Η αγία Φωτεινή καταγόταν από την περιοχή της Σαμάρειας και πιο συγκεκριμένα από την πόλη Συχάρ.
Σύμφωνα με το ιερό Ευαγγέλιο διήγε βίο «χαλαρών» ηθών κατά την αποκάλυψη του Κυρίου: «πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ» (Ιωαν 5,18). Επίσης είχε πέντε αδελφές, την Ανατολή, την Φωτώ, την Φωτίδα, την Παρασκευή, την Κυριακή και δύο γιούς, τον Φωτεινό και τον Ιωσή. Όλοι τους αξιώθηκαν να γίνουν μάρτυρες Χριστού.
Καθοριστικό ρόλο στη ζωή της διαδραμάτισε η προσωπική της συνάντηση με τον Σωτήρα. Σ’ αυτό το διδακτικό περιστατικό παρακολουθούμε τον Ιησού να της ζητάει νερό με σκοπό την προσέγγισή της, παρ’ όλο που ήταν γυναίκα και μάλιστα Σαμαρείτισσα. Ο Χριστός με την συγκεκριμένη κίνησή του καταργεί ξεκάθαρα τον εθνοφυλετισμό. Αρνείται – ω, ναι, αρνείται! – ο Πατέρας να ξεχωρίσει τα παιδιά του, αρνείται ο δημιουργός να επιλέξει μόνο ένα από τα δημιουργήματά του, αρνείται η Αγάπη να γίνει κομμάτι χρόνιου μίσους. Αποδεικνύει πως σε όλους απευθύνεται το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και μας καλεί και μας με αυτό το πνεύμα να ενεργούμε.
Στους πρώτους στίχους του διαλόγου της Φωτεινής με τον Κύριο διακρίνεται η έκπληξή της: «πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις»(Ιωαν 5,9). Στη συνέχεια, παρ’ όλα τα δυσνόητα αποφθέγματα που χρησιμοποιεί ο Ιησούς, όπως το «ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν» και το «ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», αυτή εξακολουθεί με αμείωτη προσπάθεια να κατανοήσει τα αιώνια ρήματα του Διδασκάλου. Συνεχίζει τον τόσο περίεργο γι’ αυτήν διάλογο, μέχρι ο Χριστός να της αναφέρει για τον άνδρα της και να της φανερώσει το Προφητικό του χάρισμα. Τότε η Φωτεινή τον αναγνωρίζει ως προφήτη: «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ!» Όμως, όχι. Ο Κύριος ήθελε να της αποκαλυφθεί πλήρως, ωστόσο περίμενε – κατά τον ιερό Χρυσόστομο – να Τον παραδεχθεί ως προφήτη, έτσι ώστε να δώσει περισσότερη προσοχή στα λόγια Του.
Αμέσως μετά την διαπίστωσή της, η Φωτεινή διατύπωσε ένα θεολογικό ερώτημα: «οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν» »(Ιωαν 5,20) παρακινώντας τον Χρυσόστομο τόσο επίκαιρα να μας ελέγξει: «Ας ντραπούμε λοιπόν και ας κοκκινίσουμε από ντροπή. Γυναίκα που είχε πέντε άνδρες και επιπλέον ήταν και Σαμαρείτισσα, δείχνει τόση προθυμία για τα δόγματα και ούτε η ώρα της ημέρας, ούτε άλλη απασχόληση ή κάποια άλλη εργασία δεν την απέσπασε από τα ζητήματα αυτά. Εμείς όμως όχι μόνο δεν ρωτάμε για τα δόγματα, αλλά είμαστε σε όλα αδιάφοροι και αμελείς. Γι’ αυτό έχουν παραμεληθεί τα πάντα. Διότι, ρωτάω, ποιος από εσάς, ευρισκόμενος στο σπίτι του, έπιασε στα χέρια του χριστιανικό βιβλίο και μελέτησε τα αναγραφόμενα και ερεύνησε την Γραφή;» και συμπληρώνει ο ιερός Πατέρας: «Οι Γραφές δεν μας δόθηκαν για να τις έχουμε μόνο στα βιβλία, αλλά και για να τις χαράξουμε στις καρδιές μας».
Έπειτα από την απάντηση που της δίνεται, η Φωτεινή καταθέτει: «οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα»(Ιωαν 5,25). Στο σημείο αυτό ο Κύριος, αφού όργωσε και ετοίμασε το χωράφι της καρδιάς της με τον ιεραποστολικό διάλογο που προηγήθηκε και το σημείο της προφητείας που επιτέλεσε, αποκαλύπτει πως αυτός είναι ο Μεσσίας. Αμέσως «αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» (Ιωαν. 5,28-29). Γνώρισε την Αλήθεια, της αποκαλύφθηκε ο Σωτήρας και αυτή με ενθουσιασμό έτρεξε στο πεδίο της ιεραποστολής κάνοντας τον ιερό Χρυσόστομο να πει: «Προσέξτε την προθυμία της και την σύνεσή της. Πήγε να αντλήσει νερό και επειδή πέτυχε την αληθινή πηγή, περιφρόνησε πλέον την υλική, διδάσκοντας και σ’ εμάς ότι πρέπει, όταν ακούμε να γίνεται λόγος για τα πνευματικά, να περιφρονούμε όλα τα βιοτικά και καθόλου να μην τα λογαριάζουμε. Διότι και αυτή, αναλόγως με την δύναμή της έπραξε το ίδιο που έπρατταν οι Απόστολοι και μάλιστα με μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Διότι οι μεν Απόστολοι άφησαν τα δίχτυα, επειδή προσεκλήθησαν. Αυτή όμως εκουσίως και χωρίς να την διατάξει κανείς, αφήνει την στάμνα της και αναλαμβάνει αποστολικό έργο, επειδή η χαρά τής έδωσε φτερά. Και δεν προσκαλεί ένα και δύο, όπως ο Ανδρέας και ο Φίλιππος, αλλά αφού αναστάτωσε την πόλη και όλους τους κατοίκους της, τους έφερε στον Χριστό».
Η Αγία Φωτεινή συνέχισε το ιεραποστολικό της έργο στην Καρθαγένη της Αφρικής, μέχρι που ο Νέρωνας ενημερώθηκε για την πίστη όχι μόνο του γιού της Βίκτωρα, που αργότερα ονομάστηκε Φωτεινός, αλλά και την δική της και ολόκληρης της οικογένειάς της. Έτσι οδηγήθηκαν από τους στρατιώτες στην Ιταλία και πιέστηκαν, με διαφόρους βασανιστικούς τρόπους από τον αυτοκράτορα, να αρνηθούν την πίστη τους. Σε κάθε όμως δοκιμασία τους οι θαυματουργικές ενέργειες του Θεού τους καθιστούσαν υγιείς. Τέλος, μετά από πολλά βασανιστήρια, η Αγία Φωτεινή παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο μέσα στην φυλακή για να τον ξανασυναντήσει στην αιωνιότητα.
Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου.
Απολυτίκιον
«Θείω Πνεύματι καταυγασθείσα, και τοις νάμασι, καταρδευθείσα, παρά Χριστού του Σωτήρος πανεύφημε, της σωτηρίας το ύδωρ εξήντλησας, και τοις διψώσιν αφθόνως μετέδωκας, Μεγαλομάρτυς και Ισαπόστολε Φωτεινή, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, τοις ζωηρρύτοις ύδασι, δροσίσαι τας ψυχάς ημών.»