Ἐρωτ.: Γέροντα, μᾶς μιλήσατε προηγουμένως γιά τό ἀτελές τοῦ Ἀπ. Πέτρου, πρό τῆς Πεντηκοστῆς. Λόγω τῆς ἀτέλειάς του ἀρνήθηκε τόν Κύριό μας;
Ἀπαντ.: Τό θέμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, κατά τίς κρίσεις τῶν Πατέρων, εἶναι οἰκονομία. Διότι δέν ἦτο δυνατό ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλη τήν περίοδο ποὺ ἦταν μαζί μέ τόν Χριστό καί ἔδειξε τόσο ζῆλο καί τόση ταπεινοφροσύνη, νά πέση σέ τόσο μεγάλο λάθος, νά ἀρνηθῆ τρεῖς φορές τόν Δεσπότη Χριστό.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δέ τίνα μέ λέγετε εἶναι;» ὁ Πέτρος ὡμολόγησε καί εἶπε: «Σύ εἰ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καί ὁ Ἰησοῦς μας ἐγύρισε καί τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ'ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).
Ὁ Πέτρος κατά φύσι ἦταν πολύ ζηλωτής καί ἀσυμβίβαστος. Μέσα στήν πανσοφία Του ὁ Θεός, μετά τήν θερμή του ὁμολογία, τόν ἔθεσε θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἐκκλησία θά ἀγκάλιαζε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὄχι μόνο τούς ζηλωτές καί ἰσχυρούς ἀλλά καί τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος τήν τριπλῆ ἄρνησι. Διότι, μήν ξεχνᾶμε• οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι. Οὔτε στούς πέντε ἀνά ἑκατό δέν θά εὕρωμε ἰσχυρούς χαρακτήρας, οἱ ὅποιοι ἀγάπησαν τόν Θεό ἐξ ὁλοκλήρου καί μέ τήν ὁρμή τῆς ἀγάπης τους ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Γι'αὐτούς λοιπόν τούς ὑπολοίπους ἀσθενεῖς ἔγινε οἰκονομία. Ὁ Πέτρος ὅμως ὡς ζηλωτής καί ἰσχυρός, ποὺ δέν εἶχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δέν θά τό καταλάβαινε αὐτό.
Ἑπομένως κάνει μία οἰκονομία ὁ Θεός καί ἐπιτρέπει νά τόν ἀρνηθῆ. Ὕστερα τόν θεραπεύει μόνος Του. Τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: «Πέτρε, φιλεῖς με; Πέτρε, ἀγαπᾶς με;» Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, δέν τό κατάλαβε. Ἀλλά οἱ τρεῖς ἐρωτήσεις ἦταν ἡ θεραπεία τῆς τρισσῆς ἀρνήσεως.
Μέ τήν τριπλῆ Ὁμολογία, ὁ Πέτρος, ἐξήλειψε τήν ἐνοχή. Ἔμαθε ὅμως ἐκ πείρας, ὅτι καί οἱ ζηλωταί ἀκόμη ἔχουν ἀνάγκη ἐπιεικείας.
Τό ἴδιο κάνει ὁ Θεός καί στόν Ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδή ἦταν ἡ σπονδυλική στήλη τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀφήνει στήν ἀρχή νά γίνη διώκτης, ἐχθρός• καί ὕστερα τόν παίρνει• καί αὐτός μέ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἔχω ὅμως ἕνα ἐλαφρυντικό, ὅτι «ἀγνοῶν ἐποίησα».
Βλέπετε μέ πόση πανσοφία ὁ Θεός οἰκονομεῖ γιά νά δώση καί σέ μᾶς παρηγοριά. Διότι αὐτοί οἱ κορυφαῖοι ἐάν ἔμπαιναν μέ τήν δύναμι τῆς ὁρμῆς τους μέσα στήν Ἐκκλησία, ποῦ θά ἤξεραν ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δέν ἠμποροῦμε τώρα νά κρατήσωμε; Μέ αὐτό τόν τρόπο συγκαταβαίνει ἡ θεία ἀγαθότης πρός τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἠμπορέσωμε καί ἐμεῖς νά φθάσωμε εἰς αὐτή. Κατεβαίνει ὁ Θεός γιά νά σηκωθοῦμε ἐμεῖς.