Ίερομάρτυς Όνούφριος (Γκαγκαλιούκ), αρχιεπίσκοπος Κούρσκ
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ Όνούφριος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1889 στο χωριό Ποσάντ-Όπόλε της επαρχία Λούμπλιν στην Ανατολική Πολωνία. Κατά το Βάπτισμά του έλαβε το όνομα Αντώνιος.
Ό πατέρας του Μάξιμος Γκαγκαλιούκ ήταν ουκρανικής καταγωγής από την επαρχία Ποντόλσκ. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε ως δεκανέας του πυροβολικού σε διάφορα φρούρια ΤΕΕ Πολωνίας. Όταν απολύθηκε, διορίστηκε δασοφύλακας στην επαρχία Λούμπλιν.Εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε τη φτωχή Πολωνή Αικατερίνα, μέ την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Το σπίτι, όπου έμεναν, βρισκόταν έξι χιλιόμετρα περίπου μακριά από το πιο κοντινό χωριό και τριάντα οκτώ χιλιόμετρα μακριά από την πιο κοντινή πόλη Νέα Αλεξάνδρεια. Μην έχοντας, λοιπόν, συχνές επαφές μέ άλλους ανθρώπους, τά μέλη της οικογένειας, και ιδιαίτερα τά παιδιά μέ την αποκλειστική καθημερινή τους συναναστροφή απέκτησαν έναν στενό ψυχικό σύνδεσμο.
Τον χειμώνα τού 1894, όταν ο Αντώνιος ήταν μόλις πέντε χρονών, ο Μάξιμος, κάνοντας μια μέρα περιπολία στο δημόσιο δάσος του Λούμπλιν, συνάντησε τέσσερις άνδρες πού έκοβαν ξύλα χωρίς άδεια των αρχών. Εκείνοι τον παρακάλεσαν να μην τούς γράψει, επειδή θα πλήρωναν πρόστιμο για την παράνομη υλοτομία. Ο ευσυνείδητος δασοφύλακας, όμως, δεν τους χαρίστηκε. Οι ξυλοκόποι τότε εξαγριώθηκαν. Του ρίχτηκαν και άρχισαν να τον χτυπούν. Ό Μάξιμος, όντας πολύ ρωμαλέος αντιστάθηκε σθεναρά και τελικά τούς έτρεψε σε φυγή, αφού όμως πρώτα δέχτηκε δύο τραύματα από τσεκούρι στο κεφάλι και στο χέρι. Μέ πολύ κόπο έφτασε στο σπίτι του. Η Αικατερίνα, αφού έπλυνε και έδεσε τις πληγές του, τον βοήθησε να ξαπλώσει.
Την ίδια νύχτα οι ξυλοκόποι έβαλαν φωτιά στο σπίτι των Γκαγκαλιούκ, πού τυλίχτηκε στις φλόγες μέσα σε λίγες στιγμές. Η Αικατερίνα δεν σκέφτηκε τίποτα’ άλλο παρά μόνο το πώς θα έσωζε τά παιδάκια της.
Επειδή ή πόρτα ήταν παραδομένη στη φωτιά, έσπασε ένα παράθυρο και άρχισε να πετάει ένα-ένα τά παιδιά έξω, στο χιόνι, αφού πρώτα τά τύλιγε μέ κουβέρτες. Τελευταίοι βγήκαν από το ίδιο παράθυρο οι δύο γονείς. Έτσι σώθηκαν όλοι. Το σπίτι, ωστόσο, και όλο το νοικοκυριό τους έγιναν στάχτη.
Αρκετοί κάτοικοι τού γειτονικού χωρίου, πού είδαν τη φωτιά, δεν άργησαν να καταφτάσουν μέ άμαξες. Τον Μάξιμο τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της πόλης, ενώ στη γυναίκα του και στα παιδιά του παραχώρησαν μια καλύβα στο χωριό, για να διαμείνουν προσωρινά.
- Εκεί, διηγιόταν αργότερα η Αίκατερίνα, έγινε κάτι το θαυμαστό, πού μου προκάλεσε έκπληξη. Καθώς έκλαιγα μέσα στην καλύβα για τη συμφορά μας, τά μικρά παιδιά μου με περικύκλωσαν και άρχισαν να μέ παρηγορούν. Ό πεντάχρονος Αντώνιος ανέβηκε στα γόνατά μου, τύλιξε τά χεράκια του γύρω από τον λαιμό μου και μου είπε: “Μαμά, μην κλαις! «Όταν γίνω επίσκοπος, θα σε πάρω κοντά μου”. Έκπληκτη από τά λόγια του, ίσως και φοβισμένη, τον ρώτησα: “Τί είπες; Ξέρεις τί είναι επίσκοπος; Πού το άκουσες αυτό;”. Δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Απλώς είπε μέ βεβαιότητα και σοβαρότητα: “Μαμά, θα γίνω επίσκοπος. Το ξέρω”.
Λίγο αργότερα ο Μάξιμος πέθανε στο νοσοκομείο. Ο ορφανός Αντώνιος, έπειτα από αίτηση της μητέρας του, έγινε δεκτός στο ορφανοτροφείο της πόλης Λούμπλιν. Εκεί ξεχώρισε για την ευφυΐα του και την επίδοση του στα γράμματα. Έτσι,αφού τελείωσε το Εκκλησιαστικό Σχολείο, φοίτησε με έξοδα του ορφανοτροφείου στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της πόλης Χόλμ.
Στη διάρκεια των σπουδών του σκεφτόταν αρχικά να γίνει γιατρός κι έπειτα δάσκαλος. Όταν, όμως, βρισκόταν στην τελευταία τάξη του Σεμιναρίου, ένα απροσδόκητο γεγονός του άνοιξε τον δρόμο της εκκλησιαστικής διακονίας. Έναν μήνα πριν από τις πτυχιακές εξετάσεις, αρρώστησε βαριά από πνευμονία και μπήκε στο νοσοκομείο του Σεμιναρίου. Η ζωή του κινδύνεψε, γι’ αυτό οι άλλοι σπουδαστές έκαναν Παρακλήσεις για τη σωτηρία του.
- Βρισκόμουνα σε κατάσταση αναισθησίας, διηγιόταν αργότερα ο ίδιος. Ξαφνικά είδα μπροστά μου έναν σεβάσμιο γέροντα. Ή γενειάδα του ήταν τόσο μακριά, πού ακουμπούσε στα δάχτυλα των ποδιών του. Και τά άσπρα μαλλιά του σκέπαζαν ολόκληρο το γυμνό του σώμα, φτάνοντας στις φτέρνες του. Μέ κοίταξε στοργικά και είπε: “Τάξε ότι θα υπηρετήσεις τον Κύριο και την Εκκλησία Του, και θα γίνεις καλά”. Φοβισμένος, αναφώνησα: “Τάζω!”. Ό γέροντας έφυγε από κοντά μου. κι εγώ αποκοιμήθηκα. Από την ώρα εκείνη άρχισα να συνέρχομαι. Αργότερα, κοιτάζοντας τις εικόνες μέ τις μορφές τών αγίων, αναγνώρισα σε μιαν απ’ αυτές τον γέροντα πού μέ είχε επισκεφτεί. ’Ήταν ο όσιος Ονούφριος ο Μέγας.
Δεν είχε αναρρώσει τελείως ο Αντώνιος, όταν έδωσε πτυχιακές εξετάσεις μέ επιτυχία. Στη συνέχεια, μέ προτροπή του διευθυντή του Σεμιναρίου επισκόπου Διονυσίου (Βαλεντίνσκι), γράφτηκε, έπειτα από επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις, στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως.
Τελειώνοντας το δεύτερο έτος των σπουδών του στη Ακαδημία, ο Αντώνιος στάλθηκε από τον διευθυντή στη Μονή του Όσιου Ονούφριου Γιαμπλέτσνα, προκειμένου να διδάξει θεολογία σ’ έναν κύκλο επιμορφωτικών μαθημάτων για δασκάλους από τη Γαλικία. Μετά το τέλος τών μαθημάτων και λίγο πριν αναχωρήσει για την Πετρούπολη, ο Αντώνιος αρρώστησε πάλι από πνευμονία και μάλιστα πιο βαριά από την πρώτη φορά. Οι γιατροί, πού τον εξέτασαν, σχεδόν τον ξέγραψαν. Κειτόταν αναίσθητος σε ένα κελί. Οι πατέρες της μονής μετέφεραν εκεί τη θαυματουργή εικόνα του προστάτη τους οσίου Ονούφριου του Μεγάλου και άρχισαν να ψάλλουν Παράκληση για τη θεραπεία του.
Είδε πάλι μπροστά του τον όσιο, όπως τρία χρόνια πριν στο νοσοκομείο του Σεμιναρίου. Κοιτάζοντάς τον αυστηρά ο άγιος ασκητής, του είπε μέ τόνο επιτιμητικό:
- Δεν εκπλήρωσες το τάμα σου. Κάνε το τώρα, και ο Κύριος θα σε ευλογήσει.
Ο Αντώνιος άνοιξε τά μάτια του και είδε στο κελί τούς πατέρες να ψάλλουν Παράκληση. Κοντά στο κρεβάτι του ήταν τοποθετημένη η εικόνα του οσίου Ονούφριου. Ο άρρωστος δάκρυσε από κατάνυξη. Αμέσως δήλωσε στον ηγούμενο της μονής άρχιμανδρίτη Σεραφείμ ότι, μόλις επέστρεφε στην Ακαδημία, θα ζητούσε να καρεί μοναχός.