Προοίμιον
Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε.
Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε:
«Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
Οἶκοι
α´
Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε
νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία
μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε:
Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ,
καὶ γιὰ ’κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης;
Νὰ ’ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω;
Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης,
Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».
β´
Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ,
καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θα ’φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία
καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου.
Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,
κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος
καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ’πλεξαν οἱ ἄνομοι.
Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό;
Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου;
Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
γ´
Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο
καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου,
ποὺ Σοῦ εἶπε:
«Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω».
Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἄς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του».
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ
καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται;
Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους.
Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,
μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους,
Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
δ´
Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη
καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε,
Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε:
«Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ
παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;
Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω
τὸν Ἀδάμ;
Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς
πεθαμένους;
Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα.
Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε
Πὼς «θέλοντας ἔπαθεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ε´
Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι.
Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη».
Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο.
Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη.
Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου.
Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω.
Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς.
Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη,
ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
στ´
Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς,
μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα
σὰν τὸ Μάννα,
ὄχι στὸ ὅρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου.
Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ.
Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο,
εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου
ἄνθρωπος ἔγινα.
Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σώζω.
Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαῖς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά:
«δέχεται θεληματικὰ τὸ Πάθος
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ζ´
«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου
Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα
πιὸ πολύ,
ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ.
Σπλάχνο, τί μοῦ λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ
δὲ γιατρεύεται;»
Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς.
Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν
πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε.
Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.
Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο
καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
η´
Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς,
καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ
πῶς λές,
«ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»;
Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ
κρεββάτι βαστώντας.
Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε,
ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω,
ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε.
Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων.
Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι,
τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»
θ´
«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω.
Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,
καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης.
Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος
ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή,
ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν
Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο.
Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα,
καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ
καὶ λυπήσου τὴν Εὔα, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ι´
Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία
ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα
κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του κλαίει.
Καὶ ἡ Εὔα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία
μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη,
γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό τοῦ Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε.
Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα;
Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾶς
καὶ τὴν Εὔα συγχώρεσε, Σὺ
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ια´
Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε
ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Της ἀπάντησε:
«Κύριέ μου,
ἂν ἀκόμα μιὰ φορὰ Σοῦ μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης.
Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα
αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα.
Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῆς σὲ μένα;
Ἂν πᾶς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα θὰ Σὲ ξαναδῶ;
Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο
γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ,
θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποῦ εἶναι
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιβ´
Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα
πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία:
«Ἔχε θάρρος, Μητέρα,
Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῆς μετὰ τὴν Ἀνάστασι.
Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα
καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι του ἔχυσα.
Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου.
Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὔα ἐτότες, Μητέρα,
ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης:
«Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιγ´
Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῆς,
Πὼς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο
ὅπου εὑρίσκονται
καὶ τὶς πληγὲς τους θεραπεύω
καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία.
Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή.
Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαίρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν
τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα.
Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα
Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῆς νὰ ψέλνης ταπεινά:
«Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιδ´
Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα,
καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα
τώρα βιάζομαι
νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι.
Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου
καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνήθηκε τὸ πνεῦμα μου
ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο.
Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους
πώς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ
καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιε´
«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι
καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι
καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό,
ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα.
Ἄσε με τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω.
Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ,
μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται
οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν.
Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε
Πὼς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο».
Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή;
Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιστ´
Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα,
οὔτε καὶ νὰ φοβηθῆς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου,
γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι.
Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ
τοῦ πῶ.
Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν.
Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν.
Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν.
Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρύσης, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς,
κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ,
ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».
ιζ´
Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου
καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ
βάθος τῆς σοφίας.
Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες.
Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ
σώσης τοὺς ἀνθρώπους.
Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες.
Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτή, καὶ
ὅλους ἐλευθέρωσες.
Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχης καὶ ὅταν δὲν πάσχης.
Ἐσύ ’σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σώζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ
Τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει:
«Ὢ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».