲν εἴμαστε ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἴσως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὀπαδοὶ ἑνὸς φιλόσοφου ἢ ἑνὸς διδασκάλου. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ πραγματικὸ καὶ ὄχι τὸ ἠθικό, ὅπως λανθασμένα ἔγραψαν μερικοὶ θεολόγοι μὴ ἐμβαθύνοντας στὸ πνεῦμα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς μᾶς παίρνει, τοὺς Χριστιανούς, παρὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, καὶ μᾶς ἐνσωματώνει στὸ σῶμα Του. Μᾶς κάνει μέλη Του. Καὶ γινόμαστε πραγματικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἠθικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. ε´ 30).
Βεβαίως ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἄλλοτε εἶναι ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλοτε νεκρά. Ἀλλὰ καὶ νεκρὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας π.χ. ποῦ εἶναι βαπτισμένος, ἔχει γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν ζεῖ πνευματικὴ ζωή, εἶναι νεκρὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μετανοήσει, ἀμέσως δέχεται τὴν θεία ζωή. Αὐτὴ τὸν διαποτίζει καὶ γίνεται ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιστεῖ. Ὁ ἀβάπτιστος ὅμως δὲν εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ ἠθικὴ κατ᾿ ἄνθρωπον ζωή. Χρειάζεται νὰ βαπτιστεῖ, γιὰ νὰ γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμεθα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται δική μας ζωή. Καὶ ἔτσι ζωοποιούμαστε καὶ σωζόμαστε καὶ θεωνόμαστε. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ θεωθοῦμε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔκανε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του.
Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα μᾶς συσσωματώνουν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνουν, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, σύσσωμους καὶ ὅμαιμους Χριστοῦ. Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μὲ τὸν Χριστό.
Τί μεγάλη εὐλογία, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια! Ὁ Χριστὸς γίνεται δικός μας, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική μας, τὸ αἷμα Του γίνεται αἷμα μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ δίδει στὴν θεία Κοινωνία. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν θεία Κοινωνία.
Ἔτσι λοιπὸν βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογούμενοι, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἴμαστε πλέον ξένοι, ἀλλὰ οἰκεῖοι Του.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, ζοῦμε αὐτὴ τὴν νέα πραγματικότητα ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο: τὴν καινὴ κτήση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται καὶ δική μας ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν στὴν θέωση. Ἡ θεία Λειτουργία, τὰ Μυστήρια, ἡ θεία Λατρεία, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ νηστεία, ὅλα ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τῆς θεώσεως.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα κοινωνικό, πολιτιστικὸ ἢ ἱστορικὸ ἵδρυμα ποὺ μπορεῖ νὰ ὁμοιάζει μὲ ἄλλα ἱδρύματα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅπως οἱ διάφοροι θεσμοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος ἴσως ἔχει ὡραίους θεσμούς, ὡραῖες ὀργανώσεις, ὡραῖα ἱδρύματα, καὶ ἄλλα πράγματα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὅμως εἶναι ὁ ἀνεπανάληπτος, μοναδικὸς χῶρος τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός, πουθενὰ ἀλλοῦ. Οὔτε στὰ Πανεπιστήμια, οὔτε στὰ ἱδρύματα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, οὔτε σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὡραῖο καὶ καλὸ ἔχει ὁ κόσμος. Ὅλα αὐτά, ὅσο καλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὅμως δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.
Γι᾿ αὐτὸ ὅσο καὶ ἂν προοδεύσουν οἱ κοσμικοὶ θεσμοὶ καὶ τὰ συστήματα, δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν Ἐκκλησία.
Εἶναι δυνατόν, ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, νὰ περνοῦμε κρίσεις καὶ δυσκολίες κατὰ καιρούς, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνουν καὶ σκάνδαλα μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὰ γίνονται, διότι στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε σὲ πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Γινόμαστε, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε θεοί. Ὅσο ὅμως καὶ νὰ συμβαίνουν αὐτά, ἐμεῖς ποτὲ δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν μοναδικὴ δυνατότητα νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό.
Ὅταν π.χ. πηγαίνουμε στὸν Ναὸ γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦμε, καὶ συναντοῦμε ἐκεῖ ἴσως μερικοὺς ποὺ δὲν προσέχουν στὴ ἱερὰ ἀκολουθία καὶ συζητοῦν μάλιστα μεταξύ τους, ἔτσι ὥστε καὶ νὰ ἀποσποῦν πρὸς στιγμὴν τὴν προσοχή μας ἀπ᾿ αὐτή, ἔρχεται ἕνας, εὔλογος τάχα, λογισμὸς ποὺ μᾶς λέγει: – «Τί κερδίζεις τελικὰ ποὺ ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλησία; Δὲν κάθεσαι καλύτερα στὸ σπίτι σου, ὅπου θὰ ἔχεις καὶ περισσότερη ἡσυχία καὶ ἄνεση γιὰ νὰ κάνεις προσευχή;».
Ἐμεῖς ὅμως πρέπει μὲ σύνεση νὰ ἀντιλέξουμε στὸν πονηρὸ αὐτὸν λογισμό:
– «Ναὶ μέν, θὰ ἔχω ἴσως περισσότερη ἐξωτερικὴ ἡσυχία στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχω τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ μὲ θεώνει καὶ νὰ μὲ ἁγιάζει. Δὲν θὰ ἔχω τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του. Δὲν θὰ ἔχω τὸ ἅγιο Σῶμα Του καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του, ποὺ εὑρίσκονται στὸν ἱερὸ Ναό Του, ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα. Δὲν θὰ συμμετέχω στὸν μυστικὸ Δεῖπνο τῆς θείας Λειτουργίας. Θὰ εἶμαι ἀποκομμένος ἀπὸ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου, μὲ τοὺς ὁποίους μαζὶ συναποτελοῦμε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ».
Ἔτσι λοιπὸν ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι σ᾿ αὐτὴν μόνο εὑρίσκουμε τὸν δρόμο τῆς θεώσεως.
Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ
Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση, ἐπειδὴ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο οὐσία, ὅπως νομίζουν οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνο οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε, νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ «οὐ γὰρ μὴ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. λγ´, 20).
Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα κάπως σχετικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν πιάσουμε ἕνα ἡλεκτρικὸ καλώδιο γυμνό, θὰ πεθάνουμε. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μία λάμπα στὸ καλώδιο, φωτιζόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος τὴν βλέπουμε, τὴν χαιρόμαστε, μᾶς βοηθεῖ. Τὴν οὐσία του δὲν μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόμασταν καὶ ἐμεῖς κατ᾿ οὐσίαν θεοί. Δηλαδή, ὅλα θὰ γινόντουσαν θεοί, θὰ ὑπῆρχε μία σύγχυσις, καὶ τίποτε δὲν θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ θεός. Ὅτι πιστεύουν μὲ λίγα λόγια στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, π.χ. στὸν Ἰνδουισμό, ὅπου ὁ θεὸς δὲν εἶναι προσωπικὴ ὕπαρξις, ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα (Πανθεϊσμός).
Ἐὰν πάλι ὁ Θεὸς εἶχε μόνο τὴν ἀμέθεκτη θεία οὐσία χωρὶς τὶς ἐνέργειές Του, θὰ παρέμενε ἕνας θεὸς αὐτάρκης, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀκοινώνητος στὰ πλάσματά του.
Ὁ Θεός, κατὰ τὴν ὀρθόδοξο θεολογικὴ θεώρηση εἶναι Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν Μονάδι. Ὅπως λέγουν χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ὁ Θεὸς ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ἁγία ἀγάπη, ἕνα ἅγιο ἔρωτα γιὰ τὰ πλάσματά Του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄπειρη καὶ ἐκστατικὴ ἀγάπη Του ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν Ἑαυτό του καὶ ζητεῖ νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους. Τοῦτο ἐκφράζεται καὶ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐνέργειά του, ἢ καλύτερα μὲ τὶς ἐνέργειές Του.
Μὲ τὶς ἄκτιστες αὐτὲς ἐνέργειές Του ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ συνεχίζει νὰ τὸν συντηρεῖ. Δίδει οὐσία καὶ ὑπόσταση στὸν κόσμο μας μὲ τὶς οὐσιοποιητικὲς ἐνέργειές Του. Εἶναι παρὼν στὴν φύση καὶ συντηρεῖ τὸ σύμπαν με τὶς συντηρητικὲς ἐνέργειές Του. Φωτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς φωτιστικές του ἐνέργειες. Τὸν ἁγιάζει μὲ τὶς ἁγιαστικὲς ἐνέργειες. Τὸν θεώνει, τέλος μὲ τὶς θεοτικὲς ἐνέργειές του. Ἄρα μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του ὁ ἅγιος Θεὸς μπαίνει στὴν φύση, στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι θεῖες ἐνέργειες. Εἶναι κι αὐτὲς Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι ἡ οὐσία Του. Εἶναι Θεὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ θεώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν ἦσαν θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες, τότε δὲν θὰ ἦσαν Θεός, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς θεώσουν, νὰ μᾶς ἑνώσουν μὲ τὸν Θεό. Θὰ ὑπῆρχε μία ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ τὸ νὰ ἔχει ὅμως ὁ Θεὸς θεῖες ἐνέργειες καὶ μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς νὰ ἑνώνεται μαζί μας, μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε μαζί του καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μὲ τὴν Χάρι του, χωρὶς νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὸν Θεό, ὅπως θὰ γινόταν ἂν ἑνωνόμασταν μὲ τὴν οὐσία Του.
Ἑνωνόμαστε λοιπὸν μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν του κι ὄχι διὰ τῆς φύσεώς Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς μας.
Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ Δυτικοὶ αἱρετικοί. Ἐπειδὴ εἶναι ὀρθολογιστές, δὲν κάνουν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, καὶ λέγουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνο οὐσία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διότι πῶς θὰ θεωθεῖ κατ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν δέχονται ἄκτιστες ἀλλὰ κτιστὲς τὶς θεῖες ἐνέργειες; Καὶ πῶς μπορεῖ κάτι κτιστό, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, νὰ θεώσει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο;
Γιὰ νὰ μὴ πέσουν στὸν πανθεϊσμὸ δὲν ὁμιλοῦν καθόλου γιὰ θέωση. Καὶ ποίος τότε ἀπομένει κατ᾿ αὐτοὺς ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ καλυτέρευσις. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεωθεῖ μὲ τὴν θεία Χάρι, τὶς θεῖες ἐνέργειες, τί σκοπὸ ἔχει ἡ ζωή του; Ἁπλῶς νὰ γίνη ἠθικὰ καλύτερος. Ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ τελειοποίηση εἶναι πολὺ λίγο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλύτεροι ἀπὸ πρίν, νὰ κάνουμε ἠθικὲς πράξεις. Ἐμεῖς ὡς τελικὸ στόχο μας ἔχουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ θέλουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ ὁλοκλήρωσή μας.
Ἡ ψυχὴ τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου λαχταρᾶ τὸν Θεό, ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του. Ὅσο ἠθικός, ὅσο καλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσες καλὲς πράξεις κι ἂν κάνει, ἂν δὲν εὕρη τὸν Θεό, ἂν δὲν ἑνωθεῖ μαζί Του, δὲν ἀναπαύεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Θεὸς ἔβαλε μέσα του αὐτὴν τὴν ἁγία δίψα, τὸν θεῖο ἔρωτα, τὸν πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Του, τὴν θέωση. Ἔχει τὴν ἐρωτικὴ δύναμη μέσα του, ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά, δυνατὰ ἀνιδιοτελῶς, ὅπως ὁ ἅγιος Δημιουργός του ἐρωτεύεται τὸν κόσμο Του, τὰ πλάσματά Του. Νὰ ἐρωτεύεται μὲ τὴν ἁγία αὐτὴ ἐρωτικὴ φορὰ καὶ ἀγαπητικὴ δύναμη τὸν Θεό. Ἂν δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητεῖ τὸ πρωτότυπό της. Ὁ καθένας μας εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρωτότυπο. Ἡ εἰκόνα ζητεῖ τὸ πρωτότυπο, καὶ μόνο ὅταν τὸ βρεῖ ἀναπαύεται σ᾿ αὐτό.
Τὸν ΙΔ´ αἰώνα ἔγινε μία μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προκάλεσε ἕνας Δυτικὸς μοναχός, ὁ Βαρλαάμ. Ἄκουσε αὐτὸς ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ὁμιλοῦσαν περὶ θεώσεως. Πληροφορήθηκε ὅτι γίνονται ἄξιοι μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ πολλὴ προσευχή, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, νὰ λάβουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἄκουσε ὅτι ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ.
Ἔχοντας ὅμως ὁ Βαρλαὰμ τὸ δυτικό, αἱρετικό, ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα ἀδυνατοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν γνησιότητα αὐτῶν τῶν θείων ἐμπειριῶν τῶν ταπεινῶν μοναχῶν, κι ἔτσι ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τοὺς ἁγιορεῖτες ὡς τάχα πλανεμένους, αἱρετικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ βλέπει κανεὶς τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τίποτε περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνέργειας στὸν Θεό.
Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε ἕνα μεγάλο καὶ φωτισμένο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἁγιορείτη Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αὐτὸς μὲ πολλὴ σοφία καὶ φώτιση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἐμπειρία, εἶπε καὶ ἔγραψε πολλὰ καὶ δίδαξε, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι εἶναι ἄκτιστο τὸ φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεία ἐνέργεια. Ὅτι ὄντως βλέπουν τὸ φῶς αὐτὸ οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι ὡς ἀνώτατη, ὕψιστη ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καὶ βλέπονται μέσα στὸ φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ λαμπρότης Του, τὸ Θαβώρειο φῶς, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πραγματικὸ ἄκτιστο φῶς Θεοῦ κι ὄχι συμβολικό, ὅπως πλανεμένα νόμιζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὅμοιοί του.
Στὴ συνέχεια ὅλη ἡ Ἐκκλησία, μὲ τρεῖς μεγάλες Συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κήρυξε πὼς ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἠθικοποίησις τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ θέωσις, ποὺ σημαίνει συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἀκτίστου φωτός Του.
Ὀφείλουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι μὲ τὴν φώτιση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ θεολογία του μᾶς παρέδωσε τὴν διδασκαλία καὶ αἰώνιο πείρα τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἐπειδὴ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό. Εἶναι Χριστιανὸς διότι μπορεῖ νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ὅταν ἀγαπᾶς πραγματικὰ ἕνα πρόσωπο καὶ συνομιλῆς μαζί του, τὸ αἰσθάνεσαι, τὸ χαίρεσαι, ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει μία ἐξωτερικὴ ἁπλῶς σχέση, ἀλλὰ μυστικὴ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ “ἀλάθητο” τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι ἂν δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωση, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;
Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι
Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν θέωση. Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση.
Διακρίνουμε δὲ ὁρισμένες ἀπαραίτητες προϋποθέσεις στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση.
α) Ἡ ταπείνωσις
Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις. Χωρὶς τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὴν τροχιὰ τῆς θεώσεως, νὰ δεχθεῖ τὴν θεία Χάρι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατὶ πῶς χωρὶς ταπείνωση θὰ ἀναγνωρίσεις ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς σου εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, εἶναι στὸ Θεό;
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς κέντρο καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ αὐτοτελειωθῆ, νὰ αὐτοορισθῆ, νὰ αὐτοθεωθῆ. Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, τῆς σύγχρονης πολιτικῆς. Νὰ κάνουμε ἕνα κόσμο ἔστω καλύτερο, δικαιότερο, ἀλλὰ αὐτόνομα. Ἕνα κόσμο ποὺ θὰ ἔχει κέντρο τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε καλοῦ. Αὐτὸ τὸ λάθος ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ, ποὺ πίστεψε πὼς μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις μποροῦσε νὰ γίνει Θεός, νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Τὸ λάθος τοῦ Ἀδὰμ κάνουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά, ἔχουν κέντρο τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὅλα τὰ μὴ ὀρθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, ἀθεϊσμός, ὅ,τι ἄλλο ἐκτὸς Ὀρθοδοξίας, αὐτὸν τὸν κοινὸ παρονομαστῆ ἔχουν: Κέντρο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Σὲ μᾶς κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ γίνει κανεὶς αἱρετικός, χιλιαστής, μασόνος, ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ γίνει Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος. Γιὰ νὰ γίνεις Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, πρέπει νὰ δεχθεῖς ὅτι κέντρο τοῦ κόσμου δὲν εἶσαι ἐσὺ ἀλλὰ ὁ Χριστός.
Ἄρα ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις, νὰ ἀναγνωρίσουμε δηλαδὴ ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, εἶναι στὸν Πατέρα μας, τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας.
Χρειάζεται ἀκόμη ταπείνωσις, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ὅτι εἴμαστε ἐμπαθεῖς, γεμάτοι ἀδυναμίες καὶ πάθη.
Κι αὐτὸς πάλι ποὺ ἀρχίζει τὴν πορεία τῆς θεώσεως, πρέπει νὰ ἔχη διαρκῆ τὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ διατηρεῖται συνεχῶς στὴν πορεία αὐτή. Διότι ἂν δεχθεῖ τὸν λογισμὸ ὅτι μὲ τὶς δικές του δυνάμεις τὰ καταφέρνει καλὰ καὶ προχωρεῖ, τότε εἰσέρχεται μέσα του ἡ ὑπερηφάνεια. Χάνει ὅ,τι κέρδισε καὶ χρειάζεται νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ δεῖ τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά του καὶ νὰ μὴ βασίζεται στὸν ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ βασίζεται στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βρίσκεται συνεχῶς στὴν πορεία τῆς θεώσεως.
Γι᾿ αὐτὸ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ μεγάλη ταπείνωσή τους. Ἐνῶ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό, ἔλαμπαν μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ἦταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅτι ἦταν πολὺ χαμηλά, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅτι ἦταν οἱ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή τους ἦταν ποὺ τοὺς ἔκανε θεοὺς κατὰ Χάριν.
β) Ἡ ἄσκησις
Μᾶς λέγουν ἐπίσης οἱ Πατέρες ὅτι ἡ θέωσις ἔχει στάδια. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χαμηλότερα καὶ προχωρεῖ πρὸς τὰ ὑψηλότερα. Ἔχοντας τὴν ταπείνωση, ἀρχίζουμε μὲ μετάνοια καὶ πολλὴ ὑπομονὴ τὸν καθημερινό μας ἐν Χριστῷ ἀγώνα, τὴν ἄσκηση τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Λέγουν δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὶς ἐντολές Του κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κι ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ πίστη στὸν Χριστὸ τὶς τηρεῖ, τότε ἑνώνεται μαζί Του.
Αὐτὸ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ “πράξις”. Εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀγωγή, ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου πρὸς τὴν θέωση.
Φυσικὰ αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, διότι ὁ ἀγώνας γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν τὰ πάθη ἀπὸ μέσα μας εἶναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ὥστε σιγὰ-σιγὰ ὁ χέρσος ἐσωτερικός μας ἀγρὸς νὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὶς πέτρες τῶν παθῶν καὶ νὰ καλλιεργεῖται πνευματικά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ πέφτει ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρποφορεῖ. Ἀπαιτεῖται μεγάλη καὶ συνεχὴς βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ ὅλα αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». (Ματθ. ια´ 12). Καὶ πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν: «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε Πνεῦμα», δηλαδὴ δὲν μπορεῖς νὰ λάβεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἂν δὲν δώσεις τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου στὸν ἀγώνα γιὰ νὰ καθαριστεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ μετανοήσεις πραγματικὰ καὶ σὲ βάθος, καὶ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές.
Ὅλες δὲ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὄψεις τῆς μίας καὶ μεγάλης ἀρετῆς, τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη, ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐκδιώκει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακιῶν καὶ ὅλων τῶν παθῶν, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὅλα τὰ κακὰ μέσα μας πηγάζουν ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ ἀρρωστημένη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὴν ἄσκηση. Χωρὶς ἄσκηση δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή, οὔτε ἀγώνας, οὔτε προκοπή. Ὑπακοῦμε, νηστεύουμε, ἀγρυπνοῦμε, κοπιάζουμε μὲ μετάνοιες, ὀρθοστασίες, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη μας. Ἂν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παύση νὰ εἶναι ἀσκητική, παύει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος. Παύει νὰ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ γίνεται θεὸς κατὰ Χάριν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύσσουν μεγάλη καὶ βαθειὰ ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Κατ᾿ αὐτοὺς ἡ ψυχὴ διακρίνεται στὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος. Τὸ παθητικὸ πάλι περιέχει τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Στὸ λογιστικὸ περιέχονται οἱ λογικὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις. Τὸ θυμοειδὲς εἶναι τὰ θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ συναισθήματα, ἡ ἀγάπη, τὸ μίσος. Τὸ ἐπιθυμητικὸ εἶναι οἱ καλὲς ἐπιθυμίες τῶν ἀρετῶν καὶ οἱ κακὲς ἐπιθυμίες τῶν ἡδονῶν, τῶν ἀπολαύσεων, ἡ φιλοχρηματία, ἡ κοιλιοδουλία, ἡ σαρκολατρεία, τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἂν αὐτὰ τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς, τὸ λογιστικό, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, δὲν καθαρισθοῦν, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ μέσα του τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωθεῖ. Τὸ λογιστικὸ καθαρίζεται μὲ τὴν νήψι, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς τήρησις τοῦ νοὸς ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ τὸ νὰ κρατεῖ δηλαδὴ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀποδιώχνη τοὺς κακούς. Τὸ θυμοειδὲς πάλι καθαρίζεται μὲ τὴν ἀγάπη. Καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, τέλος, καθαρίζεται μὲ τὴν ἐγκράτεια. Ὅλα αὐτὰ πάντως ἀπὸ κοινοῦ καθαρίζονται καὶ ἁγιάζονται μὲ τὴν προσευχή.
γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ προσευχὴ
Ὁ Χριστὸς ἐγκαθίσταται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Στοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι ἐν κοινωνίᾳ Χριστοῦ, ὁ Θεός, ἡ Χάρις Του, εἶναι μέσα τους, στὴν καρδιά τους, διότι εἶναι βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογημένοι, κοινωνημένοι.
Τὰ πάθη ὅμως καλύπτουν τὴν θεία Χάρι, ὅπως ἡ στάχτη τὴν σπίθα. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ ἡ καρδιὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ σπίθα τῆς θείας Χάριτος ἀναζωπυροῦται καὶ ὁ πιστὸς αἰσθάνεται τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά του, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του.
Κάθε προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας βοηθεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἰδιαιτέρως ὅμως βοηθεῖ ἡ λεγόμενη μονολόγιστος εὐχὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ ἢ καρδιακὴ προσευχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Αὐτὴ ἡ προσευχή, ποὺ ἀνέκαθεν παραδίδεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔχει τὸ ἑξῆς πλεονέκτημα: ἐπειδὴ εἶναι μονολόγιστος, δηλαδὴ μόνο μία πρότασις, μᾶς βοηθεῖ νὰ συγκεντρώνουμε εὔκολα τὸν νοῦ μας. Συγκεντρώνοντας τὸν νοῦ μας τὸν βυθίζουμε στὴν καρδιὰ καὶ προσέχουμε ἐκεῖ νὰ μὴ ἀπασχολεῖται μὲ ἄλλα πράγματα καὶ νοήματα, οὔτε καλά, οὔτε κακά, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ἄσκησις στὴν καρδιακὴ αὐτὴ προσευχή, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ σὺν τῷ χρόνῳ συνεχής, εἶναι ὁλόκληρη ἐπιστήμη, τέχνη ἱερά, ποὺ Ἅγιοι τῆς Πίστεώς μας λεπτομερῶς περιγράφουν στὰ ἱερά τους συγγράμματα, ὅπως καὶ σὲ μία μεγάλη συλλογὴ πατερικῶν κειμένων, τὴν “Φιλοκαλία”.
Βοηθεῖ καὶ χαροποιεῖ λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ἡ προσευχὴ αὐτή. Κι ὅταν προχωρήσει ὁ Χριστιανὸς στὴν προσευχὴ αὐτή, καὶ ταυτοχρόνως ἡ ζωή του εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀξιώνεται νὰ λάβει ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος. Ἀρχίζει νὰ γεύεται τὴν γλυκύτητα τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, νὰ γνωρίζει ἐκ πείρας τὸ «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι Χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ´ 9). Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἰδέα, κάτι ποὺ τὸ σκεπτόμαστε μόνο ἢ γιὰ τὸ ὁποῖο συζητοῦμε ἢ διαβάζουμε, ἀλλὰ εἶναι Πρόσωπο, μὲ τὸ Ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ ζωντανὴ καὶ προσωπικὴ κοινωνία, κάτι ποὺ τὸ ζοῦμε, τοῦ Ὁποίου λαμβάνουμε ἐμπειρία.
Τότε βλέπουμε τί μεγάλη καὶ ἄρρητη καὶ ἀνέκφραστη εὐτυχία εἶναι νὰ ἔχουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ νὰ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Πολὺ βοηθεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο, μέσα στὶς διάφορες μέριμνες καὶ ἀπασχολήσεις τῆς κάθε ἡμέρας, νὰ βρίσκουν τουλάχιστον λίγα λεπτὰ ἡσυχίας γιὰ νὰ ἀσκοῦνται σ᾿ αὐτὴν τὴν προσευχή.
Τοὺς ἁγιάζουν βέβαια κι ὅλες οἱ κατὰ Θεὸν ἐργασίες καὶ καθήκοντα, ὅταν γίνονται ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Ὅμως χρειάζεται καὶ ἡ προσευχή. Σ᾿ ἕνα ἥσυχο δωμάτιο (εἶναι καλὸ ἴσως μετὰ ἀπὸ κάποια μελέτη πνευματικὴ ἢ ἀφοῦ ἀνάψουν τὸ καντήλι ἐμπρὸς στὶς εἰκόνες καὶ θυμιάσουν), ὅσο γίνεται μακρυὰ ἀπὸ θορύβους καὶ ἀπασχολήσεις, καὶ ἀφοῦ ἡσυχάσουν ἀπὸ ἄλλες σκέψεις καὶ λογισμούς, νὰ βυθίζουν τὸν νοῦ τους στὴν καρδιὰ λέγοντας τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν (ἢ τὴν ἁμαρτωλήν)». Πόση εἰρήνη καὶ δύναμη ἀντλοῦν οἱ ψυχὲς μ᾿ αὐτὴν τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχία! Πόσο τὶς ἐνισχύει καὶ στὶς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς ἡμέρας νὰ διατηροῦνται εἰρηνικές, χωρὶς νεῦρα καὶ ἔνταση καὶ ἄγχος, ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους σὲ ἁρμονία καὶ ἑνότητα!
Μερικοὶ ἀναζητοῦν λίγη ψυχικὴ ἡσυχία μὲ τεχνητὰ μέσα σὲ ἄλλους χώρους, πλανεμένους καὶ δαιμονικούς, ὅπως στὶς ἀνατολικὲς λεγόμενες θρησκεῖες. Προσπαθοῦν νὰ εὕρουν κάποια ἡσυχία μὲ ἐξωτερικὲς ἀσκήσεις, διαλογισμό, κ.λπ., γιὰ νὰ ἐπιτύχουν κάποια ἰσορροπία ψυχῆς καὶ σώματος. Τὸ λάθος εἶναι ὅτι σ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ λησμονήσει τὶς διάφορες σκέψεις καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο, οὔτε οὐσιαστικὰ δὲν κάνει διάλογο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ μονόλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. Καταλήγει δηλαδὴ πάλι στὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ ἀποτυγχάνει.
Ἐμπειρίες τῆς θεώσεως
Οἱ ἐμπειρίες τῆς θεώσεως εἶναι ἀνάλογες μὲ τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο περισσότερο καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο ἀνώτερη ἐμπειρία λαμβάνει τοῦ Θεοῦ, βλέπει τὸν Θεό, κατὰ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).
Ὅταν ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοεῖ, νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, λαμβάνει τὶς πρῶτες ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες δὲ ἐμπειρίες εἶναι πρῶτα τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, ποὺ φέρουν χαρὰ ἀνεκλάλητη στὴν ψυχή, καὶ ἡ βαθειὰ εἰρήνη ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ πένθος αὐτὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας λέγεται “χαροποιὸν πένθος”, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμούς Του: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4).
Μετὰ προχωρεῖ σὲ ἀνώτερα στάδια, ὅπως εἶναι ὁ θεῖος φωτισμός, μὲ τὸν ὁποῖο φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ βλέπει μὲ ἄλλη χάρι τὰ πράγματα, τὸν κόσμο, τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀγαπᾶ τότε ὁ Χριστιανὸς τὸν Θεὸ περισσότερο καὶ ἔρχονται ἄλλα δάκρυα, ἀνώτερα, ποὺ εἶναι δάκρυα ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, θείου ἔρωτος. Ὄχι πιὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, διότι ἔχει τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του. Τὰ δάκρυα αὐτά, ποὺ φέρουν μεγαλύτερη εὐτυχία, χαρὰ καὶ εἰρήνη στὴν ψυχή, εἶναι ἀνώτερη ἐμπειρία θεώσεως.
Ἀποκτᾶ μετὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀπάθεια, τὴν ζωὴ χωρὶς τὰ διαβλητὰ πάθη, τὶς ἐφάμαρτες ἀδυναμίες. Καὶ εἶναι τότε εἰρηνικὸς καὶ ἀτάραχος σὲ κάθε προσβολὴ ἐξωτερική, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικὲς ὀρέξεις.
Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ καλούμενο “θεωρία”, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος καθαρισμένος ἤδη ἀπὸ τὰ πάθη φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐλλάμπεται καὶ θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ βλέπει τὸν Θεό, πρέπει νὰ εἶναι θεωμένος ἄνθρωπος. Ἄρα θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέωσις.
Ὅταν μάλιστα καθαρισθεῖ τελείως, προσφερθεῖ τελείως στὸν Θεό, τότε λαμβάνει καὶ τὴν μεγαλύτερη στοὺς ἀνθρώπους ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς τὸ βλέπουν οἱ πολὺ προχωρημένοι στὴν θέωση, ἐλάχιστοι σὲ κάθε γενεά. Τὸ βλέπουν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, καὶ φαίνονται μέσα σ᾿ αὐτό, ὅπως ἄλλωστε εἰκονίζονται στὶς ἅγιες εἰκόνες τους μὲ τὰ φωτοστέφανα.
Στὸν βίο π.χ. τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος προσευχόταν στὸ κελί του, τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι, ὅσοι βέβαια μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν νὰ λάμπει ὅλος αὐτὸς καὶ τὸ κελί του μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τῆς θείας Χάριτος. Στοὺς βίους πολλῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, διαβάζουμε πὼς ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια κρεμοῦσαν τὰ σώματά τους στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων πρὸς ἐκφοβισμὸ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, πολλὲς φορὲς τὶς νύχτες φαινόταν ἕνα φῶς νὰ τοὺς περιλάμπη. Κι ἔλαμπε τόσο φανερὰ καὶ ἔντονα, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ κατακτητές, ἐπειδὴ ἀποδεικνυόταν ἔτσι περίτρανα ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, διέτασαν καὶ τὰ κατέβαζαν, ὥστε νὰ μὴν ντροπιάζονται στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν πῶς ὁ Θεὸς δόξαζε τοὺς ἁγίους Μάρτυράς Του.
Ἡ Χάρις τῆς θεώσεως διατηρεῖ ἄφθαρτα καὶ τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, τὰ ἅγια λείψανα, μυροβλύζοντα καὶ θαυματουργοῦντα. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ πρῶτα ἑνωθεῖ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων, κατόπιν σκηνώνει καὶ στὰ ἅγια σώματά τους, καὶ χαριτώνει κι αὐτά. Κι ὄχι μόνο στὰ σώματά τους, ἀλλὰ καὶ στοὺς τάφους τους, στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς Ναούς τους. Νά γιατὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὶς εἰκόνες, τὰ ἅγια λείψανα, τοὺς τάφους, τοὺς Ναοὺς τῶν ἁγίων. Διότι ὅλα αὐτὰ ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος στὴν ψυχή τους λόγῳ τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὸν Θεό, λόγῳ τῆς θεώσεώς του.
Γι᾿ αὐτὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν Χάρι τῆς θεώσεως ὄχι μόνο μὲ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μας, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα συγκοπιάζοντας μὲ τὴν ψυχή, ἀσφαλῶς καὶ συνδοξάζεται, ὡς ναὸς τοῦ ἐνοικοῦντος σ᾿ αὐτὸ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὴ ἡ Χάρις πηγάζοντας ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἐκχύνεται στὴν Παναγία μας, στοὺς Ἁγίους καὶ ἔρχεται καὶ σὲ μᾶς τοὺς ταπεινούς.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ βέβαια ὅτι ὅλες οἱ τυχὸν ἐμπειρίες τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἐμπειρίες θεώσεως καὶ πνευματικές. Πολλοὶ πλανήθηκαν ἀπὸ δαιμονικὲς ἢ ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχει λοιπὸν κίνδυνος πλάνης καὶ δαιμονικῆς ἐπήρειας, πρέπει νὰ ἀναφέρονται ὅλες ταπεινὰ στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος καὶ μὲ τὸν παρὰ Θεοῦ φωτισμοῦ θὰ διακρίνει τὴν γνησιότητα ἢ μὴ αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν καὶ θὰ καθοδηγήσει ἀναλόγως τὴν ἐξομογούμενη ψυχή. Γενικῶς δὲ ἡ ὑπακοή μας στὸν Πνευματικὸ εἶναι ἐκ τῶν πλέον βασικῶν σημείων τῆς πνευματικῆς μας πορείας, διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα μαθητείας ἐν Χριστῷ καὶ ἐξασφαλίζεται ἡ νόμιμος ἄθλησίς μας ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.
Ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος θεώσεως, ἐντὸς πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Μοναχισμός, ὅπου οἱ μοναχοὶ ἁγιαζόμενοι λαμβάνουν ὑψηλὲς ἐμπειρίες ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι, ὅσο μοναχοὶ μετέχουν στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό, βοηθοῦν καὶ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Διότι ὅπως πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί, ἀκολουθώντας τὴν μακραίωνα Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν ἔχει θετικὴ ἐπίδραση στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀγωνιζόμενου πιστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθοδοξία μας ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὸν Μοναχισμό.
Στὴν Ἐκκλησία μας ἐξ᾿ ἄλλου συμμετέχουμε στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἔχουμε τὴν ἐμπειρία καὶ χαρὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Μὲ αὐτὸ ἐννοοῦμε ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἴμαστε ἄτομα μεμονωμένα, ἀλλὰ μία ἑνότης, μία ἀδελφότης, μία ἀδελφικὴ κοινωνία. Κι ὄχι μόνο μεταξύ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦν ἐπὶ γῆς σήμερα ἢ ἔχουν κοιμηθεῖ. Ἀφοῦ καὶ μὲ τὸν θάνατον ἀκόμη δὲν χωρίζονται οἱ Χριστιανοί. Ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ χωρίσει τοὺς Χριστιανοὺς διότι εἶναι ὅλοι τους ἑνωμένοι στὸ ἀνεστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ κάθε Κυριακή, καὶ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, εἴμαστε σ᾿ αὐτὴν ὅλοι παρόντες, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι ἀκόμη καὶ οἱ συγγενεῖς μας ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἂν βέβαια εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό. Ὅλοι ἐκεῖ εἴμαστε καὶ κοινωνοῦμε μεταξύ μας μυστικά, ὄχι ἐξωτερικὰ ἀλλὰ ἐν Χριστῷ.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὴν Προσκομιδή, ὅπου στὸ ἅγιο Δισκάριο, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ Χριστό, τοποθετοῦνται οἱ μερίδες τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων Χριστιανῶν. Ὅλες αὐτὲς οἱ μερίδες ἐμβάπτονται, μετὰ τὸ καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὅτι εἴμαστε μέλη της καὶ μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Κεφαλὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ σώματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ ζωὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴν κεφαλὴ στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα βέβαια ἔχει ζωντανὰ μέλη, ἀλλὰ ἔχει καὶ μέλη ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ζωντάνια, δὲν ἔχουν ὅλα τέλεια ὑγεία. Τέτοιοι εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ ζωντανὰ μέλη του ἔρχεται ἡ ζωή, τὸ αἷμα τὸ ὑγιές, καὶ στὰ ἄλλα μέλη τὰ λιγότερο ὑγιῆ, ὥστε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὑγιαίνουν καὶ δυναμώνουν κι αὐτά. Νά γιατὶ πρέπει νὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία! Γιὰ νὰ λαμβάνουμε ὑγεία καὶ ζωή, ἀφοῦ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότης νὰ ἀναρρώσουμε καὶ νὰ ζωοποιηθοῦμε.
Αὐτὰ ὅλα φυσικὰ δὲν ἔρχονται ἀμέσως. Σ᾿ ὅλη του τὴν ζωὴ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιὰ νὰ μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὰ ἅγια Μυστήρια, νὰ ἁγιάζεται καὶ νὰ θεώνεται.
Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ στόχος ὁ μεγάλος. Δὲν ἔχει τόση σημασία ποῦ ἀκριβῶς θὰ φτάσουμε. Ἀξία ἔχει ὁ ἀγώνας μας, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εὐλογεῖ πλουσίως καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα.
Ἀποτυχία πολλῶν ἀνθρώπων νὰ φθάσουν στὴν θέωσι
Ἐνῶ λοιπὸν ἔχουμε κληθεῖ γιὰ αὐτὸν τὸν μεγάλο σκοπό, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν καὶ νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴν μεγάλη εὐλογία, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ἔπλασε ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς ζοῦμε σὰν νὰ μὴ ὑπάρχει αὐτὸ ὁ μεγάλος, ὁ ὑψηλὸς στόχος. Κι ἔτσι γεμίζει ἀποτυχία ἡ ζωή μας.
Ὁ ἅγιος Θεός μας ἔπλασε γιὰ τὴν θέωση. Ἂν λοιπὸν δὲν θεωθοῦμε, ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι ἀποτυχία.
Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς αἰτίες γι᾿ αὐτό.
α) Ἡ προσήλωσις στὶς βιοτικὲς μέριμνες
Μπορεῖ νὰ κάνουμε καλὰ καὶ ὡραῖα πράγματα. Σπουδές, ἐπάγγελμα, οἰκογένεια, περιουσίες, φιλανθρωπίες. Ὅταν βλέπουμε καὶ χρησιμοποιοῦμε τὸν κόσμο εὐχαριστισιακὰ ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλα συνδέονται μαζί Του καὶ γίνονται δρόμοι ἑνώσεως μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Ἂν δὲν ἑνωθοῦμε ὡστόσο μὲ τὸν Θεό, ἀποτύχαμε, ὅλα εἶναι ἄχρηστα.
Συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀποτυγχάνουν, διότι παρασύρονται ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δευτερεύοντες σκοποὺς στὴ ζωή τους. Δὲν βάζουν ὡς πρῶτο καὶ κύριο στὴν ζωή τους τὴν θέωση. Ἀπορροφοῦνται ἀπὸ τὰ ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου καὶ χάνουν τὰ αἰώνια. Δίδονται ὁλοκληρωτικὰ στὰ δευτερεύοντα καὶ ξεχνοῦν τὸ «ἓν οὗ ἐστι χρεία» (βλ. Λουκ. ι´ 42).
Ὑπάρχει σήμερα ἰδίως μία διαρκῆς ἀπασχόλησις, συνεχεῖς δραστηριότητες, – ἴσως εἶναι καὶ τέχνασμα τοῦ διαβόλου γιὰ νὰ πλανᾶ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς – ἕνεκα τῶν ὁποίων παραμελοῦμε τὴν σωτηρία μας. Π.χ. τώρα ἔχουμε σπουδές, μελέτες, διάβασμα, δὲν εὐκαιροῦμε νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἐκκλησιαζόμαστε, νὰ ἐξομολογούμαστε, νὰ κοινωνοῦμε. Αὔριο θὰ ἔχουμε συνέδρια, συμβούλια, κοινωνικὲς καὶ προσωπικὲς εὐθύνες, πῶς νὰ βροῦμε χρόνο γιὰ τὸν Θεό! Μεθαύριο γάμο, οἰκογενειακὲς μέριμνες, ἀδύνατο νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ πνευματικά. Συνεχῶς ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐμεῖς στὸν Χριστό: «οὐ δύναμαι ἐλθεῖν… Ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρητημένον» (βλ. Λουκ. ιδ´ 19-20).
Κι ἔτσι χάνουν καὶ τὴν ἀξία τους ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα καὶ νόμιμα. Ὅλα αὐτὰ ἔχουν πραγματική, οὐσιαστικὴ ἀξία, ὅταν γίνονται μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδὴ προσπαθοῦμε νὰ τὰ κάνουμε ὅλα πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν παύουμε νὰ νοσταλγοῦμε, νὰ ἐπιδιώκουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς σπουδές, πέρα ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα, πέρα ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, πέρα ἀπὸ τὶς ὅποιες καλὲς καὶ ἱερὲς εὐθύνες καὶ δραστηριότητες: νὰ ποθοῦμε τὴν θέωση. Τότε βρίσκουν κι ὅλα αὐτὰ τὸ πραγματικό τους νόημα καὶ τὴν αἰώνιο προοπτική τους καὶ μᾶς ὠφελοῦν.
Εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´ 33). Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέωσις, τὸ νὰ λάβουμε τὴν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅταν ἔλθει ἡ θεία Χάρις καὶ βασιλεύσει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος βασιλεύεται ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ διὰ τῶν θεωμένων ἀνθρώπων ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στὴν κοινωνία. Ἀλλὰ κι ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες, στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ τὸ «ἐλθέτω ἡ βασιλεία» σημαίνει «ἐλθέτω ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ποὺ ὅταν ἔλθει θεώνει τὸν ἄνθρωπο.
β) Ὁ ἠθικισμός
Τὸ πνεῦμα δυστυχῶς τοῦ ἠθικισμοῦ ποὺ προαναφέραμε, τὸ νὰ περιορίσουμε δηλαδὴ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ στὴν ἠθικὴ βελτίωση, ἔχει ἐπηρεάσει ἀρνητικά, ἀρκετὰ καὶ στὸν τόπο μας, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματικότητα τῶν Χριστιανῶν. Λόγω δυτικῆς θεολογικῆς ἐπιδράσεως πολλὲς φορὲς παύουμε νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν θέωση.
Ἡ ἀγωγὴ ὅμως τῆς ἠθικῆς βελτιώσεως εἶναι ἀγωγὴ ἀνθρωποκεντρική, μὲ κέντρο τὸν ἄνθρωπο. Σ᾿ αὐτὴν προέχει ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια κι ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται ὅτι μᾶς σώζει ἡ ἠθική μας κι ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ μία τέτοια κατάσταση καὶ ζωὴ δὲν ἔχουμε ἀληθινὲς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἀναπαύεται πραγματικά, δὲν ξεδιψᾶ. Αὐτὴ ἡ ἀγωγή, ποὺ ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ ἀπέτυχε, μὴ ἐκπροσωπώντας τὸ γνήσιο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐν πολλοῖς ὑπεύθυνη καὶ γιὰ τὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία πρὸς τὴν πνευματικὴ ζωὴ πολλῶν συνανθρώπων μας καὶ δὴ νέων.
Ἀντὶ νὰ μιλοῦμε οἱ γονεῖς, οἱ διδάσκαλοι, οἱ κληρικοί, καὶ ὅλοι οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας, στὰ Κατηχητικά μας, στὰ κηρύγματα καὶ ἀλλοῦ, γιὰ μία στείρα βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου ἂς παιδαγωγοῦμε τοὺς Χριστιανούς μας πρὸς τὴν θέωση, ὅπως εἶναι τὸ γνήσιο πνεῦμα καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρετὲς ἄλλωστε, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι, δὲν ἀποτελοῦν τὸν σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ μέσα καὶ τρόπους ποὺ μᾶς προετοιμάζουν νὰ δεχθοῦμε τὴν θέωση, τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐπιγραμματικὰ διδάσκει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.
γ) Ὁ ἀνθρωποκεντρικὸς οὐμανισμός
Ὁ αὐτόνομος οὐμανισμὸς πάλι ὡς φιλοσοφικοκοινωνικὸ σύστημα, χωρισμένο, αὐτονομημένο ἀπὸ τὸν Θεό, ὁδηγεῖ σὲ ἕνα πολιτισμὸ φιλαυτίας καὶ ἀδιεξόδου τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη μας ἐν ὀνόματι τάχα τῆς ἀξιοποιήσεως καὶ ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει ὅμως μεγαλύτερη ἀξιοποίησις γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν θέωση;
Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως
Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὴν θεία Λατρεία, τὴν Πατερικὴ θεολογία, τὸν Μοναχισμό, εἶναι ἀγωγὴ θεώσεως, ἀγωγὴ θεανθρωποκεντρική, μὲ κέντρο τὸν Θεάνθρωπο Χριστό.
Αὐτὴ δίδει μεγάλη χαρὰ στὴν ζωή μας, ὅταν γνωρίζουμε τί μεγάλο προορισμὸ ἔχουμε, τί μακαριότης μᾶς ἀναμένει.
Γλυκαίνει τὸν πόνο σὲ κάθε δοκιμασία καὶ στεναχώρια τῆς ζωῆς μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως.
Ὅταν ἀγωνιζόμαστε μὲ προοπτικὴ τὴν θέωση, ἀλλάζει πρὸς τὸ καλύτερο καὶ στάση μας ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας. Ὅταν δηλαδὴ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς ὑποψήφιους θεούς. Πόσο βαθαίνει καὶ οὐσιαστικοποιεῖται τότε καὶ ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδουμε στὰ παιδιά μας! Πόσο θεάρεστα, ἀγαποῦν τότε καὶ σέβονται ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τὰ παιδιά τους, αἰσθανόμενοι τὴν εὐθύνη καὶ ἱερὴ ἀποστολὴ ποὺ ἔχουν ἀπέναντί τους, νὰ τὰ βοηθήσουν νὰ πετύχουν τὴν θέωση, τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὰ ἔφεραν στὸν κόσμο! Καὶ φυσικὰ πῶς θὰ τὰ βοηθήσουν, ἂν οἱ ἴδιοι δὲν κατευθύνονται πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπό, τὴν θέωση; Ἀλλὰ καὶ πόση ἐκτίμηση θὰ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας, χωρὶς ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια ἀντίθεη, ὅταν συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε πλασμένοι γι᾿ αὐτὸν τὸν μεγάλο σκοπό!
Λέγουν μάλιστα οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἔτσι, ξεπερνώντας τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ φιλοσοφία τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας μας, γινόμαστε πραγματικὰ πρόσωπα, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Συναντοῦμε τὸν Θεὸ μὲ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπο μὲ ἐκτίμηση κι ἀληθινὴ ἀξιοπρέπεια, βλέποντάς τον ὄχι ὡς σκεῦος ἡδονῆς καὶ ἐκμεταλλεύσεως ἀλλὰ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ προορισμένο γιὰ τὴν θέωση.
Ὅσο εἴμαστε κλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, στὸ ἐγώ μας, εἴμαστε ἄτομα, ὄχι ὅμως πρόσωπα. Μόλις ἐξέλθουμε ἀπὸ τὴν κλειστὴ ἀτομική μας ὕπαρξη κι ἀρχίσουμε, σύμφωνα μὲ τὴν ἀγωγὴ τῆς θεώσεως – μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας συνέργεια – νὰ ἀγαποῦμε, νὰ προσφερόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον μας, γινόμαστε πρόσωπα ἀληθινά. Ὅταν δηλαδὴ τὸ ἐγώ μας συναντήσει τὸ Σὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σὺ τοῦ ἀδελφοῦ, τότε ἀρχίζουμε νὰ βρίσκουμε τὸν χαμένο ἑαυτό μας. Ἀφοῦ μέσα στὴν κοινωνία τῆς θεώσεως, γιὰ τὴν ὁποία πλασθήκαμε, μποροῦμε νὰ ἀνοιγόμαστε, νὰ ἐπικοινωνοῦμε, νὰ χαιρόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον πραγματικὰ κι ὄχι φίλαυτα.
Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἦθος τῆς θείας Λειτουργίας, στὴν ὁποία μαθαίνουμε νὰ ξεπερνοῦμε τὸ στενό, ἀτομικό μας συμφέρον, στὸ ὁποῖο μᾶς ἐξωθεῖ ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη μας, καὶ νὰ ἀνοιγόμαστε σὲ κοινωνία θυσίας καὶ ἀγάπης ἐν Χριστῷ.
Ἀναπαύει καὶ ὁλοκληρώνει πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ αἴσθηση αὐτὴ τῆς μεγάλης κλήσεώς του, δηλαδὴ τῆς θεώσεως.
Ὁ ὀρθόδοξος ἀνθρωπισμὸς τῆς Ἐκκλησίας μας βασίζεται σ᾿ αὐτὴν τὴν μεγάλη κλήση τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀξιοποιεῖ στὸ ἔπακρο ὅλες τὶς δυνάμεις του.
Ποιὸς ἄλλος ἀνθρωπισμός, ὅσο προοδευτικὸς καὶ φιλελεύθερος κι ἂν φαίνεται, εἶναι τόσο ἐπαναστατικὸς ὅσο ὁ ἀνθρωπισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό; Τέτοιο ὄντως ὑψηλὸ ἀνθρωπισμὸ μόνο ἡ Ἐκκλησία ἔχει.
Γι᾿ αὐτὸ ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ πολλοὶ προσπαθοῦν νὰ ξεγελάσουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κυρίως τοὺς νέους, προβάλλοντας τοὺς ψευτοανθρωπισμούς τους, οἱ ὁποῖοι κατ᾿ οὐσίαν κολοβώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸ ὁλοκληρώνουν, ἔχει μεγάλη σημασία ὁ τονισμὸς αὐτῆς τῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν θέωσι
Σήμερα οἱ νέοι ἄνθρωποι ζητοῦν ἐμπειρίες. Δὲν ἀρκοῦνται σὲ μία ὑλιστικὴ ζωή, σὲ μία ὀρθολογιστικὴ κοινωνία, ὅπως τοὺς τὴν παραδίδουμε οἱ μεγαλύτεροι. Τὰ παιδιά μας, ποὺ εἶναι εἰκόνες Θεοῦ, “κεκελευσμένοι θεοί”, ζητοῦν κάτι πέρα ἀπὸ τὰ λογικὰ σχήματα μιᾶς ὑλιστικῆς φιλοσοφίας καὶ ἀθέου παιδείας ποὺ τοὺς προσφέρουμε. Ζητοῦν ἐμπειρίες ἀληθινῆς ζωῆς. Δὲν τοὺς ἀρκεῖ μάλιστα νὰ ἀκοῦν γιὰ τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦν τὴν ἐμπειρία Του, τὸ φῶς Του, τὴν Χάρι Του. Κι ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς ἀναπαύσει, ἔχει τὴν ἐμπειρία ποὺ διψοῦν, μάταια ἀναζητοῦν καὶ καταφεύγουν σὲ διάφορα ἄλλα φθηνὰ ὑποκατάστατα, προκειμένου νὰ εὕρουν κάτι τὸ ἐξωλογικό, τὸ ὑπέρλογο.
Καὶ ἄλλοι μὲν ὁδηγοῦνται σὲ ἀνατολικοὺς μυστικισμούς, τύπου γιόγκα. Ἄλλοι στὸν ἀποκρυφισμὸ ἢ στὸν γνωστικισμό, τελευταία δὲ δυστυχῶς καὶ σὲ ἀπροκάλυπτο σατανισμό.
Ἀλλὰ καὶ στὴν ἠθικὴ δὲν γνωρίζουν κανένα φραγμό, ἀφοῦ αὐτὴ χωρισμένη καὶ στερημένη ἀπὸ τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπό της, νὰ τοὺς ἑνώσει μὲ τὸν ἅγιο Θεό, καταντᾶ χωρὶς κανένα ἀπολύτως νόημα.
Ἔτσι πλεονάζουν τραγικὰ φαινόμενα ὅπως ὁ ἀναρχισμὸς καὶ ἡ τρομοκρατία, μὲ τὰ ὁποῖα πολλοὶ νέοι ἄνθρωποι ποὺ κατὰ βάθος θέλουν νὰ ἱκανοποιήσουν ἕνα δυναμισμὸ ποὺ ἔχουν μέσα τους, – καὶ ποὺ δὲν ἐκπληρώνεται βαθειὰ αὐτὸς ὁ πόθος τους, γιατὶ δὲν ἔτυχαν αὐτὴ τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως – καὶ βιαιότητες κατὰ τῶν συνανθρώπων τους.
Ἡ πλειονότης τῶν νέων, καὶ ὄχι μόνο, τὸν πολύτιμο χρόνο τῆς ζωῆς τους καὶ τὶς δυνάμεις τους, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἐπιτυχία στὸν σκοπὸ τῆς θεώσεως, τὰ κατασπαταλοῦν στὴν ἠδονοθηρία καὶ σαρκολατρεία, πού, μὲ τὴν ἀνοχὴ δυστυχῶς καὶ τῆς πολιτείας μερικὲς φορές, γίνονται τὰ σύγχρονα εἴδωλα, οἱ σύγχρονοι “θεοί”, προκαλώντας ἔτσι μεγάλη φθορὰ στὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές τους.
Ἄλλοι ζώντας χωρὶς καθόλου ἰδανικὰ κατατρίβονται σὲ διάφορες ἄσκοπες, ἀνούσιες καὶ βλαβερὲς ἀσχολίες, ἄλλοι αἰσθάνονται ἀπόλαυση τρέχοντας ὑπέρμετρα στοὺς δρόμους – μὲ τραγικὲς πολλὲς φορὲς καταλήξεις τοὺς τραυματισμοὺς καὶ τὸν θάνατο -, κι ἄλλοι πάλι μετὰ ἀπὸ περιπλανήσεις παραδίδονται ἄνευ ὅρων στὴν δαιμονικὴ ἐξάρτηση τῶν ναρκωτικῶν, τὴν νέα αὐτὴ μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας.
Καὶ τέλος ἀρκετοί, μετὰ ἀπὸ μία σχετικὰ σύντομη ζωή, γεμάτη ἀπὸ ἀποτυχίες καὶ ἀπογοητεύσεις, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα δίδουν τέλος στὸ μαρτύριο τῆς μάταιης ἀναζητήσεώς τους καταφεύγοντας δυστυχῶς στὴν ἔσχατη μορφὴ ἀπελπισίας, τὴν αὐτοκτονία.
Δὲν εἶναι ἀλῆτες ὅλα αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ καταφεύγουν σ᾿ αὐτὰ τὰ παράλογα καὶ τραγικά. Εἶναι νέοι, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά μας, ποὺ ἀπογοητευμένα ἀπὸ τὴν ὑλιστική, αὐτάρκη κοινωνία ποὺ τοὺς παραδίδουμε, δὲν βρίσκουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν πλασθεῖ, τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, ποὺ δὲν τοὺς τὸ δώσαμε καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγνοοῦν. Ἀγνοοῦν τὸν μεγάλο σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὴ βρίσκοντας ἀνάπαυση σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο καταφεύγουν στὴν ἀπελπισία μὲ τὶς μορφὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν.
Σήμερα ἀρκετοὶ Ποιμένες τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, πνευματικοί, ἀλλὰ καὶ λαϊκοὶ ἀδελφοί, ἀπὸ ἀγάπη ἀνιδιοτελῆ ἀναλώνονται καθημερινῶς στὴν καθοδήγηση τῶν νέων μας μὲ σκοπὸ τὴν θέωσή τους. Τοὺς εἴμαστε εὐγνώμονες γιὰ τὴν θυσία καὶ προσφορά τους, γιὰ τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο τους, μὲ τὸ ὁποῖο διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ σώζονται καὶ ἁγιάζονται ψυχὲς ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε.
Ταπεινὰ βοηθεῖ καὶ συμπαραστέκεται στὸν μεγάλο αὐτὸν πόνο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας μας ὄντας ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος ἁγιασμοῦ καὶ κατὰ Θεὸν ἡσυχίας, ἀπολαμβάνει τὴν εὐλογία τῆς θεώσεως, ζεῖ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἔντονη καὶ ἐναργῆ τὴν ἐμπειρία τῆς Χάριτός Του, τοῦ Φωτός Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ συνάνθρωποί μας, στὴν πλειοψηφία τους νέοι, ὠφελοῦνται, ἐνισχύονται, ἀναγεννῶνται ἐν Χριστῷ μὲ κάποιο προσκύνημά τους στὸν Ἄθωνα ἢ καὶ διατηρώντας πιὸ ἰδιαίτερους δεσμοὺς μαζί του. Κι ἔτσι χαίρονται τὸν Θεὸ στὴν ζωή τους καὶ ἀρχίζουν νὰ καταλαβαίνουν τί εἶναι Ὀρθοδοξία, Χριστιανικὴ ζωή, ἀγώνας πνευματικός, καὶ τί χαρὰ καὶ μεγάλο νόημα δίδουν αὐτὰ στὴν ὕπαρξή τους. Γεύονται δηλαδὴ κάτι ἀπὸ τὸ μεγάλο δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὴν θέωση.
Ἂς μὴ ξεχνοῦμε λοιπὸν ὅλοι οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ θεολόγοι, οἱ κατηχηταί, τὴν ἀγωγὴ τῆς θεώσεως διὰ τῆς ὁποίας οἱ νέοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὸν καθημερινό μας ἀγώνα, τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, ἀποκτοῦμε τὴν δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἕνωση μαζί Του, νὰ χαροῦμε πολὺ δυνατὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀλλὰ καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνιο εὐτυχία καὶ μακαριότητα.
Ἂς εὐχαριστήσουμε συνεχῶς τὸν ἅγιο Κύριο γιὰ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης Του. Στὴν δική Του ἀγάπη ἂς ἀνταποκριθοῦμε μὲ τὴν δική μας ἀγάπη. Ὁ Κύριος θέλει καὶ ποθεῖ νὰ θεωθοῦμε. Γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἄλλωστε ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Γιὰ νὰ λάμπει ὡς ἥλιος ἐν μέσῳ ἡλίων, ὡς Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν.
Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος