Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
«Μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει πλέον καιρὸς μετανοίας, καὶ στὸν ἅδη ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία νεκρώθηκε ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἐπανέλθει στὴν ζωὴν τὴν κατὰ Θεὸν»
Ὅταν λοιπὸν διαπράξεις ἁμαρτία, μὴν περιμένεις ἀπό κάποιον ἄλλο τὴν κατηγορία, ἀλλὰ πρὶν νὰ κατηγορηθεῖς κατηγόρησε ἐσὺ τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὶς πράξεις σου. Διότι ἐὰν ἄλλος σὲ ἐλέγξει, τότε τὸ κατόρθωμα δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς σου ἐξομολογήσεως, ἀλλὰ ἡ διόρθωση ἐπέρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς κατηγορίας ἐκείνου.
Ἐξομολόγηση δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν ἄλλων, ἀλλὰ πρῶτοι ἐμεῖς νὰ κατηγορήσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν περιμένουμε τὸν ἔλεγχο ἐκ μέρους ἄλλων. Διότι ὁ Πέτρος, ὕστερα ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἄρνηση (τότε πού ἀρνήθηκε πώς γνωρίζει τὸν Κύριο), ἐπειδὴ ἀμέσως ἀναγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν κατηγορήσει, καὶ τὸ ἔγκλημά του ὁμολόγησε καὶ πικρὰ ἔκλαψε, τόσο τέλεια καθαρίστηκε ἀπὸ τὴν ἄρνησή του, ὥστε ἔγινε πρῶτος ἀπὸ ὅλους τους ἁγίους Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτὸν ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Ἐὰν δηλαδὴ ὁ Ἱερέας ἔλαβε ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες διαπράττουμε πρὸς τὸν Θεό, πολὺ περισσότερο θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἀπαλλάξει καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὶς ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες κάνουμε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἄρχων εἶναι καὶ ὁ ἱερέας καὶ μάλιστα ἄρχων περισσότερο σεβαστὸς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλιά. Διότι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ αὐτὴν τὴν κεφαλὴ τοῦ βασιλιᾶ τὴν ὑπέταξαν στὰ χέρια τοῦ Ἱερέα. Καὶ ὅταν παραστεῖ ἀνάγκη γιὰ νὰ ζητηθεῖ ἡ Βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς καταφεύγει πρὸς τὸν ἱερέα καὶ ὄχι ὁ ἱερέας πρὸς τὸν βασιλιά.
Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν κατέβασε Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ τοὺς κάνει διδασκάλους τῶν ἀνθρώπων, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐπιτιμοῦν (γιὰ νὰ μὴ μᾶς κάνουν παρατηρήσεις) συχνότερα καὶ αὐστηρότερα οἱ Ἄγγελοι, λόγῳ τῆς ὑπεροχῆς τῆς δικῆς τους φύσεως καὶ λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν τὶς ὁποῖες ἔχουμε ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι. Ἀντὶ τῶν Ἀγγέλων μᾶς ἔδωσε ὡς διδασκάλους καὶ ἱερεῖς ἀνθρώπους θνητούς, ἔχοντας τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ὥστε ὁ κίνδυνος νὰ ὑποπέσουν καὶ αὐτοὶ στὰ ἴδια σφάλματα νὰ συγκρατεῖ τὴ γλώσσα καὶ τὴ δικιά τους, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων πού τοὺς ἀκοῦνε, καὶ νὰ μὴν ἐλέγχουν τοὺς ἄλλους αὐστηρότερα ἀπὸ ὅσο πρέπει.
Γιὰ ποιὸν λόγο τὰ εἶπα ὅλα αὐτά; Γιὰ νὰ μὴν λέτε ὅτι «ἐσὺ ἐπειδὴ δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἐπειδὴ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ψυχικὸ πόνο πού αἰσθάνεται κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐπιτίμηση τοῦ ἱερέα, μὲ μεγαλύτερη τόλμη προξενεῖς σὲ ἐμᾶς (στὴν ψυχὴ μας) πληγή». Πρῶτος ὅμως αἰσθάνομαι ἐγὼ τὸν πόνο, διότι καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ὑπόκειμαι στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. «Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὶς πράξεις μας» (Σοφία Σειράχ, 8, 5) καὶ «ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά;» (Παροιμίες Σολομῶντος, 20, 9).
Ὥστε δὲν σᾶς ἐλέγχω ἐπειδή μοῦ ἀρέσει νὰ ἐπικρίνω τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, οὔτε κινούμενος ἀπὸ ἀπανθρωπιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον μου γιὰ σᾶς. Διότι ὅταν μὲν πρόκειται γιὰ τοὺς γιατροὺς οἱ ὁποῖοι θεραπεύουν τὰ σώματα, ἐκεῖνος μὲν ὁ ὁποῖος προξενεῖ τὴν πληγή, τίποτα δὲν αἰσθάνεται ἀπὸ αὐτήν, καὶ ὁ μόνος ὁ ὁποῖος σπαράσσεται ἀπὸ τὸν πόνο εἶναι ὁ ὑφιστάμενος τὴν ἐγχείρηση. Ὅταν ὅμως πρόκειται γιὰ τοὺς Πνευματικοὺς (Ἱερεῖς Ἐξομολόγους), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἀποστολὴ νὰ θεραπεύουν τὰ ψυχικὰ τραύματα, δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο, ἐκτὸς βεβαίως ἐὰν κάνω λάθος, κρίνοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου τὸ τί συμβαίνει στοὺς ἄλλους Πνευματικούς. Πρῶτος ὑποφέρει ψυχικὰ ὁ Πνευματικός, ὅταν ἐπιτιμᾶ τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Διότι δὲν πονᾶμε τόσο πολὺ ὅταν ἐλεγχόμαστε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅσο ὑποφέρουμε ὅταν ἐλέγχουμε τοὺς ἄλλους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι.
Θέλετε νὰ μάθετε πόσο σπουδαῖο κατόρθωμα εἶναι τὸ νὰ θυμᾶται κανεὶς τὰ ἁμαρτήματά του; Ὅταν πρόκειται νὰ δαπανήσουμε χρήματα, ἀφοῦ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸ κρεβάτι, προτοῦ νὰ τὰ διαθέσουμε γιὰ κάποια ἀγορὰ ἢ νὰ τὰ μεταχειριστοῦμε γιὰ κάποια δημόσια ἢ ἰδιωτικὴ συναλλαγή, ἀφοῦ καλέσουμε τὸν διαχειριστὴ μας ζητᾶμε λογαριασμὸ γιὰ ὅσα δαπανήθηκαν προηγουμένως, γιὰ νὰ δοῦμε τί δαπανήθηκε κακῶς καὶ τί ξοδεύθηκε καλῶς, καὶ ἐπίσης πόσο ὑπόλοιπο ἔχει μείνει. Καὶ ἂν δοῦμε ὅτι τὸ περίσσευμα εἶναι μικρό, προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ βροῦμε τρόπο κέρδους, μὴν τυχὸν καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα.
Αὐτὸ λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὶς πράξεις μας, καὶ ἀφοῦ ἐξετάσουμε τὴ συνείδησή μας, ἂς συζητήσουμε μαζί της περὶ τῶν λόγων μας (γιὰ τὸ τί λόγια ἔχουμε πεῖ), περὶ τῶν πράξεών μας, περὶ τῶν σκέψεών μας, ἂς ἐξετάσουμε τί δαπανήθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὀρθῶς (γιὰ τὸ καλὸ) καὶ τί ξοδεύτηκε πρὸς βλάβη δική μας, ποιὸς λόγος μας σπαταλήθηκε γιὰ ὀνειδισμοὺς (γιὰ νὰ χλευάσουμε τοὺς ἄλλους), γιὰ αἰσχρολογίες, γιὰ ὕβρεις, ποιὰ σκέψη κίνησε τὸν ὀφθαλμό μας σὲ ἀκολασία, ποιὸς λόγος μᾶς ἔγινε πράξη ἀπὸ τὰ χέρια μας, ἀπὸ τὴ γλώσσα μας ἢ καὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα μας ἀκόμα πρὸς δική μας ζημιὰ (δηλαδὴ ποιὰ ἄσχημα λόγια πού εἴπαμε μᾶς ὁδήγησαν σὲ ἄσχημες πράξεις). Καὶ ἂς φροντίσουμε νὰ σταματήσουμε κάθε ἄσκοπη δαπάνη, ἀντὶ δηλαδὴ ἐκείνων πού δαπανήσαμε γιὰ τὸ κακὸ (π.χ. ἀντὶ τῶν κακῶν λόγων μας, τῶν κακῶν πράξεών μας κλπ.), γιὰ νὰ ἀποκομίσουμε κάποιο ἄλλο (καλὸ) κέρδος, τώρα νὰ δαπανήσουμε ὅλα ὅσα πρέπει γιὰ τὸ καλό, νὰ προσφέρουμε εὐχὲς ἀντὶ νὰ λέμε τὰ ἄσχημα καὶ περιττὰ καὶ ἄσκοπα λόγια πού λέγαμε, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνες καὶ νηστεῖες ἀντὶ νὰ κινοῦμε σὲ ἀκολασία τὰ βλέμματά μας.
Διότι ἐὰν πρόκειται νὰ ξοδεύουμε ἀσκόπως (νὰ ἁμαρτάνουμε δηλαδή), ἐὰν πρόκειται νὰ μὴν ἀποταμιεύουμε οὔτε νὰ ἀποθησαυρίζουμε κανένα ἀγαθὸ ἔργο πρὸς ὠφέλειά μας, τότε ἀφοῦ περιέλθουμε στὴν μεγαλύτερη πείνα (στὴν ψυχικὴ πείνα), χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, θὰ στείλουμε οἱ ἴδιοι τὴν ψυχή μας στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ εἶναι ἀσύγκριτα καλύτερο νὰ ἀνταλλάξουμε τὴν πρόσκαιρη κατάνυξη καὶ τὸν ὀδυρμὸ (τὶς θλίψεις δηλαδὴ πού θὰ μᾶς βροῦν στὴ ζωὴ αὐτή, κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ), μὲ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀτελείωτη Θεία ἡδονή, παρὰ νὰ περάσουμε γελῶντες (καλοπερνώντας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ σωτηρία μας) τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀπέλθουμε ἐκεῖ, ὅπου θὰ κολασθοῦμε αἰώνια!
Ἐὰν ὁ Παῦλος, ὁ τόσο μεγάλος καὶ τόσο σπουδαῖος, ὁ ὁποῖος διέτρεξε τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη σὰν νὰ εἶχε φτερά, ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε ἀνώτερος τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσει τὰ ἄρρητα ἐκεῖνα λόγια (ὅταν ἐνῶ ἀκόμα βρισκόταν στὴ ζωὴ αὐτή, ὁ Κύριος τὸν μετέφερε στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ θαυμάσει τὰ Μεγαλεία Του), λόγια τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερα κανεὶς ἄλλος δὲν ἄκουσε, ἐὰν λοιπὸν αὐτὸς ὅταν ἔγραφε ἔλεγε«ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλο, μήπως ἐγὼ ὁ ὁποῖος κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ ἔλαβα τὰ βραβεῖα, ἀποδειχθῶ ἀνάξιος βραβείου» (Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, 9, 27), τί μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι σηκώνουμε τὸ βάρος τόσων ἁμαρτημάτων καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ ἐπιδεικνύουμε τόση ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ αὐτά; Μήπως ὁ πόλεμος αὐτὸς ἔχει ποτὲ διακοπῆ; Πάντοτε πρέπει νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ ξύπνιοι καὶ οὐδέποτε νὰ μένουμε ἥσυχοι, διότι δὲν εἶναι ὁρισμένος (δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς) ὁ χρόνος τῆς ἐναντίον μας ἐπιθέσεως, ἀπὸ τὸν ἐχθρό μας τὸν διάβολο.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τόν 24ο Λόγο, “Περὶ ἁμαρτίας καὶ ἐξομολογήσεως.