Στην επιστροφή του από τους Αγίους Τόπους σταμάτησε επί πολλές εβδομάδες στο Άγιον Όρος για να γνωριστεί με τα μοναστήρια και τα ερημητήρια εκεί. Επεδίωξε να έχει συνομιλίες με πνευματικούς ασκητές, οι όποιοι, του έλυσαν πολλές απορίες πού τον είχαν απασχολήσει στην μοναχική του ζωή.
Στο δρόμο προς την κορυφή του Άθωνος πέρασε από την καλύβα του ρουμανικής καταγωγής μεγαλόσχημου μοναχού Ιακώβου. Ο Γέροντας έμενε στον τόπο αυτό ήδη σαράνταχρόνια, τα πρώτα είκοσι σε μία σπηλιά. Μετά του έκτισαν μία μικρή καλύβη. Ο π. Μαρκιανός ρώτησε τον γέροντα:
«Που θα είναι καλύτερα για μένα να ζήσω και να σώσω την ψυχή μου,στη Ρωσία ή στο Άγιον "Όρος;». Ό Γέροντας τον ρώτησε, πόσα χρόνια είχε στο Βαλαάμ. Η απάντηση ήταν: «Είκοσι». Ό Γέροντας συνέχισε να ρωτά: «Κατά το διάστημα αυτό μήπωςυπήρχαν σαρκικοί πειρασμοί εν σχέσει με το γυναικείο φύλο η ακόμη και σαρκική πτώση;» Ό π. Μαρκιανός απάντησε: «Δόξα τω Θεώ! Ό Κύριος φύλαξε. Έκτος από αμαρτίες στουςλογισμούς με τη βοήθεια του Θεού έζησα ευτυχισμένα και διαφυλάχτηκα καθαρός». Τότε ό Γέροντας του είπε: «Ανέζησες ήδη τόσα χρόνια στο μοναστήρι σου και ό Κύριος σε φύλαξε από σαρκικές αμαρτίες, αυτό σημαίνει ότι για να σωθείς μπορείς να αγωνίζεσαι και εκεί. Το Άγιον Όρος είναι κατάλληλο για όσους είναι ασθενείς και δεν μπορούν να αντιστέκονται στον πόλεμο της σαρκός. Φυσικά και εδώ είναι καλά να αγωνίζεται κανείς, αλλά και εκεί γίνεται. Και μάλιστα, πού ήδη συνήθισες στον κανονισμό και στην τάξη του δικού σου μοναστηριού».
Στο δρόμο προς την Μονή του Αγίου Παντελεήμονος ό ερημίτης π. Βενέδικτος στέναξε στον π. Μαρκιανό: «Πόσο δύσκολο είναι να αποκτήσει κανείς την αδιάλειπτη προσευχή. Συνέχεια πρέπει να παιδεύεις το σώμα σου και να το σταυρώνεις. Άλλα χάριν αυτού, χαρίζεται στην ψυχή μία τέτοια χαρά και παρηγοριά, εν Κυρίω πού δεν περιγράφεται με τίποτε!».
Πηγαίνοντας προς το κελλι του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου με τους συντρόφους του πέρασε και από το κελλι του Γέροντος Θεοδώρου. Εκείνος ήλθε στο Άγιον Όρος από τα όρη του Άλταϊ, έμενε εκεί ήδη είκοσι χρόνια και είχε λάβει το μεγάλο αγγελικό σχήμα. Ό Γέροντας τους δέχτηκε με καλοσύνη και απάντησε απλά στις ερωτήσεις τους. Τους ενθύμισε την σπουδαία σημασία πού έχει ό σταυρός στην πνευματική ζωή και πώς ό διάβολος τρέμει μπροστά του. Αν οι σκέψεις μας σκορπίζονται στην εκκλησία, πρέπει να προσηλώνουμε το βλέμμα μας στον τίμιο σταυρό. Για την ευχή του Τησού ο Γέροντας συμβούλεψε από την δική του πείρα: «Πρώτα πρέπει να ασκούμε την προφορική προσευχή, ή οποία αργότερα μόνη της θα μεταβληθεί σε προσευχή του νου. Αλλά πρέπει να προσέχουμε να μην προσευχόμαστε μόνον με το κεφάλι. Αυτό δεν είναι καλό. Ή προσευχή πρέπει σιγά-σιγά να κατεβαίνει στην καρδιά του προσευχομένου».
Στην Ρουμανική Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου έγινε δεκτός με ιδιαίτερη αγάπη και ενδιαφέρον, εφόσον έγινε γνωστό ότι ήταν από το Βαλαάμ. Οι πατέρες της Σκήτης θυμόνταν με ευγνωμοσύνη τον π. Άντίπα (βλέπε Άγιος Αντύπας ο Αθωνίτης) πού τόσα πολλά είχε κάνει για την Σκήτη, όταν ζούσε εκεί. Μετά την Θεία Λειτουργία και τογεύμα τον πέρασαν στο Αρχονταρίκι. Του πρόσφεραν καφέ και κρασί και του έδωσαν αναμνηστικά δώρα. Οι μοναχοί του έδειξαν το δίπτυχο της Μονής, πού ήταν γραμμένα έκτος από τον ηγούμενο Δαμασκηνό και τα ονόματα των πατέρων Ποιμένος και Αντίπα.
Ακόμη ένα γεγονός συνέβη στο Άγιον Όρος. Γυρίζοντας από το βουλγαρικό κελλι του Σάββα του Ήγιασμένου συνάντησε στο δρόμο τον π. Ιννοκέντιο. Γνωρίστηκαν και ό π. Ιννοκέντιος τον παρακάλεσε να μείνει στο κελλί του. Του είπε: «Συ, αγαπητέ μου πάτερ, θα περνάς καλά με μένα. Θα λειτουργείς συχνά. Και αν μείνεις για πάντα, θα σε κάνω κληρονόμο του κελλιού μου. Έχω πολύ τόπο! Υπάρχουν και είκοσι ελαιόδεντρα». Αλλά ο π. Μαρκιανός αρνήθηκε την προσφορά: «Πώς θα μπορούσα να αφήσω το δικό μου αγαπητό μοναστήρι, εκτός αν ό Θεός δώσει ένα φανερό σημείο. Εκεί με κάλεσε και εκεί πρέπει να παραμείνω».
Από το βιβλίο «Πατερικόν της Μονής Βαλαάμ».