(Ματθ. δ΄ 18-23)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸνἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς·
Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖςἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυαἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδενἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦΖεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν· καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Καὶ περιῆγενὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Καὶ περιῆγενὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
******
Στη θάλασσα της Γαλιλαίας μάς μεταφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο, για να δούμε τον Κύριο να αλιεύει, όχι ψάρια, αλλά ανθρώπους. Γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιεί το καλάμι, αλλά τον Σταυρό -ως τρόπο ζωής- για κείνους που θα δεχθούν την κλήση Του.
Θέλει να σχηματίσει την ομάδα των Δώδεκα, αυτούς που θα αποτελέσουν τη «ζύμη» για τη βασιλεία Του (την αγία μας Εκκλησία) που θα εγκαθιδρύσει στον κόσμο. Αν οι Μαθητές δεχθούν την κλήση Του, θα πρέπει με προθυμία να «άρουν τον σταυρό» τους, να δεχθούν τη σταυρώσιμη ζωή, ως πηγή αναστάσιμης χαράς και να Τον ακολουθήσουν. Και στη συνέχεια με αυτό το μέσο, θα καλέσουν την Οικουμένη στον Χριστό, ως άλλη νύμφη στον Νυμφίο. Από αλιείς ιχθύων θα γίνουν αλιείς ανθρώπων. Μέριμνά τους θα είναι ο Χριστός και η Εκκλησία Του. Θα μιλήσουν σε κείνους που έχουν για θεό τους την απρόσωπη ύλη, που ζουν για να ικανοποιούν τα πάθη τους, πως ο καθένας μπορεί να σωθεί, να συνάψει προσωπική σχέση με τον Χριστό, να πάρει τη Χάρη Του, που λυτρώνει και σώζει, που νικά τον θάνατο και χαρίζει ζωή και αθανασία.
1. Η κλήση του Χριστού
Για το αποστολικό αξίωμα δεν καλεί ο Χριστός τους σοφούς του κόσμου, τους δυνατούς, τους ευγενείς (=που έχουν ψηλή καταγωγή) γιατί αυτοί στηρίζονται στις δικές τους ικανότητες, στη σοφία τους, στον πλούτο τους και δεν ζητούν τη Χάρη και τη βοήθεια του Θεού. Είναι υπερήφανοι και αλαζόνες. Και επειδή ο Θεός επιβλέπει μόνο στους ταπεινούς, γι’ αυτό καλεί τους ψαράδες, που δεν έχουν σοφία, ούτε δύναμη, ούτε και ψηλή καταγωγή και θεωρούνται από τον κόσμο «μωροί και εξουθενημένοι» και ως «μη όντες», ανύπαρκτοι. Αυτοί καταφεύγουν στον Θεό και δέχονται τη Θεία Χάρη και γίνονται σοφοί «κατά Θεόν».
Έτσι λοιπόν συναντά πρώτα τους αδελφούς Ανδρέα και Πέτρο και στη συνέχεια τους αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη. Η πρόσκλησή Του είναι σαφής και απόλυτη: «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Τους καλεί να εγκαταλείψουν τα ανθρώπινα και να τον ακολουθήσουν. Η αποδοχή της κλήσης είναι ζωή με τον Χριστό, η απόρριψή της είναι ζωή χωρίς τον Χριστό, δηλαδή θάνατος. Δεν τους ζητά να αφιερωθούν λίγο στο επάγγελμά τους και λίγο σ’ Αυτόν, αλλά να εγκαταλείψουν κάθε κοσμική φροντίδα και να δοθούν ολόκληροι σ’ Αυτόν, κατά την ψυχή και κατά το σώμα. Για να γίνουν υπηρέτες και μάρτυρες του Θεού Λόγου, πρέπει να γίνουν ελεύθεροι από όλα τα του κόσμου, και από την ίδια τη ζωή τους.
«Διά της ενθέου ζωής και πολιτείας» (άγ. Μάξιμος) θα γίνουν άξιοι της Χάριτος του Αγ. Πνεύματος. Τι θα γίνουν όμως οι οικογένειές τους, χωρίς χρήματα και φροντίδα, χωρίς ασφάλεια;
Η λύση του προβλήματος δεν είναι η κάποια, έστω, τακτοποίηση και εξασφάλιση των δικών τους και στη συνέχεια η ακολούθηση του Χριστού, αλλά η αποδοχή της κλήσεως με μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα. Είναι θέμα πίστεως και παραδόσεως στον Χριστό, χωρίς όρους. Παραδίνουμε τα πάντα στον Χριστό, γιατί τον εμπιστευόμαστε, ότι είναι σε θέση να κάνει και τις πέτρες ψωμιά. Ετοιμάζει τραπέζι, ακόμη και στην έρημο. Αυτό που χρειάζεται να γίνει, δεν είναι να αποδείξει ο Θεός, ότι θα ασφαλίσει τους ίδιους και τις οικογένειές τους, αλλά να δείξουν οι Μαθητές, ότι μπορούν να νεκρωθούν «από παντός του κόσμου» και να παραδοθούν στον Χριστό, που είναι η «ζωή των ανθρώπων». Και στην περίπτωση, που ο Θεός θέλει να πεινάσουν και αυτοί και οι οικογένειές τους και να δοκιμασθούν μέχρι θανάτου, οι γνήσιοι Μαθητές, όχι μόνο απαντούν, «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου», αλλά και ευχαριστούν γι’ αυτό το προνόμιο. Δεν φοβούνται τον θάνατο, γιατί έχουν μέσα τους τον «ζώντα Χριστόν». Τέλεια λοιπόν απώλεια και θυσία και αυτοπαράδοση στον Χριστό. Ολοκληρωτική ταύτιση της ζωής τους με τον σταυρό Αυτού, που τρέφει τα πετεινά και συντηρεί τα κρίνα του αγρού. Σε παρόμοια περίπτωση (Ματθ. 8, 21) ο Χριστός δεν επέτρεψε σε κείνον που ήθελε να αφήσει για λίγο τον Χριστό, για να θάψει τον πατέρα του. Και η ταφή του πατέρα και οτιδήποτε άλλο, όσο σπουδαίο και να είναι, είναι δευτερεύον. Η πρώτη προτίμηση είναι του Χριστού. Όποιος όμως αφήσει γονείς, γυναίκα, τέκνα, αδελφούς, αδελφές «ἕνεκεν ἐμοῦ» -είπεν ο Χριστός- θα λάβει εκατονταπλάσια και «ζωήν αιώνιον κληρονομήσει».
Ο απόστολος Παύλος, που δέχθηκε την κλήση του Χριστού, μιλά γι’ αυτή τη σταυρική πορεία του κάθε Αποστόλου και νοιώθει αυτή την οδύνη της νέκρωσης μέσα στο ίδιο του το σώμα, που κατάληξη έχει τη χαρά της Ανάστασης. «Πάντοτε (γράφει) τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἴνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῆ» (Β'Κορ. 4, 10). Η σχέση του μαθητή με τον Δάσκαλο συνίσταται σ’ αυτή την κοινωνία στη νέκρωση και τη ζωή του Ιησού, όπως την εβίωσαν οι Απόστολοι. Ο Χριστός καλεί κοντά του ψυχές με καθαρό βίο, ανώτερες από υλικά αγαθά και από αυτή τη φυσική ζωή. Το «ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν» περιλαμβάνει απάρνηση και ελευθερία της ψυχής από όλα. Το «δεύτε οπίσω μου» θα πει: Να πιουν το «ποτήριον» του Χριστού και να βαπτισθούν στο δικό του «Βάπτισμα», στο αίμα του Μαρτυρίου.
2. Η ανταπόκριση των Μαθητών
Στο «δεῦτε ὀπίσω μου» του Χριστού, ο Ευαγγελιστής προσθέτει και την απάντηση: «Οι δε (Ανδρέας και Πέτρος) εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». Για δε τους άλλους (Ιάκωβον και Ιωάννην) «εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῶ». Οι δεύτεροι άφησαν και τον πατέρα τους. Τα άφησαν όλα και ελεύθεροι πήραν τον σταυρό και ακολούθησαν τον δρόμο, που καλούσε ο Χριστός. Και μάλιστα «ευθέως», χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς επιφύλαξη. Δεν ζήτησαν ούτε μια μικρή αναβολή για να το αναφέρουν στις οικογένειές τους. Όταν αυτός που καλεί είναι ο Χριστός, δεν μπορεί η απάντηση, για να είναι γνήσια, να είναι άλλη από το «ευθέως», αμέσως, αυτή τη στιγμή. Προθυμία, άμεση υπακοή, τέλεια αγάπη, η πρώτη αγάπη. Με την άρση του σταυρού του «ευθέως», καταρρίπτονται όλες οι αντιστάσεως του κοσμικού φρονήματος και εναρμονίζεται και το σώμα και οι ανάγκες του με το φρόνημα του πνεύματος.
Οι Μαθητές δεν ζήτησαν από τον Χριστό ούτε πλούτο, ούτε δόξα. Από την πτωχεία του υλικού πλούτου προτίμησαν τον πλούτο της ακτημοσύνης, χάριν της Βασιλείας των ουρανών. Αν προτιμούσαν οτιδήποτε άλλο, θα σήμαινε πως προτιμούν τον θάνατο από τη ζωή. Θάνατος είναι η μη ανταπόκριση στο «ευθέως», στο «Δεύτε οπίσω μου», η προτίμηση κάποιας άλλης χρείας από τη χρεία του Χριστού. Η κλήση ήταν σταυρός, αλλά ζωηφόρος. Αρνήθηκαν οικογένεια, πατρίδα, την ίδια την ύπαρξή τους, «θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, γυμνητεύοντες, ὕστερουμενοι» και των πιο αναγκαίων: «συνεσταυρώθησαν τῷ κόσμω» και έλαβαν πείραν του αθέατου πολέμου (του εσωτερικού) και καθάρισαν την καρδιά τους από τα πάθη. Τέλος δε και «θάνατον κατετόλμησαν». Και όλα αυτά «ἴνα Χριστὸν κερδήσωσι».
3. Οι καρποί της υπακοής των
Πίστεψαν, ακολούθησαν, εργάσθηκαν, βίωσαν, μαρτύρησαν, αγιάσθηκαν, θεώθηκαν. Πάνω στη δική τους πίστη θεμελιώθηκε η Εκκλησία, η θεανθρώπινη κοινωνία. Και αυτοί έγιναν οι στύλοι της. «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν». Τα έθνη αρνήθηκαν το σκοτάδι της ειδωλολατρείας, πίστεψαν, βαπτίσθηκαν και εντάχθηκαν στην Εκκλησία, στο Σώμα του Χριστού. Ο μεγαλύτερος καρπός είναι το «περικείμενον νέφος» των Μαρτύρων, Οσίων και πάντων των Αγίων από «παντός έθνους και λαών και φυλών και γλωσσών» (Ἀποκ. 7, 9). Φωτίσθηκαν με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και κατάλαβαν ότι η αληθινή ζωή, που δεν την εγγίζει ο θάνατος, είναι ο σταυρός, η «νέκρωσις του κόσμου παντός» και το «μετά του Θεού είναι». Γι’ αυτό «παρέστησαν εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας» (Ῥωμ. 6, 13). Διά μέσου της Εκκλησίας, την οποίαν αυτοί θεμελίωσαν, εκατομμύρια ανθρώπων μετοίκησαν από τη γη στον ουρανό και έγιναν κληρονόμοι της θείας Βασιλείας. Και η συνέχιση του θαύματος αυτού θα εξακολουθεί, «ἄχρις οὖ ἂν ἔλθη» ο Κύριος.
«Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ» οι Απόστολοι πρώτα και μετά οι Άγιοι, έβγαλαν δαιμόνια από ανθρώπους, «ἐλάλησαν γλώσσαις καιναῖς», έπιασαν με τα χέρια τους τα φίδια και δεν έπαθαν τίποτε από τα δαγκώματά τους, ήπιαν δηλητήρια χωρίς να βλαβούν· έβαλαν τα χέρια τους σε ασθενείς και θεραπεύτηκαν (Μαρ. 16, 17, 18). Και ακόμη «πατοῦν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπιῶν καὶ ἐπὶ πάσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ. 10, 17) δηλαδή νίκησαν στον πόλεμο κατά του «αρχεκάκου όφεως», του διαβόλου, που δηλητηριάζει τις ψυχές μας, όπως τα φίδια και οι σκορπιοί.
Και όλα αυτά, γιατί ξεπέρασαν τον κόσμο και όσα υπάρχουν σ'αυτό. Αγάπησαν τον Χριστό και δέθηκαν με τον πόθο του. Έγιναν πατέρες όσων γεννήθηκαν, όχι «ἐξ αἱμάτων, μηδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ» (πνευματικοί πατέρες).
Αυτούς διάλεξε ο Χριστός: Τους «ασθενείς», τους «μη όντας», τους ανύπαρκτους για τον κόσμο. Τα «μωρά και εξουθενημένα», δηλαδή τους μηδαμινούς και άσοφους, τους αδύνατους, αλλά ταπεινούς και γι’ αυτό πιστούς στον Θεό, για να καταντροπιάσει τους λεγόμενους σοφούς και δυνατούς και δυνάστες του κόσμου. Ο Θεός απορρίπτει τους αλαζόνες, που στηρίζονται στην αυτάρκειά τους και καλεί όσους έχουν πίστη και καταφεύγουν ταπεινά στον Χριστό, που είναι «Θεού σοφία και δύναμις».
Τι μπορούμε να πάρουμε απ’ αυτά τα μεγάλα αναστήματα του Χριστού και της Εκκλησίας; Κατ’ αρχήν, ας δίνουμε μικρότερη σημασία στα πράγματα του κόσμου, που φθείρονται και παρέρχονται και ας αυξάνουμε τη στροφή μας στον Χριστό και στα αιώνια αγαθά του. Όσο νεκρωνόμαστε για τον κόσμο, τόσο ζούμε «εν Χριστώ». Να μετέχουμε, όσο μπορούμε περισσότερο, στη θεραπευτική αγωγή της άσκησης και των αγίων Μυστηρίων, που μας προσφέρει η αγία μας Εκκλησία. Να ελευθερώσουμε λίγη αγάπη από τον εαυτό μας και να την προσφέρουμε στον Θεό και τους αδελφούς μας. Να μελετούμε τη ζωή των Αποστόλων και όλων των Αγίων, όχι για να «μαθαίνουμε», αλλά για να ζούμε μαζί τους. Είναι η εφαρμογή της προτροπής του Χριστού: «Ζητεῖτε πρώτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ... καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμὶν» (Ματθ. 6, 33).