Γιὰ νὰ διορθώσει σ’ ἕναν ἀδελφὸ τὰ πολλὰ ἐλαττώματά του, ὅπως καὶ σὲ ὅλους μας, ἔπαιρνε ὁ Γέροντας παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴ ζωή του καὶ τοῦ ἔλεγε:
– Νὰ ξέρεις, παιδί μου, τίποτε δὲν ἔγινε εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχε. Ὅλα ἔχουν τὸν σκοπό τους. Καὶ τίποτε δὲν γίνεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει αἰτία. Οὔτε μιὰ πευκοβελόνα δὲν πέφτει ἀπὸ τὸ πεῦκο ἂν δὲν θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μὴ στενοχωριέσαι γιὰ ὅ,τι σοῦ συμβαίνει. Ἔτσι ἁγιαζόμαστε.
Νά! Ἐσὺ στενοχωριέσαι μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ βασανίζεσαι πότε μὲ τὴ γυναῖκα σου καὶ πότε μὲ τὰ παιδιά σου. Αὐτὰ εἶναι ὅμως ποὺ σὲ κάνουν καὶ ἀνεβαίνεις πνευματικὰ ψηλά. Ἂν δὲν ἦσαν αὐτοί, ἐσὺ δὲν θὰ προχωροῦσες καθόλου. Σοῦ τοὺς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ σένα. Μὰ θὰ μοῦ πεῖς, εἶναι καλὸ νὰ ὑποφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους μας; Ἔ! Ἔτσι τὸ θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἐσὺ εἶσαι εὐαίσθητος πολὺ καὶ ἀπὸ τὴ στενοχώρια σου σοῦ πονάει τὸ στομάχι σου καὶ ἡ κοιλιά σου ἐκεῖ χαμηλά. Ἔτσι δὲν εἶναι;
– Ναί, μὰ εἶναι κακό, Παππούλη, νὰ εἶναι κανεὶς εὐαίσθητος; τὸν ρωτάει ὁ ἀδελφός.
– Ναί, τοῦ ἀπαντάει ὁ Γέροντας, εἶναι κακὸ νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ εὐαίσθητος σὰν ἐσένα, γιατὶ μὲ τὴ στενοχώρια δημιουργεῖς διάφορες σωματικὲς ἀρρώστιες. Δὲν ξέρεις ἀκόμα ὅτι καὶ ὅλες οἱ ψυχικὲς ἀρρώστιες εἶναι δαιμόνια;
– Ὄχι, τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
– Ἔ! μάθε το τώρα ἀπὸ μένα, κατέληξε ὁ Γέροντας.
(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 76)