...Κάποια στιγμή γυρίζαμε ἀπό τήν κοινότητα στό σπίτι. Περνούσαμε τή γέφυρα Ποκρόφσκι καί ὁ πατέρας μου μέ κρατοῦσε ἀπό τόν ὦμο, ἤ ὅπως ἤθελα νά σκέφτομαι ἐγώ, στηριζόταν σέ μένα. Πίσω μας ἀκούσαμε τούς ἤχους ἑνός φορτηγοῦ.
Τέτοια αὐτοκίνητα στήν περιοχή μας ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν πολύ σπάνιο φαινόμενο. Γυρίσαμε καί εἴδαμε στήν ὁδό Ποκρόσφκαγια ἕνα φορτηγό αὐτοκίνητο, ἀνοιχτοῦ τύπου. Πάνω στήν καρότσα ἦταν ἀρκετοί ἄνθρωποι. Σέ κάθε λακούβα, σέ κάθε στροφή, σφύριζαν, φώναζαν. Οἱ φωνές τους ἦταν οἱ ἄγριες φωνές ἑνός μεθυσμένου πλήθους. Ξαφνικά, χωρίς νά τό περιμένουμε, σταμάτησαν μπροστά στό Ναό τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατέβηκαν ὅλοι καί κοιτοῦσαν τό Ναό. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς φοροῦσε τραγιάσκα, δίπλα του ἦταν ἕνας λεπτός φαλακρός μ’ ἕνα μεγάλο χαρτοφύλακα στό χέρι. ῞Ολοι οἱ ἄλλοι περίμεναν. ῾Ο ἄνθρωπος μέ τήν τραγιάσκα πλησίασε στό Ναό, φώναζε, ἔδειχνε τά χαρτιά πού κρατοῦσε ὁ φαλακρός κι ἔπειτα ἔδειχνε τόν τροῦλλο. Φώναζε κι αὐτός, φώναζαν καί οἱ ἄλλοι. Σά νά τούς ἔδωσε τό σύνθημα, ἀγρίεψαν καί μέ γέλια, κραυγές, σφυρίγματα ἔτρεξαν πρός τήν πόρτα τῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ. ῎Εβγαλαν τά παλτά καί τά μπουφάν τους, πήδησαν τά κάγκελα καί μπῆκαν στήν αὐλή.
Αἰσθάνθηκα τά χέρια τοῦ πατέρα μου στό κεφάλι μου καί στούς ὤμους. Τά χέρια του με «ἔσφιγγαν», ἀλλά κάποια στιγμή ἔπεφταν σάν κομμένα. Κοίταζα κρυφά τόν πατέρα, τά χείλη του κάτι ψέλλιζαν. Δέν μποροῦσε πιά νά κάνει τίποτα, δέν εἶχε τή δύναμη. Μόνο προσευχή μποροῦσε νά κάνει.
Αὐτή ἡ ἀγριεμένη ὁμάδα εἶχε ἐντολή νά ἀνέβει στή στέγη. Κάπου βρῆκαν σκάλες καί οἱ πιο τολμηροί ἄρχισαν νά ἀνεβαίνουν. Μερικοί «ἔπεφταν», γελοῦσαν, φώναζαν, καί ξανανέβαιναν. ᾿Ανέβηκαν ἀρκετοί, στάθηκαν πάνω ἀπό τό μέρος τοῦ ἱεροῦ, ἐκεῖ πού ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία πάντα μέ δέος προσευχόμουν. ῎Αρχισαν νά χτυποῦν μέ τίς μπότες τους στό σίδερο τῆς στέγης, ἐνῶ ἀπό τή σκάλα συνεχῶς ἀνέβαιναν, μέχρι πού δέν χωροῦσε ἄλλους. Αὐτός μέ τήν τραγιάσκα τούς ἔδειχνε μέ τό δάχτυλο τόν τροῦλλο καί κουνοῦσε τά χέρια σάν νά σκούπιζε κάτι. Στή στέγη τοῦ Ναοῦ γινόταν ἕνα φοβερό πανηγύρι. ᾿Ανέβαιναν, ἔπεφταν, φώναζαν. Γύρω ἀπό τό Ναό ἄρχισε νά μαζεύεται κόσμος. Πίσω μας, ἀπό τίς μισάνοιχτες πόρτες, στά παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ τῆς κοινότητας, οἱ μοναχές ἔκλαιγαν. Σκούπιζαν μέ τά μαντήλια τους τά δάκρυα. ῏Ηταν συγκλονισμένες ἀπό τό φρικτό θέαμα.
Μετά τό κλείσιμο τοῦ Ναοῦ τῆς ἁγίας Σκέπης ἡ μόνη δυνατότητα πού εἶχαν οἱ μοναχές νά τελοῦν τίς ἀκολουθίες ἦταν στό Ναό τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Αὐτή ἦταν ἡ μοναδική τους χαρά, νά συμμετέχουν στή Θεία Λειτουργία, νά ψάλλουν στή χορωδία, νά ἐξομολογοῦνται, νά κοινωνοῦν. ῏Ηταν ὅ,τι πιό πολύτιμο μετά τήν καταστροφή τῆς μονῆς τους. ῾Ο π. Παῦλος πάντα προσεκτικός καί διακριτικός, μέ μιά ἀπεριόριστη ὑπομονή, ἦταν γι’ αὐτές μία ἐλπίδα, ἕνα στήριγμα, ἕνα σύμβολο φωτεινό. Καί τώρα αὐτός ὁ π. Παῦλος στέκεται ἐδῶ ὄρθιος, κρατάει ἤ μᾶλλον κρατιέται ἀπό τόν μικρό γιό του καί βλέπει νά βεβηλώνουν καί νά καταστρέφουν τό Ναό του. Καί ὅσο περισσότερο παρακολουθοῦν οἱ μοναχές αὐτούς τούς φρικτούς χορούς στή στέγη τοῦ Ναοῦ, τόσο γίνεται ἀδύνατο νά κοιτάξουν τόν ἱερέα τους, ὁ ὁποῖος σιωπηλά καί μέ ἀβάσταχτο πόνο στέκεται δίπλα. Μόλις χτές λειτουργοῦσε σ’ αὐτό τό Ναό καί στό κήρυγμά του ἔλεγε πώς πρέπει νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας.
῎
Ηδη ἀνέβασαν τίς σκάλες στή στέγη, τίς ἔδεσαν καί μέ δυνατές φωνές καί σφυρίγματα ἄρχισαν νά σκαρφαλώνουν στόν τροῦλλο τοῦ Ναοῦ. ῎Εδεσαν ἕνα σχοινί στό σταυρό τοῦ τρούλλου κι ἔκαναν νοήματα σέ ὅσους εἶχαν μείνει κάτω. Κάποιος στή στέγη ἔβγαλε ἕνα τσαλακωμένο κόκκινο μαντήλι καί τό κουνοῦσε στόν ἀέρα. Προσπάθησε ἔπειτα νά δέσει αὐτό τό κόκκινο πανί στό σταυρό. ῞Ολοι φώναζαν, οὔρλιαζαν καί κανείς δέν μποροῦσε νά διακρίνει τά λόγια αὐτοῦ πού φοροῦσε τήν τραγιάσκα. Συνέχιζε νά φωνάζει καί νά κάνει νοήματα. ᾿Από κάτω τούς ἔστελναν σχοινιά. ῎Εδεσαν τά σχοινιά γύρω ἀπό τή μέση τους καί τήν ἄλλη ἄκρη στόν σταυρό. Τό χειροκρότημα καί οἱ φωνές ἀπό κάτω τούς ἔδωσαν θάρρος. Κάνοντας γύρους καί φωνάζοντας ἄρχισαν νά καταστρέφουν τόν τρούλλο, ἐνῶ οἱ κάτω ἐπευφημοῦσαν.
῞Οταν ἐγώ μέ τόν πατέρα μου βγήκαμε ἀπό τό σπίτι, ἡ μητέρα μᾶς σταύρωσε καί πῆγε νά μᾶς δώσει μία ὀμπρέλα, γιατί ὅλα ἔδειχναν ὅτι θά βρέξει. ῾Ο πατέρας μου δέν πῆρε τήν ὀμπρέλα, ὄχι γιατί πίστευε ὅτι δέν θά βρέξει, ἀλλά ἐπειδή ἡ ἴδια ὀμπρέλα ἦταν δεῖγμα ὅτι ἀνήκεις στά ἀνώτερα κοινωνικά στρώματα, στούς πλούσιους, στούς ἀστούς. Κινδύνευες καί μόνο γι’ αὐτό, ἀπό μιά ὀμπρέλα, νά χαρακτηριστεῖς ὡς ἀστός καί ἄρα ὡς ἐχθρός τοῦ λαοῦ.
῎Αρχισε νά βρέχει δυνατά. ῾Ο χορός πάνω στή στέγη τοῦ Ναοῦ σταμάτησε, γιατί γλιστροῦσε. Οἱ καταστροφεῖς τοῦ Ναοῦ ἔγιναν πιό προσεκτικοί, ἐνῶ αὐτός μέ τήν τραγιάσκα φώναζε, τούς ἔλεγε νά βιαστοῦν, τούς ἔδειχνε μέ τά χέρια τόν σταυρό καί μέ μίσος ἔλεγε·
– Σπάστε τον, σπάστε τον.
Αὐτοί ἔβαλαν τά δυνατά τους. Τραβοῦσαν τά σχοινιά, ἀλλά ὁ σταυρός δέν κουνιόταν. Οἱ ἀπό κάτω φώναζαν. ῞Ολοι εἶχαν γίνει μούσκεμα ἀπό τή βροχή καί θύμωναν ὅλο καί περισσότερο πού ὁ σταυρός μένει ἀμετακίνητος.
Κάποιος πιό τολμηρός πιάστηκε ἀπό τό σταυρό καί ἄρχισε νά δένει τό σκοινί πάνω του. Οἱ ἄλλοι ἕνωσαν κι ἄλλα σχοινιά, ὥσπου τό σχοινί μάκρυνε καί ἔφτασε μέχρι τή γῆ. Καί οἱ πάνω καί οἱ κάτω τραβοῦσαν τό σχοινί . ῞Ομως ἀπό τή βροχή εἶχε γίνει πολύ βαρύ καί γλιστροῦσε. Κάποια στιγμή γλίστρησαν κι ἔπεσαν κάτω βλαστημῶντας. Μερικοί ἐγκατέλειψαν τήν προσπάθεια, ἄλλοι πιό φανατικοί συνέχιζαν. Αὐτός μέ τήν τραγιάσκα, δέν φώναζε πιά, ἀλλά γαύγιζε. ῞Ολοι ἔβριζαν, βλαστημοῦσαν, ἀπειλοῦσαν. ῾Ο σταυρός δέν ἔπεφτε. ῞Ομως καί αὐτοί δέν τό ἔβαζαν κάτω, τά μάτια τους σπινθίριζαν ἀπ’ τό μῖσος καί τήν κακία.
῾Ο πατέρας μέ ἔσφιξε δυνατά καί μέ σκέπασε μέ τό παλτό μου. ῾Ο δυνατός ἀέρας σφύριζε. Κάτω στά πόδια μας μόνο λάσπη. ᾿Εγώ κοντά στόν πατέρα, μέσα στό σκοτάδι, κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες τοῦ παλτοῦ του. Καί μόνο σ’ ἕνα στενό ἄνοιγμα μπροστά, μποροῦσα νά διακρίνω τί γίνεται πάνω στό Ναό. ῾Ο πατέρας μέ ἔσφιξε δυνατά, πολύ δυνατά. Μοῦ φάνηκε πώς δέν καταλαβαίνει ὅτι ἐγώ πνίγομαι καί πονάω. Στό πρόσωπό μου ἔτρεχαν ρυάκια ἀπό τό νερό τῆς βροχῆς, τά ὁποῖα κατέβαιναν ἀπό τό κεφάλι τοῦ πατέρα μου, μά αὐτός δέν τό ἔνοιωθε.
Σέ λίγο ἄρχισε ὁ σταυρός νά κλονίζεται. Πίσω ἀπό τήν πλάτη μας ἀκούγαμε τίς προσευχές καί τό κλάμα τῶν μοναχῶν. ῾Ο σταυρός ἔπεσε πάνω στόν τροῦλλο, γλίστρησε στήν ἄκρη τῆς στέγης κι ἔπεσε κάτω. ῞Οσοι ἦταν κοντά ἀποτραβήχτηκαν. Φωνές καί κραυγές μίσους ἀκούστηκαν. ῾Ο σταυρός στό ἔδαφος μέ κομμένα τά σχοινιά. Σ’ ὅλο τό μῆκος τοῦ σταυροῦ ἔτρεχαν μικρά ρυάκια ἀπό τό νερό τῆς βροχῆς. Κλαίγαμε καί μεῖς, ἔκλαιγε καί ὁλόκληρος ὁ οὐρανός.
᾿Απόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γεωργίου Π. Ανσίμωφ
«ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», εκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ