Το Δεσποινιώ, η μονάκριβη θυγατέρα της Μαρίας της Σμυρνιάς, κράταγε το χέρι της μάνας της σφικτά, τόσο σφικτά μέχρι που μάτωσαν τα χεράκια της.
Το Δεσποινιώ της Μαρίας της Σμυρνιάς, δεκατετράχρονο κοριτσάκι ξεριζώθηκε από τη Σμύρνη,τον Αύγουστο του 1922, αφήνοντας πίσω της μια ζωή, που στο υπόλοιπο της ζωής της θα το έβλεπε σαν όνειρο ,και θα χαμογελούσε στο ύπνο της, για μια ευτυχία που την έζησε κάποια στιγμή και μετά χάθηκε.
Μάνα και κόρη, θησαυρός και παρηγοριά τώρα πια η μια στη άλλη, εγκαταστάθηκαν στα εργατικά καλύβια των περιβολάρηδων και δούλευαν στα περιβόλια της Ακαδημίας Πλάτωνα, του Εσταυρωμένου και της Κολοκυνθούς ,η μία δίπλα στη άλλη, μαζί με τις μαυροφόρες εργάτριες από την Κρήτη.
Η Μαρία η Σμυρνιά δούλευε σκληρά, κοιμόταν λίγο, κένταγε πολύ και ετοίμαζε ξανά από την αρχή τα προικιά της Δεσποινιώς, της μονάκριβης αγαπημένης. Αλλά και το Δεσποινιώ δε άφηνε τη μάνα από τα μάτια της, όπως τότε που την πέταξαν στη βάρκα σα πούπουλο και δεν είχε που να πατήσει.. Γιατί ήταν τόσοι πολλοί ξεριζωμένοι, που μόνο στην αγκαλιά της μάνας, της Μαρίας της Σμυρνιάς είχε χώρο για κείνη. Πατέρας και αδελφός χάθηκαν, τους πήραν μακριά, αλλά ευτυχώς σκεφτόταν, δεν πρόλαβαν να δούνε το σπίτι τους που έγινε παρανάλωμα του πυρός.Θα τους το πει όταν με το καλό τους συναντήσει στη πατρίδα τους , στη Ελλάδα …γιατί είναι διαφορετικός ο πόνος του ακούσματος της είδησης από αυτόν της εικόνας.
Μέσα στην βάρκα έβλεπε τη μάνα της να θρηνεί, αλλά ήταν πολύ μικρή για να ξέρει τον πόνο και τον θρήνο της χήρας. Βουβά, όλα ήταν βουβά και στο βαπόρι που τους ταξίδευε στον Πειραιά. Όμως δεν την ένοιαζε… δεν χόρταινε να κοιτά τον ουρανό με τα χιλιάδες αστέρια, δεν χόρταινε να γεύεται τη αρμύρα μακριά από τον αέρα του θανάτου και τον καπνό της καταστροφής.
Την μάνα της την βασανισμένη δεν την αποχωρίστηκε ποτέ… ούτε και όταν πήγε σαν νύφη μερικά στενά πιο πέρα.
Πάντα έτρεμε την ιδέα ενός νέου ξεριζωμού, στο φόβο πως ο πατέρας της και ο αδελφός της ,από κει πάνω που κοίταζαν ,ζήλευαν την τύχη στο να την έχει κοντά της και μόλις την έπιαναν μονάχη, θα την ξερίζωναν για να την χαρούν και αυτοί.
Στο εκκλησάκι του Αι Νικόλα με τα κλειδιά στην πόρτα για το κάθε πιστό περαστικό και γείτονα ήταν το καταφύγιο της. Προσευχόταν στον Άγιο μαζί με τις άλλες γυναίκες από την Σμύρνη και τη Κρήτη για μια καλή και ήρεμη ζωή γεμάτη φώς, χωρίς το μαύρο χρώμα της προσφυγιάς.
Γεωργία Π. Ξάνθη.