Λέγουν πὼς οἱ μοναχοὶ συνήθως περπατοῦνε. Εὐθὺς ὡς γίνονται μοναχοί, γίνονται καὶ σαρανταποδαροῦσες, καὶ μετακινοῦνται ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο. Ὁ λόγος ἔχει δόση ἀληθείας, ὄχι ὅμως πέρα ὣς πέρα.
Γιατὶ τὸ νὰ ‘βρῆ κάποιος τόπο καταπαύσεως δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ εὔκολα πράγματα. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ συμβαίνοντα στὶς μέρες του –πολέμους, ἀκαταστασίες- καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ξηρασία τῆς ἐποχῆς του, χωρὶς ποτὲ νὰ λείπει καὶ τὸ προσωπικὸ στοιχεῖο τῆς ἀκαταστασίας. Ὁ μοναχὸς συνεχῶς κυνηγᾶ τὸ καλύτερο, ἀλλὰ αὐτὸ συνήθως γίνεται γοργόφτερο πουλί, ποὺ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ φθάσει. Ὑπῆρξαν ὅμως καὶ μοναχοὶ ὑπομονετικοί, ποὺ στάθηκαν σὰν βράχια στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας, ἀμετακίνητοι σὲ κάθε φουρτούνα, καί, σὰν τὴν ὑψίκορμη ἐλάτη ποὺ τὴν χαιρετᾶς νωρὶς τὸ φθινόπωρο καὶ διερωτᾶσαι ἂν θὰ τὴν βρῆς τὴν ἄνοιξη ὄρθια καὶ στὸν ἴδιο τόπο, πάντα εὐθυτενεῖς μέσα στὶς μπόρες καὶ τὰ χιόνια τοῦ γερο-χειμῶνα.
Ἕνας τέτοιος μοναχὸς ὑπῆρξε ὁ γερο-Γρηγόρης ἀπὸ τὸ Κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Σκήτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γενέτειρά του ἦταν ἡ νῆσος Κρήτη ἡ πολυθαύμαστος ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ἕνα τροπάριο. Τελείωσε τὸ Σχολαρχεῖο τῆς ἐποχῆς του, στὸ ὁποῖο, ὅπως ἄκουσα ἀπὸ πολλοὺς παπποῦδες, μάθαιναν καλὰ γράμματα καὶ μάλιστα ἑλληνικά. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν εἴχανε πολλοὺς δασκάλους. Διόριζαν καὶ τοὺς ἀποφοίτους τῶν Σχολαρχείων. Ἔτσι, καὶ ὁ γερο-Γρηγόρης, μόλις τελείωσε, πῆρε διορισμὸ δημοδιδασκάλου.
Τὰ χρόνια τὰ μαθητικά του συναντήθηκε μὲ ἕναν πατριώτη του μοναχὸ πολὺ σπουδαῖο, ἀλλὰ πολὺ περπατημένο. Ἡ πνευματική του ἀνησυχία καὶ μέχρι τὴν ξακουστὴ Μονὴ τῆς Σουμελᾶς στὸν Πόντο τὸν εἶχε ὁδηγήσει. Ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν νῆσο Πάρο πέρασε καὶ ἄφησε καλὲς ἀναμνήσεις. Μέχρι σήμερα ἀναφέρονται οἱ ἀγαθοὶ νησιῶται στὶς συμβουλές του. Αὐτὸς ὀ μοναχὸς Ἀβιμέλεχ, ποὺ καὶ μόνον τὸ ἀσκητικό του παράστημα ἐνέπνεε σεβασμό, μύησε τὸν Γρηγόριο στὸν μοναχισμό. Ὁ Γέροντας Ἀβιμέλεχ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προφορικὴ διδαχή, τοῦ ἔδινε πνευματικὰ βιβλία ποὺ ἦταν τότε προσιτά: τὴν «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία», τὴν «Ἀποστολικὴ Σαγήνη», τὸν «Θησαυρὸ» τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἄλλα.
Γρήγορα ἄναψε μέσα του ἡ φλόγα γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή. Ἔφυγε σχεδὸν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, μὲ τὴν πρόφαση νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του γιὰ δάσκαλος. Συναντήθηκαν στὴν Ἀθήνα μὲ τὸν Γέροντα Ἀβιμέλεχ. Φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι τοῦ Μωραϊτίδη καὶ ἐκκλησιάστηκαν στὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο στὸν λόφο τοῦ Λυκαβηττοῦ. Ζωηρὰ ἐνθυμεῖτο πὼς ὁ Μωραϊτίδης τυλίχθηκε σὲ μία βελέντζα, γιὰ νὰ πάει νὰ ψάλλει, λόγῳ τῆς δριμύτητος τοῦ ψύχους. Ἡ γνωριμία μὲ ἀνθρώπους τῆς γενιᾶς ποὺ οἱ Σκιαθίτες λογοτέχνες ἔζησαν ἦταν ὄμορφη. Μὲ τὸ πλοῖο ἔφθασαν στὴν Δάφνη. Ἤτανε 1909. Οἱ Τοῦρκοι κυριαρχοῦσαν καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε συνάψει πόλεμο ἡ Κρήτη μὲ τὴν Τουρκιά, τὰ πράγματα γιὰ τὴν παραμονὴ τοῦ Κρητικόπουλου δυσκόλεψαν. Βοήθησε ὅμως ἡ Παναγία καὶ τὸν ἄφησε ὁ τελώνης ποὺ ἦταν Τουρκοκρητικός. Μὲ τὶς συμβουλὲς τοῦ Γέροντα Ἀβιμέλεχ, ἔφθασε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴν Δάφνη στὰ Κατουνάκια, στοὺς Δανιηλαίους. Ἐκεῖ δὲν τὸν κράτησαν, γιατὶ ἦταν ὑπεράριθμοι στὸ Κελλί. Τὸν σύστησαν στὸ Κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στὴν Σκήτη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, στοὺς γεροντάδες Γρηγόριο καὶ Ἱλαρίωνα.
Οἱ Γέροντες ἤτανε τραχεῖς, σκληροὶ καλόγεροι. Τηροῦσαν τὸν μοναχικὸ κανόνα μὲ κάθε ἀκρίβεια. Οἱ ὑποιχωρήσεις καὶ οἱ οἰκονομίες ἦταν ἄγνωστες σ’ αὐτούς. Καθόλου δὲν νοιαζόνταν ἂν μείνουν οἱ ὑποτακτικοὶ ἢ ἂν φύγουν. Γιὰ τὸ γοῦστο καὶ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ὑποτακτικοῦ δὲν χαλοῦσαν τὴν καλογερική τους σειρά. Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ τρυφερὸ καὶ φιλάσθενο παλληκάρι ἔκανε ὑπομονή. Πολλὲς φορὲς ἔκλαψε, ἀλλὰ δὲν ἐκάμφθη. Αὐτὸ ἤτανε τὸ πρῶτό του ἄθλημα.
Τὸ δεύτερο ἄθλημα τοῦ Γέροντα Γρηγορίου ἤτανε πὼς παρέμεινε σ’ αὐτὸ τὸ Κελλί, στὸν ἴδιο χῶρο, ἀπὸ τὸ 1909 μέχρι τὸ 1990. Ἀπὸ τὸ Ὄρος ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἐξῆλθε μόνον δύο ἢ τρεῖς φορές, καὶ αὐτὲς ὑποχρεώθηκε ἀπὸ τὴν Σκήτη γιὰ διακονία.
Ἀλλὰ καὶ στὸ Ὄρος ἐλάχιστα μετακινήθηκε. Στὴν ἐρώτησή μου ἂν ἦρθε ποτὲ στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, ἀπόσταση μιᾶς καὶ ἡμισείας ὥρας ἀπὸ τὴν Σκήτη, μοῦ ἀπήντησε: «Δὺο ἢ τρεῖς φορές». Εὐπορίζοντο ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τοῦ κήπου καὶ τὴν συλλογὴ τοῦ καρποῦ τῆς δάφνης. Τὸν ἐπεξεργάζονταν καὶ ἔβγαζαν δαφνέλαιο. Τὸ πωλοῦσαν στοὺς Ῥώσους, οἱ ὁποῖοι τὸ χρησιμοποιοῦσαν στὴν φαρμακευτική. Μᾶς ἐμπιστεύθηκε:
-Πολλὲς φορές, γυρνώντας στὰ δάση γιὰ τὴν συλλογὴ τοῦ καρποῦ τῆς δάφνης, βρῆκα Ῥώσους ἀσκητὲς μέσα σὲ λαγούμια τῆς γῆς νὰ προσεύχονται.
Τὸ συνηθισμένο φαγητὸ τοῦ Γέροντα ἦταν τὸ ντοματόρυζο. Ὁ λόγος του ἦταν ζωντανὸς καὶ παραστατικός. Ὅταν διηγεῖτο τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἄθελά σου κοίταζες ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο νὰ δῆς Τούρκους νὰ περιφέρονται. Ἦταν ἄνθρωπος σοβαρὸς καὶ ἀῤῥενωπός. Χωρατὰ δὲν εἶχε. Νέα δὲν γνώριζε. Κανέναν δὲν κατέκρινε. Εἶχε κρίση ὀρθὴ γιὰ τὰ πράγματα τοῦ Ὄρους καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἦταν φιλακόλουθος. Ἵστατο πάντα ὄρθιος καὶ καθόλου δὲν τοῦ ἄρεσαν οἱ φωνές. Ἔλεγε:
-Χάνεται ἡ αὔρα ἡ λεπτὴ τῆς Χάριτος, ἀγριεύει καὶ φεύγει.
Ἦταν φιγούρα ὑψίκορμη καὶ εὐθυτενής. Λεπτὸς καὶ ψημένος στὸ λιοπύρι. Διάβαινε ἀπὸ κοντά σου περισσότερο σὰν σκιὰ καὶ λιγότερο σὰν ἄνθρωπος. Τὸ παράστημά του μὲ τὰ ἀπέριττα ῥάσα του ἦταν λαμπάδα νεκρική. Ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του φωτεινό, ἀναστάσιμο. Δίδαξε μὲ τὴν ζωή του καὶ ὄχι μὲ παχιὰ λόγια καὶ τερατώδεις διηγήσεις καὶ ἀποκαλύψεις.
Ἐκοιμήθη 100 ἐτῶν καὶ 6 μηνῶν, χωρὶς νὰ πιάσει κρεβάτι. Ἐκεῖ ποὺ καθότανε στὴν στρωμνή του, ἔγειρε λίγο πρὸς τὰ πίσω. Χωρὶς ῥόγχο καὶ ἀγωνία θανάτου, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Πλάστη καὶ Σωτῆρα Χριστό.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἡγουμένου Δοχειαρίου π. Γρηγορίου, 2010)