– 1974 –
Κοιμήθηκα αργά, αν και δεν είδα τηλεόραση. Για άλλο ένα βράδυ ο πατέρας μου την κλείδωσε και έβαλε το μικροσκοπικό κλειδάκι της PITSOS στην τσέπη του. Αργότερα θα το άφηνε σίγουρα στη μαμά να δει για άλλη μία φορά ειδήσεις. Τι κόλλημα κι αυτό…
Όλοι οι μεγάλοι παρακολουθούν ειδήσεις ενώ ξέρουν ότι εμείς τις βαριόμαστε.
Τουλάχιστον πήγαμε βολτίτσα νωρίτερα και φάγαμε και πίτσα. Τρελαίνομαι για πίτσα.
Το πρωϊνό φως μπαίνει από το παράθυρο. Το δικό μου κρεββάτι είναι ακριβώς απέναντι και τα πατζούρια είναι ανοιχτά. Μια λεπτή κουρτίνα δεν αρκεί να το κρατήσει μακριά μου…
– Ξύπνα Βασάκι μου. Ώρα για το σχολείο. Έχετε αργήσει. Μου θέλατε και τηλεόραση.
Η μητέρα μου! Έχει τόσο όμορφη φωνή…
Δε μπορώ να της πω ότι δε κοιμάμαι, ούτε πόσο όμορφη είναι έτσι, γονατισμένη δίπλα στο κρεββάτι μου. Με σκουντάει ξανά και ξανά… Τίποτα…
Γέρνω πάνω της και το υπέροχο πρόσωπο της ξαφνιάζεται με το άδειασμα της χθεσινής πίτσας στην ποδιά της. Φωνάζει… «Το παιδί, το παιδίιιι» και ξανά… «Σήκω Βασάκι μου, άνοιξε τα ματάκια σου…».
Βρίσκομαι στο νοσοκομείο. Το ξέρω. Την αναγνωρίζω αυτή τη μυρωδιά κι αυτούς τους περίεργους τοίχους που μόνο άσπροι δε λέγονται… Βλέπω το κρεββάτι και το σώμα μου επάνω. Τι περίεργο. Είναι όλο μέσα σε μια νάϋλον σακούλα. Δεξιά και αριστερά έχει δύο ανοίγματα. Από το δεξί η μητέρα μου, μου κρατάει το χέρι και κλαίει. Εντατική το λένε.
Μπαίνει ο γιατρός μέσα.
– Λυπάμαι κυρία Π. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Το εγκεφαλικό που υπέστη δείχνει πως δεν υπάρχουν ελπίδες. Ο εγκέφαλος της έχει κατακλυστεί από αίμα. Θρομβώσεις παντού. Είναι θέμα ωρών. Καλύτερα να πάτε σπίτι να «ετοιμαστείτε», εδώ δε μπορείτε πια να προσφέρεται τίποτα…
– Σας παρακαλώ κ. Δ. μία ελπίδα. Δώστε μου μία ελπίδα μόνο! Γονατίζει μπροστά του ενώ τα δάκρυα χαρακώνουν το πονεμένο πρόσωπο της….
– Τι λέτε κ. Π.; Λυπάμαι, αλλά πρέπει να σας πω την αλήθεια.
Δεν υπάρχει ΟΥΤΕ ΜΙΑ ελπίδα. Κάναμε ότι μπορούσαμε…
– Άγιε μου, σε Ικετεύω, σώσε το Βασάκι μου, λέει τραβώντας τα μαλλιά της (επικαλούμενη τον Όσιο Ιωάννη το Ρώσσο), κι εγώ θα στη φέρνω κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Κάντο καλά και πάρτο «δικό σου» φωνάζει σπαρακτικά. Σε Ικετεύω, κάνε το θαύμα σου… και πέφτει λιπόθυμη.
Την παίρνουν, την πηγαίνουν σπίτι να την ηρεμήσουν, να ξεκουραστεί… Της έχουν κάνει μία ένεση για να μπορέσει να κοιμηθεί. Φτάνοντας στο σπίτι όμως, έχουν πάρει τηλέφωνο. «Το Βασάκι συνήλθε…»!
– Ψέματα, μου λέτε ψέματα για να μη κάνω καμιά τρέλα! Να με πάτε τώρα εκεί…!
Ξανά στο νοσοκομείο. Είμαι στο ακτινολογικό… μπαίνει μέσα.
Γιατροί και μάνα βλέπουν να εξαφανίζονται οι θρόμβοι ο ένας μετά τον άλλο, λες και ένα αόρατο χέρι καθάριζε τα πάντα μέσα στο μικρό παιδικό κεφαλάκι, χωρίς να αφήνει ίχνος αίματος πίσω του…
Λίγο αργότερα μπαίνει στο δωμάτιο ο γιατρός που με είχε αναλάβει…
– κ. Δ. το Βασάκι μας συνήλθε. Είναι καλά!!!
– κ. Π., μην έχετε αυταπάτες. Όλοι οι μελλοθάνατοι έχουν πριν μία αναλαμπή. Να προτιμήσετε να πεθάνει γρήγορα, γιατί ακόμα και να ζούσε, τι να το κάνατε ένα παιδί φυτό; Είναι εγκεφαλικά νεκρή. Σας διαβεβαιώνω πως δεν υπάρχει ελπίδα. Αν αυτό το παιδί ζήσει (χαμογελάει), εγώ θα κάψω τα πτυχία μου…
– κ. Δ. υπάρχει Θεός και γίνονται και θαύματα…!
Ο γιατρός χαμογέλασε πάλι ειρωνικά… ενώ σίγουρα θεωρούσε πως έχει χάσει τα λογικά της.
* Γεγονός είναι ότι για πολλά χρόνια δεν έφαγα ξανά πίτσα!
Θεωρούσα πως αυτή με είχε «πειράξει» και κατέληξα στο νοσοκομείο.
Γεγονός είναι επίσης ότι όλα όσα συνέβαιναν εγώ τα έβλεπα από ψηλά. Έβλεπα το σώμα μου κάτω και όλα όσα γινόντουσαν ή συζητούντο σα να ήμουν από πάνω τους.
Γεγονός είναι ότι υπάρχει ένα «τούνελ» που σε βγάζει στην «απέναντι» πλευρά. Αυτή με το μαγικά υπέροχο φως, αυτή που είναι όλα εκπληκτικά όμορφα και με μία εσωτερική και εξωτερική γαλήνη. Τίποτα δε σε ταράζει. Τόσο όμορφα που δε θέλεις να επιστρέψεις.
Γεγονός επίσης είναι ότι ο κ. Δ. δεν έκαψε τα πτυχία του.
Αντιθέτως, απέκτησε μεγάλη Δόξα…!
Λίγα χρόνια αργότερα, παραμονή της ημέρας «αυτής», βρισκόμαστε στο Προκόπι. Την άλλη ημέρα, πρωί πρωί, θα πήγαινα να ανοίξω την Εκκλησία του Αγίου όπως συνήθιζα τα χρόνια που μεσολάβησαν. Έχουμε τσακωθεί με τη μητέρα μου και όλο το βράδυ με μαλώνει άδικα.
Πέφτουμε να κοιμηθούμε ενώ έχω πρηστεί από τα δάκρυα και την αδικία.
Το πρωί ξυπνάω αρκετά νωρίτερα από την καθορισμένη ώρα και μαζί και η μητέρα μου. Είναι φοβισμένη και συγκινημένη και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της…
– Μαμά, να σου πω τι όνειρο είδα!
– Όχι, εγώ θα σου πω, και με παίρνει αγκαλιά.
Είδα τον Άγιο. Ήρθε μπροστά μου, ντυμένος στρατιωτικά και πολύ όμορφος, αλλά θυμωμένος. Με μάλωνε και έλεγε με υψωμένη τη φωνή:
«Με ποιο δικαίωμα μαλώνεις το δικό μου το παιδί;
Εγώ σου το άφησα Μόνο να το Επιτηρείς!
Ξέχασες κιόλας ότι εσύ μου το έδωσες;
Πρόσεχε, γιατί αν συνεχίσεις έτσι θα στο πάρω…!»
Συγγνώμη παιδάκι μου. Χίλια Συγγνώμη!
– Μαμά… το ίδιο όνειρο είδαμε….
* * Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αισθανόμουν εντελώς διαφορετικά.
Δε μπορούσα να πάω κοντά του και να μην πω «πατερούλη μου». Ήταν (και είναι) ένας «άλλος» μπαμπάς που αισθανόμουν Ασφάλεια δίπλα του. Όσες φορές και αν πήγαινα άρρωστη στο Ναό του, έφευγα υγιέστατη. Όταν πονούσα μου έστρωναν και ξάπλωνα δίπλα του και αν ήμουν σε θέση να καθήσω, ο π.Ιωάννης Βερνέζος έβαζε στο πλάι» του την «γνωστή» πια καρεκλίτσα. Μέχρι να τελειώσει η Θ. Λειτουργία ήμουν καλά!
Έχουν περάσει ήδη 37 χρόνια και ο Θεός με τους Αγίους Του με κρατάνε ζωντανή.
Όσο και να Τον Δοξάζω δε θα είναι ποτέ αρκετό…