Διδαχές τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας
Καθῆστε. Αὐτά τά πράγματα πού θά ποῦμε δέν θά τά ξανακούσετε.
Τότε πού ἔμενα γιά λίγα χρόνια στήν Ἀθήνα, μοῦ εἶχε πῆ ὁ π. Ἐφραίμ πώς ὑπάρχει στό Παγκράτι μιά μοναχή Ξένη πού εἶχε Γέροντα τόν π. Σάββα τόν πνευματικό, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τόν ὁποῖο μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας.
Πῆγα καί τή γνώρισα. Δέν θά ξεχάσω τήν τάξι της καί τή νοικοκυροσύνη της, μοῦ ἔχει μείνει στή διάνοιά μου. Εἶχε ἕνα δωμάτιο ὅλο κι ὅλο· ἐκεῖ ἦταν τό κρεββάτι της, τό προσευχητάριό της καί ὁ μπουφές της. Τά εἶχε ὅλα ἕνα κι ἕνα. Σέ μιά γωνιά τοῦ δωματίου εἶχε τό μαγειρεῖο της, μιά γκαζιερούλα, καί στήν ἄλλη γωνιά τά σκεύη πού χρησιμοποιοῦσε. Εἶχε σαρανταπέντε χρόνια στό κρεββάτι καί ἀπό τίς πολλές ἀσθένειες πού εἶχε τή λέγανε «Ἰώβ». Ὅπως εἶχε τό κάθε πρᾶγμα στή θέσι του, ἔτσι εἶχε ἀκρίβεια καί στήν προσευχή της. Οἱ πατέρες πήγαιναν καί ἔπαιρναν τήν εὐλογία της, πολύ τήν ἀγαποῦσαν, τήν εἶχαν ὑπόδειγμα. Τῆς ἔστελνε ὁ π. Σάββας ἐπιστολές καί τήν βοηθοῦσε. Ὅταν πῆγα ἦταν καί ἕνας κύριος καί διάβαζαν μιά ἐπιστολή. Τί ὡραῖες ἐπιστολές!Ὅπως ἔβλεπε ὁ π. Σάββας σέ ὀπτασία τήν κάθε ψυχή, τόν καθένα πού πήγαινε γιά ἐξομολόγησι, ἔτσι ἔβλεπε σέ ὀπτασία καί τή μοναχή Ξένη. Τί ἁγιασμένες ψυχές!
Σούρνονταν νά πάη νά ἑτοιμάση γιά νά φιλέψη. Πρόσεχε τίς κοῦπες, τά φλιτζάνια νά εἶναι ὁμοιόμορφα· ἕνα εἶδος κουτάλια, ἕνα εἶδος φλιτζάνια, ὅλα ὅμοια. Μοῦ ἔλεγε ἕνας πνευματικός πού τόν εἶχα συναντήσει ἐκεῖ:
«Ὅπως εἶναι στήν ψυχή της, παιδί μου, ἔτσι εἶναι καί στά σωματικά της· κοιτάζει νά πάρη τό ἴδιο πιάτο, τό ἴδιο ποτήρι, γιά νά προσφέρη στόν καθένα πού ἔρχεται».
Μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο εἶχε ὅλα τά ἀπαραίτητα. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πῶς τά ἔφερνε βόλτα. Τήν ἔβλεπες μέ τό μπαστουνάκι της νά συγυρίζη καί μέ τό στόμα της νά λέη κάτι λογάκια! Ὡραῖα, μεγαλεῖα! Οὐράνιος ἄνθρωπος! Πῶς τόν κάνει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο οὐράνιο, ἅμα θέλει ὁ ἄνθρωπος!
Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω τέτοιους ἁγίους ἀνθρώπους, καί ἐγώ ἀκόμη ἀρχή δέν ἔχω βάλει. Λέω, ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πολλή. Βάδιζε μέσα στό δρόμο καί ο καθένας τήν ἔβρισκε· μέ μιά ἁπλότητα, μέ μιά προσευχή λάμβανε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ· τότε ἦταν ἡ ἀπλότητα, καί ἡ ἁμαρτία δέν εἶχε πληθύνει, ὅπως ἔχει γίνει σήμερα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε πολλή πίστι καί ἔκανε ἄσκησι, ὅπως ἡ Γερόντισσα Θεοφανώ πού ἔκανε ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ ἐρημῖτες. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τούς βοηθοῦσε. Ζοῦσαν μέ τά ἀπαραίτητα, περνοῦσαν μέ τό τίποτε, δέν εἶχαν αὐτό τό πλεόνασμα πού ὑπάρχει τώρα, καί γι᾿ αὐτό εἶχαν καί πολλή αὐταπάρνησι. Σκοπός τῆς ζωῆς τους ἦταν πῶς νά ἐργασθοῦν τόν Θεό, πῶς νά λατρεύσουν τόν Θεό. Δέν εἶχαν μανία μέ τά ντουβάρια1, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα.
Θυμᾶμαι παλαιότερα πῶς ἤμασταν! Τότε ἦταν στή ζωή μας πολύ ζωντανός ὁ Θεός! Μοῦ φαινόταν ὅτι θά Τόν πιάναμε μέ τά χέρια. Ἔλεγα, ἄν ἁπλώναμε τά χέρια, θά φτάναμε τόν Θεό. Μεμψιμοιρία; Οὔτε κατά διάνοια! Μόνο τόν Θεό σκεφτόμασταν, πῶς νά δοῦμε τόν Θεό καί τούς Ἀγγέλους, πῶς εἶναι τά κάλλη τοῦ Παραδείσου. Μόνο τά οὐράνια, τίποτε ἐπίγειο. Αὐτή ἦταν ζωή! Μᾶς ἔστελνε καί ὁ παππούς Ἰωσήφ ἐπιστολές μέ ὀπτασίες, ὁράματα, ὡραῖα πράγματα· τά διαβάζαμε καί μᾶς ἀνέβαζαν πνευματικά. Ἦταν οὐράνια πράγματα! Μικρά παιδιά μαζευόμασταν καί μαθαίναμε τά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, πῶς περνάει ἡ «εὐχή» ἀπό τό στόμα στό νοῦ καί στήν καρδιά. Μία ὥρα βαδίζαμε, γιά νά πᾶμε στό Σαρανταλείτουργο πού ἔκανε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ παλαιός. Τίποτε δέν λογαριάζαμε, οὔτε χιόνια οὔτε βροχές οὔτε ἀέρα. Τώρα βλέπουμε χιόνι καί φοβόμαστε. Βάζαμε στό κεφάλι μιά κουβερτούλα καί πηγαίναμε μέσα στή νύχτα.
Μιά μοναχή: Τί ὥρα;
Γερόντισσα: Στίς τρεῖς τή νύχτα. Μία ὥρα περπατούσαμε, γιά νά φθάσουμε· ἀκούγαμε τήν Θεία Λειτουργία καί κοινωνούσαμε. Ἐμεῖς λέγαμε τήν «εὐχή», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν ἡμᾶς»καί ἐκεῖνος ἔκανε τήν προσκομιδή. Ἀκούγαμε,«ἐξηγόρασας ἡμᾶς…»2,ὕστερα ὁ π. Ἐφραίμ φώναζε,«λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε, καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ»3. Τί ἦταν καί ἐκεῖνο! Δάκρυα κατανύξεως πού χύναμε ὅλοι! Ἡσυχία! Ἐμεῖς πολύ σιγά,«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς»·καί ἀκούγαμε ὅλες τίς μυστικές εὐχές νά τίς λέη μεγαλοφώνως. Ἐκεῖ ἦταν τό μεγαλεῖο! Ὅλες φεύγαμε ἀλλοιωμένες. Πηγαίναμε νά ψωνίσουμε στά μαγαζιά καί ἀναρωτιόντουσαν οἱ ἄνθρωποι, «μά γιατί μυρίζουν, λιβάνι ἔχουν ἐπάνω τους καί εὐωδιάζουν;».Συνέχεια στήν Ἐκκλησία! Ὅλα μέ τό ρολόι, ὅλη μέρα μέ τό ρολόι στό χέρι, ὅλα μέ τό λεπτό. Δέκα λεπτά φαγητό, δέκα λεπτά ξεκούρασι, δέκα λεπτά ἀνάγνωσι, ὅλα μέ ἀκρίβεια. Ἑσπερινός; Ὅλα τά κορίτσια μαζευόμασταν. Ἐργαζόμασταν, καί τό βράδυ συγκεντρωνόμασταν ὅλοι στόν Ἑσπερινό. Ὅ,τι δουλειά καί νά εἴχαμε, ὅσο ἐπείγουσες καί νά ἦταν οἱ δουλειές μας, πηγαίναμε στόν Ἑσπερινό. Ἔβλεπες, κάθε βράδυ βαδίζαμε μισή ὤρα ἕως τρία τέταρτα, γιά νά φτάσουμε στόν Ἑσπερινό. Ὁ πατήρ ἔκανε τήν προετοιμασία, ἔψελνε τόν Ἑσπερινό, τό Θεοτοκάριο καί μετά φεύγαμε.
Μιά μοναχή: Στόν ἅγιο Ἀπόστολο πηγαίνατε;
Γερόντισσα: Ναί, μέ τά πόδια ἀπό τή Νέα Ἰωνία! Τώρα ὅλα εἶναι στά πόδια μας· νά καί ἡ ἐκκλησία, νά καί ἡ Λειτουργία, ἀλλά φοβόμαστε τό κρύο, ὅλα τά φοβόμαστε! Ἄντε λέω, πᾶνε αὐτά τά μεγαλεῖα!
Μιά μοναχή: Ὁ Γέροντάς μας σᾶς χαιρέτησε, ὅταν ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος;
Γερόντισσα: Ναί, πως δέν μέ χαιρέτησε; Τοῦ εὐχήθηκα νά πάη μέ τό καλό καί νά ἐργασθῆ τόν Θεό. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἤμασταν μέ τό Γέροντα μαζί μέρα – νύχτα. Ὅταν ἤθελε ἡσυχία, γιά νά ἀσκήση τήν Νοερά προσευχή, ἔφευγε ἀπό τό σπίτι του καί ἐρχόταν σέ μένα. Καθόταν μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο καί ἐκεῖ προσευχόταν. Ἐγώ ἔκλεινα τήν πόρτα καί ἔφευγα. Ἄλλοτε πήγαινα στήν ἐργασία μου καί ἄλλοτε στήν ἀγορά, γιά νά ψωνίσω. Ποῦ νά ἤξερα ὅτι τόν Γιαννάκη πού εἶχα στό σπίτι μου, θά τόν ἔκανα καί Γέροντά μου μετά ἀπό τόσα χρόνια! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ βάδιζε τότε μέσα στούς δρόμους, τήν πιάναμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ…
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγια καρδιᾶς»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἱ.Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.