Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Τό νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως

$
0
0
Κούτσας Συμεών (Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης)
Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἰσερχόμαστε ἀπό αὔριο στήν ἱερή περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 'Oνομάζεται καί εἶναι πράγματι στάδιο πνευματικό.
Καί οἱ πιστοί, πού καλούμαστε νά εἰσέλθουμε σ'αὐτό γιά νά ἀγωνιστοῦμε, εἴμαστε οἱ ἀγωνιστές «τοῦ καλοῦ ἀγῶνος τῆς πίστεως» (Α΄ Τιμ. 6,12). Οἱ ἀθλητές τοῦ πνεύματος. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ( Β΄ Τιμ. 2,3,5).

Πάντοτε ἀγωνιζόμαστε οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας. Ὡστόσο, ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χρόνος προετοιμασίας μας γιά τόν ἑορτασμό τῆς κορυφαίας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, προϋποθέτει ἐντατικότερη προσπάθεια, θερμότερο ζῆλο, μεθοδικότερον ἀγώνα. 

Σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ὁ πνευματικός ἀγώνας αὐτῆς τῆς περιόδου, τόν ὁποῖο καλούμαστε νά ἀναλάβουμε; Τόν καθορίζει μέ σαφήνεια τό τρίτο Προσόμοιο τοῦ Τριωδίου, πού ἀκούσαμε νά ψάλλεται πρίν ἀπό λίγο -ποίημα, καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. 

«Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες· ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκαν καθάρωμεν· νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος· ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι». 

Δηλαδή: «Ἄς ξεκινήσουμε χαρούμενα τήν περίοδο τῆς νηστείας, ὑποβάλλοντας τόν ἑαυτό μας σέ πνευματικούς ἀγῶνες. Νά ἐξαγνίσουμε τήν ψυχή. Νά καθαρίσουμε τήν σάρκα. Ὅπως νηστεύουμε μέ τίς τροφές, νά ἀπέχουμε ἀπό κάθε πάθος, ἐντρυφώντας στίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος. Καί παραμένοντας μέ πόθο στήν ἐνάρετη ζωή, εἴθε ν'ἀξιωθοῦμε, γεμάτοι πνευματικοί χαρά, ν'ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος καί τό ἅγιο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας».

1. Τό πρῶτο πού μᾶς συνιστᾶ ὁ ἱ. ὑμνογράφος εἶναι νά ἀγνίσουμε τήν ψυχή μας. Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ πνευματική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ κρυπτός της καρδίας ἄνθρωπος», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ., 3,4). 

«Ψυχή ἐστιν » γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «οὐσία νοερά, ἀσώματος, ἀπαθής, ἀθάνατος » (1). Καί ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διευκρινίζει ἀναλυτικότερα: 
«Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος πολλά ὄντα εἷς ἄνθρωπος λέγεται, οὕτω καί τά μέλη ψυχῆς εἰσι πολλά, νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι· ἀλλά ταῦτα πάντα εἰς ἕνα λογισμόν εἰσιν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστι ψυχῆς· μία δέ ἐστι ψυχή, ὁ ἔσω ἄνθρωπος » (2). 
Δηλαδή, «Ὅπως ἀκριβῶς λογίζεται ἕνας ἄνθρωπος, ἄν καί εἶναι πολλά τά μέλη τοῦ σώματός του, ἔτσι πολλά εἶναι καί τά μέλη τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, τό θέλημα, οἱ λογισμοί πού κατηγοροῦν καί πού ἀπολογοῦνται. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι καλά δεμένα σέ ἕνα λογισμό καί εἶναι μέλη τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ψυχή εἶναι μία, ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος τῆς καρδιᾶς». 

Καί ἡ ψυχή μας, ὅταν παύσει νά ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός, τότε ἀσθενεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς. Τά πάθη εἶναι «ψυχῆς νόσοι» (3). Τή μολύνουν καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη. 
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: 
««Ψυχῆς ἐστιν ἀκαθαρσία τό μή ἐνεργεῖν κατά φύσιν. Ἐκ τούτου γάρ τίκτονται τῷ νῷ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε γάρ κατά φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαί αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καί ἡ ἐπιθυμία ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καί τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολή ἀπαθεῖς διαμένωσι» (4). 

Δηλαδή: «Ἀποτελεῖ ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς τό νά μήν ἐνεργεῖ κατά φύσιν. Διότι ἀπό αὐτό γεννιοῦνται στόν νοῦ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τότε πράγματι ἡ ψυχή ἐνεργεῖ κατά φύσιν, ὅταν οἱ παθητικές της δυνάμεις-ἐννοῶ τό θυμικό καί ἡ ἐπιθυμία- στήν προσβολή πού δέχονται ἀπό τά πράγματα καί ἀπό τούς λογισμούς, πού σχετίζονται μ'αὐτά, παραμένουν ἀπαθεῖς. 

Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά ἁγνίσουμε τήν ψυχή μας; Νά τήν ἐλευθερώσουμε ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν; Νά τήν κρατήσουμε ἔτσι, ὥστε νά ἐνεργεῖ πάντοτε κατά φύσιν ; 

Ἡ ἀπάντηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας σχετίζεται μέ τήν τριμερῆ διαίρεση τῆς ψυχῆς πού διδάσκουν ὁμόφωνα. Τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς εἶναι τό λογιστικόν, τό θυμικόν καί τό ἐπιθυμητικόν. 

«Ὥσπερ τό σῶμα » ὑπογραμμίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Μάξιμος, «διά τῶν πραγμάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει πρός παιδαγωγίαν τάς σωματικὰς ἀρετὰς, ἵνα σωφρονῇ· οὕτω καί ὁ νοῦς διά τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει καί ἔχει ὡσαύτως πρός παιδαγωγίαν τάς ψυχικὰς ἀρετὰς, ἵνα, καθαρῶς καί ἀπαθῶς ὁρῶν τά πράγματα, σωφρονῇ » (5). 

Δηλαδή: «Ὅπως τό σῶμα ἁμαρτάνει μέσω τῶν πραγμάτων καί γιά νά σωφρονεῖ ἔχει γιά παιδαγωγία τίς σωματικές ἀρετές, ἔτσι καί ὁ νοῦς πού ἁμαρτάνει μέσω τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων, γιά νά βλέπει καθαρά καί ἀπαθῶς τά πράγματα καί νά σωφρονεῖ, ἔχει ὁμοίως γιά παιδαγωγία τίς ψυχικές ἀρετές». 

Μέ ποιές ἀρετές θά ἐξαγνίσουμε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς; Τό λογιστικό μέ τήν ἀνάγνωση, τήν πνευματική θεωρία καί τήν προσευχή. Τό θυμικό μέ τήν ἀγάπη πού ἀντίκειται στό μῖσος. Καί τό ἐπιθυμητικό μέ τή σωφροσύνη καί τήν ἐγκράτεια. «Τό θυμικόν τῆς ψυχῆς ἀγάπῃ χαλίνωσον· καί τό ἐπιθυμητικόν αὐτῆς ἐγκρατείᾳ καταμάρανον· καί τό λογιστικόν αὐτῆς προσευχῇ πτέρωσον ...» (6). 

Δηλαδή: «Μέ τήν ἀγάπη χαλιναγώγησε τό θυμικό τῆς ψυχῆς. Καί μέ τήν ἐγκράτεια μάρανε ὁλότελα τό ἐπιθυμητικό της. Καί μέ τήν προσευχή δῶσε φτερά στό λογιστικό μέρος της». 

Κάθαρση ψυχῆς σημαίνει ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη (7) καί ἐλευθερία ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς. Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ (8). 

Ἄς ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν γνώμη καί ἑνός ἄλλου πνευματικοῦ διδασκάλου: «Ἀνάγνωσις καί προσευχή νοῦν καθαίρουσιν, ἀγάπη δέ καί ἐγκράτεια τό παθητικόν τῆς ψυχῆς » (9). 

Δηλαδή: «Ἡ πνευματική μελέτη καί ἡ προσευχή καθαρίζουν τόν νοῦ. Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς».


2. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν ἔχει μόνο ψυχή. Διαθέτει καί σῶμα. Ψυχή καί σῶμα ἀπαρτίζουν τήν ἑνιαία καί ἀδιαίρετη ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι μόνο ὑπόθεση τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται ὁλόκληρος, ἡ ψυχή καί τό σῶμα του. Καί ἐπιτυγχάνει τή σωτηρία του μ'ἕναν ἑνιαῖο ἀγώνα πού διεξάγει μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα του μαζί. Ἡ ψυχή ἀγωνίζεται. Καί τό σῶμα συναγωνίζεται μέ τήν ψυχή. 
Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, μαζί μέ τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς νά ἐπιδιώξουμε τήν κάθαρση τῆς σαρκός. «Τήν σάρκαν καθάρωμεν » προσθέτει ὁ ὑμνογράφος. Ἐξαγνισμός τῆς ψυχῆς καί κάθαρση τοῦ σώματος συνδέονται ἄρρηκτα. Συμπορεύονται. «Τό σῶμα » διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, «οὐχ ἁμαρτάνει καθ'ἑαυτό, ἀλλά διά τοῦ σώματος ἡ ψυχή» (10). Δηλαδή: «Τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἡ ψυχή διαμέσου τοῦ σώματος». 

Ἑπομένως, ὅπως ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε τόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς, ἔτσι θά πρέπει νά καθάρουμε καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, διότι, καθώς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος, «Ἡ κατ'ἐνέργειαν ἀμαρτία τοῦ σώματος ἐστιν ἀκαθαρσία» (11). Δηλαδή, «ἡ ἁμαρτία μέ συγκεκριμένες ἐνέργειες καί πράξεις καθιστᾶ ἀκάθαρτο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου». 

Οἱ ψυχικές ἀρετές, ὅπως εἴδαμε, συντείνουν στόν ἐξαγνισμό τῆς ψυχῆς. Καί οἱ σωματικές ἀρετές συντελοῦν στήν κάθαρση τοῦ σώματος. Κορυφαία ἀρετή εἶναι καί ἡ νηστεία. Καί μαζί μέ τήν νηστεία, οἱ Πατέρες μας συντάσσουν τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία, τήν προσευχή καί τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων. 

Τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἀσκητικό. Πνευματική ζωή χωρίς σωματική κακοπάθεια δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτή τή διαλεκτική σχέση μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: 
«Ἀδύνατον καί τήν σάρκαν τῷ κόρῳ τῶν βρωμάτων κατεμπιπλᾶν καί πνευματικῶς τῆς νοερᾶς καί θείας ἐπαπολαύειν χρηστότητος. Ὅσῳ γάρ τήν γαστέρα τις θεραπεύσει, κατά τοσοῦτον ἐκείνης ἑαυτόν ἀποστερήσει· καθόσον δέ τό σῶμα ὑπωπιάσει, ἀναλόγως καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς τε καί παρακλήσεως ἐμπλησθήσεται» (12). 

Δηλαδή: «Εἶναι ἀδύνατον καί τή σάρκα νά παραγεμίζουμε μέ τόν κόρο τῶν βρωμάτων καί ταυτόχρονα ἀπολαμβάνουμε πνευματικά τή νοερή καί θεία γλυκύτητα. Γιατί ὅσο κανείς περιποιεῖται τήν κοιλιά, τόσο καί ἀποστερεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία χάρη. Καί ὅσο μέ τήν ἄσκηση ταλαιπωρεῖ τό σῶμα του, ἀνάλογα γεμίζει καί ἀπό τήν πνευματική τροφή καί παράκληση».


3. Νηστεία καί ἄσκηση, ὡστόσο, δέν σημαίνει ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές. Σημαίνει ἀπαραιτήτως καί ἀγώνα ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μας καί προσπάθεια ἀπόκτησης τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. 

Προσθέτει ὁ ἱ. ὑμνογράφος: «Νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος». 

Ἡ ἀληθής νηστεία, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, δέν ἀρκεῖται μόνο στήν ἀποχή ἀπό τίς τροφές, προχωρεῖ καί στήν ἀποδέσμευση τοῦ πιστοῦ ἀπό κάθε εἴδους πάθος. 

«Οὐ μέντοι ἑξαρκεῖ καθ'ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ. Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστίν ἀληθής. Ἐν τούτοις μέν οὖν ἡ νηστεία καλόν» (13). 

Δηλαδή: «Δέν φτάνει ἡ ἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό ὁτιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ ἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡ ἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μᾶς εἶναι καλή καί ὠφέλιμη». 

Ἀλλά ἡ κατά Χριστόν ζωή ἔχει καί τήν θετική της ὄψη. Παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά διάφορα πάθη, ἐπιδιώκει καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. «Δεῖ δέ», παρατηρεῖ ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς διδασκάλους τῆς Φιλοκαλίας, «πρός τῇ καθάρσει τῶν μοχθηρῶν ἕξεων, καί τῆς κτήσεως τῶν ἀρετῶν» (14). Πέρα, δηλαδή, ἀπό τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς κακές συνήθειες-τά πάθη ἀπό τά ὁποῖα αἰχμαλωτιζόμαστε-, ὀφείλουμε νά ἀποκτήσουμε καί τίς ἀρετές πού κοσμοῦν τόν εὐαγγελικό βίο. Εἶναι αὐτό πού διατυπώνει πολύ ἐπιγραμματικά ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν » ( Ψαλμ. 33, 14, 36, 27). 

Κατά τόν θεόσοφο Ἱεράρχη τῆς Καισαρείας ἀποτελεῖ «ἀρχήν »- θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση- «πρός τήν ἀνάληψιν τῶν καλῶν » «ἡ ἀναχώρησις τῶν κακῶν ». Καί συνεχίζει, σχολιάζοντας τόν παραπάνω λόγο τῶν Ψαλμῶν: 

«Σοφῶς οὖν καί ἐντέχνως προσάγων ἡμᾶς εἰς τήν ἀρετήν, τήν ἀναχώρησιν τῆς κακίας ἀρχήν ἐποιήσατο τῶν καλῶν. Εἰ γάρ εὐθύς προέβαλέ σοι τά τέλεια, ἀπώκνησας ἄν πρός τήν ἐγχείρησιν· νῦν δέ τοῖς εὐληπτοτέροις σέ προσεθίζει, ἵνα κατατολμήσῃς τῶν ἐφεξῆς. Κλίμακι γάρ προσεοικέναι φαίην ἄν ἔγωγε τῆς εὐσεβεάις τήν ἄσκησιν ... Ὥστε δεῖ τούς εἰσαγομένους πρός τόν κατ'ἀρετήν βίον τοῖς πρώτοις βαθμοῖς ἐπιβάλλειν τό ἴχνος, κακεῖθεν ἀεί τῶν ἐφεξῆς ἐπιβαίνειν, ἕως ἄν πρός τό ἐφικτόν ὕψος τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει διά τῆς κατ'ὀλίγον διακοπῆς ἀναβῶσιν. Ὥσπερ οὖν ἐπί τῆς κλίμακος πρώτη ἀνάβασις ἡ τῆς γῆς ἀναχώρησις, οὕτως ἐπί τῆς κατά Θεόν πολιτείας, ἀρχή προκοπῆς ὁ χωρισμός τοῦ κακοῦ » (15). 

Δηλαδή: «Ὁδηγώντας μας (ὁ Ψαλμωδός) μέ σοφία καί τέχνη στήν ἀρετή, κατέστησε ἀρχή τῶν καλῶν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία. Διότι, ἄν εὐθύς ἀμέσως σοῦ προέβαλε τά τέλεια, θά δίσταζες νά ἐπιχειρήσεις νά τά ἐπιτύχεις. Τώρα ὅμως σέ ἐξοικειώνει μέ τά πιό εὐκολοκατόρθωτα γιά νά τολμήσεις νά ἐπιδιώξεις καί τά ἑπόμενα. Καί θά ἔλεγα ἐγώ ὅτι ἡ ἄσκηση εὐσεβείας μοιάζει μέ κλίμακα... Θά πρέπει, λοιπόν, οἱ ἀρχάριοι στόν ἐνάρετο βίο νά ξεκινοῦν ἀπό τά πρῶτα σκαλοπάτια καί ἀπό ἐκεῖ πάντοτε νά προχωροῦν καί στά ἑπόμενα, ἴσαμε νά μπορέσουν νά ἀνεβοῦν προοδευτικά στό ὕψος πού εἶναι μπορετό γιά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς στήν κλίμακα στό πρῶτο σκαλοπάτι συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τό ἔδαφος, ἔτσι καί στήν κατά Θεόν πολιτεία ἀρχή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό κακό». 

Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ, ὅπως διδάσκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, συνίσταται ἀφ'ἑνός στό νά ἐξαλείψει καί νά ἐξαφανίσει «τέλεον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς » τά πάθη καί ἀφ'ἑτέρου νά θησαυρίσει «ἐν ἑαυτῷ πάσῃ δυνάμει ψυχῆς τάς ἀρετὰς ἀντ'αὐτῶν». 
Καί συνεχίζει ὁ θεοφόρος Πατέρας: «Εἰ γάρ μή οὕτω γένηται παρ'αὐτοῦ καί οὕτω τά τῶν ἀγώνων ἔξει καλῶς ἐν αὐτῷ, οὐδέν ἔσται ὄφελος αὐτῷ ἐκ μόνης τῆς τῶν παθῶν ἀλλοτριώσεως· οὐ γάρ ὁ μή πλεονεκτῶν ἀλλ'ὁ ἐλεῶν ἐπαινεῖται, οὐδέ ὁ τό δοθέν τάλαντον σῶον φυλάξας ἀλλ'ὁ διπλασιάσας ἐσώθη, οὐδέ ὁ ἐκκλίνας ἀπό κακοῦ ἀλλ'ὁ ποιήσας τό ἀγαθόν μακαρίζεται» (16). 
Δηλαδή: «Ἄν αὐτός (ὁ χριστιανός) δέν ἀγωνιστεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί ὁ ἀγώνας του δέν ἔχει τήν ἀγαθή κατάληξη, τίποτα δέν ἔχει νά ὠφεληθεῖ ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά πάθη καί μόνο. Διότι δέν ἐπαινεῖται αὐτός πού δέν εἶναι πλεονέκτης ἀλλά ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ ( Ματθ. 5, 7). Οὔτε σώθηκε αὐτός πού φύλαξε ἀκέραιο τό τάλαντο πού τοῦ δόθηκε, ἀλλά ἐκεῖνος πού τό διπλασίασε ( Ματθ. 25, 15-28). Οὔτε μακαρίζεται αὐτός πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό κακό, ἀλλά ἐκεῖνος πού ἔπραξε τό ἀγαθό ( Ψαλμ. 36, 27). 

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι χωρίς σκοπό καί ὁ πνευματικός μας ἀγώνας χωρίς νόημα. Ὕψιστος σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Τό νόημα τοῦ ἀγώνα πού διεξάγουμε εἶναι νά γίνουμε μέτοχοι της ἐν Χριστῷ σωτηρίας. 

Στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας ἕνα ξεχωριστό σκοπό ὑπηρετεῖ καί ὁ ἰδιαίτερος ἀγώνας τῆς ἱερῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς πού ἐγκαινιάζει ὁ ἀποψινός ἑσπερινός. Μᾶς τό ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος τοῦ τροπαρίου πού σχολιάζουμε: «ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί τό ἅγιον Πάσχα...». 

Ὁ σκοπός πρός τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ πνευματική προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ἀπόψε ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, εἶναι ν'ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας νά ἀντικρίσουμε τό πάνσεπτο Πάθος τοῦ Κυρίου. Νά γίνουμε κοινωνοί τῆς πασχαλινῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως. 

Νά δώσει ὁ Θεός ἀγαπητοί ἀδελφοί! 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Πρός Ἀντίοχον 16: ΒΕΠΕΣ 35, 104. 
2. Ὁμιλ. 7,8: PG 34, 528 b. 
3. Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικός 11: ΒΕΠΕΣ 7, 74. 
4. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 35: Φιλοκαλία τόμ. Β΄ σελ. 32. 
5. Ὅπ. π. 2,64, σ. 22 
6. Ὅπ. π. 4,42, 80, σ. 45, 49. 
7. Θαλάσσιος 2, 79: Φιλοκαλία, τόμ. Β. σ. 215 
8. Ἐπιστολή δ΄: Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά ..., ἔκδ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Ἀθήνα 1895, σ. 381. Πρβλ. καί τόν ὅσιο Θαλάσσιο: «Τήρησις ἐντολῶν τίκτει μετάνοιαν· ἡ δέ τῶν ἐντολῶν τήρησις ψυχῆς ποιεῖ κάθαρσιν » (2, 77: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215). 
9. Θαλάσσιος 2, 84: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 215. 
10. Κατήχησις 4, 23: ΒΕΠΕΣ 39, 74. 
11. Κεφάλαια περί ἀγάπης 3, 36: Φιλοκαλία, τόμ. Β΄, σ. 32. 
12. Κεφάλαια 1,42: ΛΛ 51,51. 
13. Περί νηστείας λόγ. 2, 7: ΒΕΠΕΣ 54, 26. 
14. Θεοδώρου Ἐδέσσης, Θεωρητικόν: Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, σ. 325. 
15. Μεγάλου Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς Ψαλμούς 1, 3-4: ΒΕΠΕΣ 52, 14-15. 
16. Ἠθικός 7: SC 129, 160-162.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Trending Articles