“Εγώ, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε', βιαζόμενος από της Πόρτας, σας στέλλω αφοριστικά [...] Εσείς, όμως, να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου...».
Τα μάτια του καρφωμένα στο χαρτί μήτε ήθελε να τα σηκώσει, είτε γιατί με άγρυπνο και επίμονο βλέμμα τον παρακολουθούσε ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β', είτε γιατί με βάρος στην καρδιά έπλαθε τούτα τα λόγια. Ουδείς ποτέ δεν ήταν σε δυσχερέστερη θέση από κείνον σκεφτόταν, ουδείς ποτέ δεν αναγκαζόταν να αφορίσει τους επαναστάτες του Έθνους του, τους επαναστάτες της ελευθερίας... και με τέτοιες σκέψεις το κεφάλι του όλο και περισσότερο βούλιαζε, μα εκεί στον βούρκο των σκέψεων του μία φωτεινή ελπίδα ανέτειλε μέσα του, πως μονάχα ένα μούδιασμα θα προκαλούσε στους επαναστάτες και πως δε θα πτοούνταν ανασταλτικά με αυτόν τον άκυρο, όπως τον έγραφε αφορισμό για την επανάσταση. Σήκωσε το κεφάλι αργά και με διστακτικά τρεμάμενα χέρια παρέδωσε το έγγραφο για να παραδοθεί στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και η πένα έγραφε 23 Μαρτίου 1821. ήξερε ότι θα ερχόταν μία αρχή καινούρια στον ελληνισμό αλλά και ένα τέλος. Το δικό του το τέλος.
Η μέρα ξημέρωνε άνοιξη μα το προαίσθημά του μύριζε χειμώνα. Η επανάσταση είχε περίπου 20 μέρες, που ήταν σε εφαρμογή και εκείνος πιο εκτεθιμένος από ποτέ ήξερε πως όσο με τα νερά τους να πήγαινε, έστω και για τα προσχήματα, εκείνοι μόνο ως έτσι, ως εξιλαστήριο θύμα θα τον έβρισκαν και έτσι σκεφτόταν και με αυτό βασανιζόταν κι έτσι κι έγινε. Ανήμερα της εορτής του Πάσχα,σήμερα και τον είδε να τον πλησιάζει ο Αριστάρχης, μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Το ήξερε πως επρόκειτο για το σουλτανικό φιρμάνι, που θα τον καθαιρούσε από το αξίωμα. Ανέγνωσε με τρεμάμενα τα χέρια του 5 μονάχα λέξεις, αυτές αρκούσαν για να φοβηθεί, μα και να νιώσει ένα γλυκό χαμόγελο περηφάνιας παράλληλα, 5 λέξεις μόνο: “Άπιστος προς την Υψηλή Πύλη”. Έκανε προσπάθεια να αντισταθεί, μα θαρρείς ανεπαίσθητη φάνηκε, γνώριζε πολύ καλά τη συνέχεια. Ο ήλιος προχωρούσε ακάθεκτος την πορεία του στον χρόνο της μέρας κι εκείνος μετρούσε αντίστροφα προς το τέλος, μη δίνοντας βάση στους προπηλακισμούς στον δρόμο. Εκεί εκεί στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου ήταν στημένη μια αγχόνη, την έβλεπε και δάκρυζε, δεν ήταν μία αγχόνη, ήταν η δική του αγχόνη, η δική του λύτρωση από την τυραννία. Με μια ευχή πριν κρεμαστεί στο κενό για το Έθνος καλωσόρισε την επουράνια βασιλεία, που εκείνος πίστευε.
Για τρεις μέρες είχαν το λείψανο εκεί να το λιθοβολούν κρεμασμένο. Κάποιος το αγόρασε, το έσυρε στους δρόμους και το έριξε στη θάλασσα με ένα μεγάλο λιθάρι να βουλιάξει. Μα εκείνο δε βούλιαξε, το σκοινί, που το συνέδεε το λείψανο με το λιθάρι, κόπηκε και το άψυχο σώμα επέπλεε 3 μέρες στον Κεράτιο κόλπο. Ένας Κεφαλλονίτης καπετάνιος του ρωσικού πλοίου ¨Άγιος Νικόλαος”, περνώντας από το σημείο, το περισυνέλεξε και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου εκτέθηκε για λαϊκό προσκύνημα. 100 χρόνια έπειτα από τον απαγχονισμό του το 1921 ανακηρύχθηκε Άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 10 Απριλίου.
Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του έγραφε: “Αυτός (ο πατριάρχης) έκανεν ό,τι του έλεγεν ο Σουλτάνος”. Η ανθρώπινη φύση είναι πάντα αδύναμη σε κάποιους ανθρώπους πιο πολύ, σε κάποιους πιο λίγο. Ο καθείς αντιδρά διαφορετικά στην προσταγή και διαφορετικά στην ευκαιρία. Ο φόβος για το άγνωστο είναι μεγάλος και ίσως τεράστιος για κάποιους άλλους. Η κρίση του χαρακτήρα είναι ανούσια όταν υπάρχουν τόσες διαφορές του ενός με τον άλλον. Τι σημαίνει αδύναμος και τι δυνατός; Τι σημαίνει αντιστάθηκε και τι σημαίνει υποτάχθηκε; Δεν μπορείς να ζητήσεις από έναν αδύναμο να σου κουβαλήσει μοναχός του μια βιβλιοθήκη, μα μπορείς να αναγνωρίσεις πως κουβάλησε κάποια βιβλία μέσα απ'αυτή. Γιατί οι δυνατότητες δεν είναι αντικειμενικές, οι δυνατότητες εξαρτώνται από τον άνθρωπο, μα ο θαυμασμός για την προσπάθεια και το είδος της αντίστασης και του βασανισμού, που τραβά ο καθείς με αυτά, που δύναται να αντέξει, είναι επιτακτικός και έτσι πρέεει να λογάται, ως θαυμασμός. Θαυμασμός, που ξεπέρασε όχι τη δύναμη του άλλου, γιατί αυτό μπορεί να μην επετεύχθη και να τον βλέπει ακόμα αδύναμο ο πιο δυνατός. Θαυμασμός, που ξεπέρασε το πιο δύσκολο εμπόδιο στη ζωή, θαυμασμός που ξεπέρασε αυτά, που ο ίδιος πίστευε ότι αντέχει και τελικά αποδείχτηκε ότι μπορεί περισσότερα μέσα στην πειθώ της αδυναμίας του. Θαυμασμός είναι το αίσθημα, που πρέπει να έχουμε. Θαυμασμό, που ξεπέρασε τον εαυτό του.