(Ματθ. η’ 28-34, θ’ 1)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι ταῷἸησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷδύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶλίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰπαρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.
Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τίἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ;ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαιἡμᾶς; ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴνἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦκρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντεςἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλιςἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
---------------
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία και τυραννίδα του διαβόλου. Δεν μπορούσε να βλέπει το πλάσμα Του να τυραννείται από τον διάβολο.
Το δράμα των δύο δαιμονιζομένων, που πάσχουν και υποφέρουν και για τους οποίους κάνει λόγο το σημερινό Ευαγγέλιο, αποτελεί μια φρικτή εικόνα της θηριωδίας και απανθρωπιάς, του φθόνου και του μίσους του διαβόλου εναντίον του ανθρώπου.
1. Φθονερός και απάνθρωπος
Φθονεί τον άνθρωπο, γιατί ο Θεός τον προορίζει για την αιώνια ζωή και μακαριότητα, για τη θέωση. Θέλει να τον κάνει δυστυχισμένο. Θα τον αφάνιζε δε, αν ο Θεός δεν τον αναχαίτιζε, αν του παρέδιδε την εξουσία «εν λευκώ». Αυτό που βλέπουμε στο ευαγγέλιο από πλήθος δαιμόνων -ορμητικό ρίξιμο των χοίρων από τον γκρεμό και πνίξιμο στη θάλασσα- θα το έκαναν και σ’ εμάς αν είχαν εξουσία. Ο πλήρης αφανισμός -σώματος και ψυχής- είναι ο διαρκής στόχος τους. Είναι μισάνθρωποι και ανθρωποκτόνοι. Όταν ρωτάνε τον Χριστό: «ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» σημαίνει, πως θεωρούν βάσανο το να μη τους επιτρέπει ο Χριστός να μας τυραννούν. Αυτό που είναι χαρά και απόλαυσή τους είναι να μας βασανίζουν.
Δεν σταματάνε να εκτοξεύουν «βέλη πονηρά καἰ πεπυρωμένα», αισχρούς λογισμούς, και λογισμούς υπερηφανείας και δεν παρουσιάζονται ως εχθροί, αλλά ως «άγγελοι φωτός». Μας παρουσιάζουν τα αμαρτωλά πάθη ως ευχάριστα και ηδέα, για να μας μολύνουν, να μας αποσπάσουν από τον Θεό και να αφαιρέσουν από την ψυχή μας τη θεία εικόνα, για να μη γίνουμε κοινωνοί της δόξας του Θεού. Αν κατορθώσουν να μας υποδουλώσουν στα αμαρτωλά πάθη και γίνει η ζωή μας «χοιρώδης», ακάθαρτη, τότε θα μας αφανίσουν στον άδη, όπως τους χοίρους στη λίμνη.
Επειδή οι θείες εντολές οδηγούν τον άνθρωπο στην αγαπητική σχέση και κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή στη σωτηρία, ο διάβολος τις πολεμά, αντιστέκεται σ’ αυτές και μας τις παρουσιάζει ως βαριές και δύσκολες, για να μας κάνει παραβάτες. Απορρίπτοντας τις θείες εντολές ο άνθρωπος απορρίπτει τον ίδιο τον Θεό, που υπάρχει «μυστικώς» σ’ αυτές. Περιφρονεί τη ζωή της Χάριτος και «κοινωνεί» αναπόφευκτα με τον διάβολο, το πνεύμα της ανομίας, το οποίο δεν «γεννά εις ζωήν», αλλά εις «ροώδη και κατεψυγμένον βίον» (=ρευστή και νεκρωμένη ζωή) και γίνεται πατέρας όσων διαπνέονται από το θανατηφόρο πνεύμα της αμαρτίας.
Όπως φαίνεται και στο Ευαγγέλιο, ο διάβολος όχι μόνο είναι ξένος και του ελαχίστου ίχνους ελέους και συμπαθείας στο θύμα του, τον άνθρωπο, αλλά κινείται με πάθος και μανία εναντίον του -κυρίως της ψυχής του- με μοναδικό σκοπό να τον απομακρύνει από τον Θεό. Γνωρίζει από δική του πείρα, ότι η απομάκρυνση από τον Θεό είναι η τραγικότερη κόλαση, το σκότος, ο βασανισμός, η δυστυχία, ο θάνατος. Ο «έρημος Θεού», είναι έρημος από τη ζωή της αγάπης, του φωτός, της Χάριτος, είναι δουλεία στο κράτος του θανάτου. Τα αμαρτωλά πάθη, όταν κυριαρχήσουν επάνω μας, μας αιχμαλωτίζουν και μας οδηγούν στη φθορά και τον θάνατο. «Παράδεισος τρυφής» είναι η σχέση αγάπης και κοινωνίας με τον Θεό. Όσα μας παρουσιάζει ο διάβολος φαίνονται εξωτερικά, ότι δημιουργούν χαρά, ηδονή, ενώ οδηγούν στην οδύνη, το σκοτάδι, τον θάνατο. Είναι όλα τα επακόλουθα της ζωής «εκτός Θεού».
Σ’ αυτό αποβλέπει το έργο του και όλος ο πόλεμος που διεξάγει εναντίον του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος αποστατήσει και αλλοτριωθεί από τον Θεό, γίνεται δαιμονιώδης, κτήμα δικό του.
Ας δούμε πλατύτερα αυτόν τον εχθρό και πως θα φυλαχθούμε απ’ αυτόν.
2. Η φύση του
Ο διάβολος ήταν λογικό δημιούργημα του Θεού, όπως και ο άνθρωπος και ανήκε στον πνευματικό κόσμο, στο δέκατο αγγελικό τάγμα του εωσφόρου.
Δεν δημιουργήθηκε για να είναι κακός, γιατί ο Θεός κανένα κακό δεν έκανε. «Ἐποίησε τὰ πάντα καλά λίαν». Το κακό άλλωστε, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, δεν έχει δική του υπόσταση, είναι ανύπαρκτο και είναι η απουσία του καλού. Την πνευματική φύση, που πήρε από τον Θεό για να ανήκει στα αγαθά και λειτουργικά πνεύματα, τη μεταποίησε σε κακή, εξ αιτίας της παρακοής του στον Θεό. Έγινε εχθρός του Θεού και αρχηγός του κακού.
Η αρχή του κακού στον διάβολο -όπως και στον άνθρωπο- ήταν η αποβολή της ταπεινοφροσύνης, που κοσμούσε τους Αγγέλους και είναι η αιτία όλων των καλών. «Πρό παντός χαρίσματος ἡ ταπεινοφροσύνη», λένε οι άγιοι Πατέρες. Με άλλα λόγια, ο Θεός βλέπει σε ποιον άνθρωπο υπάρχει ταπείνωση και σ’ αυτόν χορηγεί τα θεία χαρίσματα. Όταν κανείς είναι αληθινά ταπεινός, θεωρεί όλους καλούς και υπερέχοντας σε αρετή και χαρίσματα, τον εαυτό του δε «υποκάτω πάντων». Και ακολουθώντας τον Κύριό Του, δέχεται πρόθυμα να πλύνει και τα πόδια όλων. Επιδιώκει την αδοξία και ο Θεός τον δοξάζει. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται ως υγεία της ψυχής. Όταν όμως αποβάλει την ταπεινοφροσύνη και «ντυθεί» την αλαζονεία, θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο όλων. Νομίζει ότι μόνος του είναι σε θέση να τα κατορθώσει όλα, μέχρι και θεός να γίνει. Αυτή η κατάσταση είναι νόσος σοβαρή για την ψυχή, γιατί ο «εκτός ταπειφροσύνης», είναι και «εκτός θείας Χάριτος».
Γι’ αυτό και ο διάβολος όταν ντύθηκε την υπερηφάνεια, που είναι αιτία όλων των κακών, θέλησε να εξομοιωθεί με τον Θεό στην εξουσία. «Ἐπεθύμησεν ὑπερηφάνως ἐξομοιωθῆναι κατ’ ἐξουσίαν τῷ Κτίσαντι» (Γρ. Παλαμάς). Δεν δημιουργήθηκε για να ασκεί εξουσία, αλλά για να εξουσιάζεται από τον Θεό. Αυτός θέλησε να εξουσιάζει, παρά τη θέληση του Θεού. Η Αγία Γραφή θεωρεί τον διάβολο «ακάθαρτο», μόνο και μόνο γιατί απέρριψε την ταπείνωση και έγινε υπερήφανος. Και ενώ περίμενε να υψωθεί, έπεσε στο κατώτατο σημείο πτώσεως, γιατί απώλεσε τη Χάρη του Θεού. Από φωτεινός άγγελος, έγινε σκοτεινός και βέβηλος. Γι’ αυτό οι Άγιοι είναι καθαροί και νίκησαν τον διάβολο, γιατί «ντύθηκαν» την ταπείνωση. Καθαρός είναι ο ταπεινός, αυτός που διαθέτει, έστω, και «οσμήν ταπεινώσεως».
Στο σημερινό ευαγγέλιο παρουσιάζονται οι δαίμονες να διαμένουν μέσα στα μνήματα, γιατί έγιναν νεκροί, από τη στιγμή, που εγκατέλειψαν τον Θεό. Έπεσαν από τη ζωή της Χάριτος, γιατί διέκοψαν κάθε σχέση και κοινωνία με τον Θεό και αυτονόμησαν τη ζωή τους. Έγιναν κύριοι του σκότους και του θανάτου. Αυτή η αποστασία και αλλοτρίωση από τον Θεό και τις εντολές του έγινε πηγή παντός κακού. Φεύγοντας από τον Θεό, έγιναν αντίπαλοί του. Αυτή είναι η έννοια του όρου «σατανάς».
3. Παρέσυρε και τον άνθρωπο
Ενώ ο εωσφόρος δεν έγινε για να εξουσιάζει, μόνο να εξουσιάζεται, ο άνθρωπος τάχθηκε να εξουσιάζει «όλα τα επί της γης», αν βέβαια, δεχόταν ο ίδιος να «εξουσιάζεται άνωθεν» και να καθοδηγείται στον τρόπο της ζωής του από τον Θεό. Αυτό έκανε τον διάβολο να φθονήσει τον άνθρωπο, έγινε ζηλόφθονος και χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να τον ρίξει από τη θέση, που τον έβαλε ο Θεός. Και επειδή δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει βία, γιατί εμποδιζόταν από τον Θεό, χρησιμοποίησε τον δόλο. Συμβούλευσε τον άνθρωπο να απομακρυνθεί από τον Θεό, δηλαδή να αρνηθεί την εξουσία Του, πράγμα που θα τον έκανε να χάσει το χάρισμα να εξουσιάζει. Έπεισε τον άνθρωπο να αντιταχθεί στο θέλημα του Θεού και να κάνει το αντίθετο απ’ αυτό, που του είπε ο Θεός. Ενώ δηλαδή ο Θεός του απαγόρευσε να φάγει τον καρπό ενός συγκεκριμένου δέντρου, αυτός με εισήγηση του διαβόλου, δοκίμασε και έφαγε. Έτσι αντιστάθηκε στον Θεό, απομακρύνθηκε από το θέλημά του και έγινε κοινωνός του σκότους και του θανάτου.
4. Φοβούνται τον Χριστό
Ενώ στους ανθρώπους γίνονταν φοβεροί, ώστε κανένας να μην τολμούσε να περάσει από τον δρόμο, που οδηγούσε στα μνήματα, όπου έμεναν, μπροστά στον Χριστό «προσέπεσαν» (= πέσανε στα πόδια του) και «εδέοντο», όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Φαίνεται εδώ ο φόβος τους μπροστά στον Χριστό. Αναγνωρίζουν την εξουσία Του και τον φοβούνται, γιατί δεν Τον αγαπούν. Δεν υποτάσσονται, γιατί η υποταγή προϋποθέτει ταπείνωση, που δεν την έχουν. Όμως φοβούνται. Και ενώ θέλουν από κακία να καταστρέψουν το πλήθος των χοίρων, ζητούν άδεια από τον Χριστό για να μπουν σ’ αυτούς. Αν ο Θεός δεν παραχωρήσει, δεν μπορούν τίποτε να κάνουν. Ο διάβολος φοβάται τον Χριστό, γιατί εργάζεται κατά του Χριστού. Ενώ π.χ. ο Χριστός «συνάγει» τον κόσμο και τον ενοποιεί, ο διάβολος «σκορπίζει», διχάζει και διαιρεί. Ο Χριστός είναι φιλάνθρωπος, ο διάβολος μισάνθρωπος, ο Χριστός η αλήθεια, ο διάβολος το ψευδός. Μισεί τον αγνό βίο και εισηγείται τον διεφθαρμένο. Ο Χριστός «συντρίβει τὸν σατανᾶν ῥήματι πανσθενεστάτῳ» (Κύριλλος Αλεξ.). «Τἀ ὄρη ὡσεί κηρός ἐτάκησαν ἀπό προσώπου Κυρίου» (Ψαλμ. 96, 5). Οι δαίμονες δηλαδή έλιωσαν σαν το κερί μπροστά στη δύναμη του Χριστού.
Οι δύο άνθρωποι του σημερινού Ευαγγελίου, που έγιναν θύματά τους είναι μια εικόνα των βασάνων, που επιφυλάσσουν για τον καθένα, για την κάθε ψυχή. Έγιναν και οι δύο κατοικητήριο ολόκληρης λεγεώνας (στρατιάς) δαιμόνων, πνευμάτων ακαθάρτων. Γι’ αυτό έμοιαζαν με νεκρούς.
Χρησιμοποιούν για διαμονή τους τα μνήματα, γιατί ο διάβολος έγινε νεκρός από τη στιγμή που έφυγε από τον Θεό, που είναι η ζωή. Αλλά και οι αιχμάλωτοι σ’ αυτούς, διαμένουν στα μνήματα, για να ζουν διαρκώς τον εφιάλτη του θανάτου, που είναι το βασίλειο των δαιμόνων. Τρέχουν στην έρημο, στην απομόνωση, αποφεύγοντας την κοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Και όπως λέγει ο άγιος Μακάριος, στην κόλαση δένουν τους ανθρώπους πισώπλατα τον ένα με τον άλλο, για να μη βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η α-κοινωνησία είναι αληθινή κόλαση. Γι’ αυτό η Εκκλησία είναι ο Παράδεισος του Θεού, γιατί είναι κοινωνία αγαπωμένων προσώπων
Αδυνατούν οι δύο δαιμονισμένοι να χρησιμοποιήσουν την προσωπική τους ελευθερία και να ενεργήσουν διαφορετικά, γιατί ο διάβολος τους στέρησε και το τελευταίο ίχνος ελευθερίας, από τη στιγμή που τους υποδούλωσε στα πάθη. Όπως δε αναφέρει η ευαγγελική διήγηση, δεν φορούσαν ενδύματα, ήταν γυμνοί. Από την εξωτερική γύμνωση ο διάβολος διά της αμαρτίας, ξεγυμνώνει τον άνθρωπο και εσωτερικά από τη Χάρη του Θεού και τον κάνει δικό του. Το «ἐγυμνώθην Θεοῦ» (Μ. Κανών) είναι η αληθινή κόλαση.
Φθονεί τον Θεό, γιατί θεουργεί τη δόξα και τη θέωση του ανθρώπου. Μισεί ακόμη και τα ζώα, όπως και όλη τη δημιουργία. Μπαίνει στους χοίρους και τους πνίγει στη λίμνη. Οι χοίροι είναι σύμβολο των ακαθάρτων ανθρώπων, που συντηρούν τα πάθη στις ψυχές τους και ζουν «χοιρώδη» ζωή. Αν δεν μετανοήσουν, θα καταλήξουν στην απώλεια, όπως απωλέσθηκαν οι χοίροι από τον γκρεμό στον βυθό της λίμνης. Ο άσωτος μετανόησε και εγκατέλειψε τον «χοιρώδη βίον». Από τη δυσωδία των παθών ξαναβρήκε τον αγνό βίο της αρετής, τη σχέση του με τον Πατέρα, ενώ οι κάτοικοι των Γεργεσηνών έδιωχναν τον Χριστό, για να συνεχίσουν τον «χοιρώδη βίον». Τον παρακαλούσαν «ὅπως μεταβῆ ἀπό τῶν ὁρίων αὐτῶν». Προτιμούσαν τους χοίρους, γιατί η ψυχή τους ήταν νεκρωμένη από τα πάθη. Δεν θέλησαν να μετανοήσουν, να δεχθούν τον Χριστό και να αλλάξουν ζωή. Ο «κατά Θεόν» βίος είναι η αγαπητική σχέση και κοινωνία με τον Χριστό, η σύναψη μαζί του στον χώρο της καθαράς καρδίας.
5. Ο Κύριος «λύει τα έργα του διαβόλου»
Έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών «οικεία θελήσει», δηλαδή με δική του πρωτοβουλία, επειδή αγαπά τον άνθρωπο. Η φιλανθρωπία του δεν ανέχεται τον βασανισμό και την τυραννία του πλάσματος του από τον διάβολο και μάλιστα από ολόκληρη λεγεώνα. Σκοπός του είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αιχμαλωσία του και η δική του τιμωρία, η αιώνια κόλαση.
Ελευθερώνοντας τους δύο ανθρώπους-θύματά τους, θέλει να δείξει, πως έφθασε η ώρα της νίκης του Χριστού επάνω τους. Τους νίκησε και στο όρος των πειρασμών, μετά την τεσσαρακονθήμερη νηστεία και προσευχή. Εκδιώκοντάς τους σήμερα από τους δύο ανθρώπους, θέλει να δείξει ότι πλησίασε, η «κατά κράτος» ήττα τους, όταν θα ανέλθει στον σταυρό και θα πεθάνει, αλλά ποτέ δεν θα κάνει το θέλημά τους, την αμαρτία. Προτιμά να μείνει νηστικός και διψασμένος, γυμνός και ξένος από όλα τα πράγματα του κόσμου, χωρίς ανθρώπινη παρηγορία· να τα χάσει όλα και αυτή την ανθρώπινη ζωή του, αλλά ποτέ του, ούτε και σε μια στιγμή, δεν θα είναι δυνατό να απομακρυνθεί από τον Θεό- Πατέρα ή να σταματήσει τη μετ'Αυτού σχέση και κοινωνία. Αυτό είναι ανάσταση και ζωή για την πεσούσα στον θάνατο της παρακοής ανθρώπινη φύση.
Πεθάναμε, γιατί κάναμε υπακοή στον εχθρό. Μας ανέστησε ο Χριστός, γιατί έκανε υπακοή στον Πατέρα του, ακόμη και τη στιγμή της υψίστης οδύνης του στον Σταυρό. Με το ξύλο του σταυρού, δηλαδή με τον οδυνηρότερο θάνατο, ο Χριστός του αφαιρεί την εξουσία πάνω στην ανθρώπινη φύση. «Ὅτε προσηλώθης τῷ ξύλω τοῦ Σταυρού, τότε ἐνεκρώθη τὸ κράτος (=η εξουσία) τοῦ εχθροῦ». Η ολοκληρωτική καταδίκη του εχθρού θα γίνει μετά τη Β'Παρουσία στη «γέεννα του πυρός», οπότε θα παραδοθεί στην πλήρη ακινησία, γιατί θα χάσει την πανοπλία του -τα αμαρτωλά πάθη- με τα οποία υποδούλωνε τους ανθρώπους. «Τώρα ο Χριστός τον ανέχεται, όχι από αδυναμία, αλλά μακροθυμία. Υπάρχει για να ντροπιάζεται και να ρεζιλεύεται, αφού θα νικάται από τους πνευματικούς αγωνιστές, οι οποίοι και θα στεφανώνονται, γιατί θα νικούν αυτόν που κάποτε υπήρξε αρχάγγελος» (Κύριλλος Ιεροσ.).
6. Μπορούμε να τον νικήσουμε
Η ασφαλέστερη οχύρωσή μας εναντίον του μόνου εχθρού είναι η σχέση μας με τον Θεό και η συνεχής μνήμη του αγίου ονόματος του στην καρδιά μας. Οι προπάτορές μας Αδάμ και Εύα έπεσαν, γιατί βγήκαν από τη «μνήμη του Θεού».
Ο Χριστός νίκησε και ως άνθρωπος τον διάβολο και όλες τις δυνάμεις του, γιατί ζούσε αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και έκανε πάντοτε το θέλημά Του. Η ζωή και το έργο του ξεκινούσε από το θέλημα του Πατέρα και κατέληγε σ’ αυτό.
Επομένως ο τρόπος της νίκης είναι η «κατά Χριστόν» ζωή και πολιτεία μας και η τήρηση των αγίων εντολών Του, στις οποίες «μυστικώς» υπάρχει ο Ίδιος. Αντίθετα, με την παρακοή στον Θεό, γινόμαστε δούλοι στην αμαρτία και τον διάβολο. Όπως είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν» (Ἱω. 8, 44).Όταν εξομοιώνουμε τη ζωή μας με τον πατέρα της απωλείας, γινόμαστε αθλιότεροι από τους δαιμονιζομένους.
Η ταύτιση του θελήματός μας με το θέλημα του Θεού, ας γίνει συνεχής μέριμνά μας. «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά Σου». Όπως, επιπρόσθετα αναφέρουν οι άγιοι Πατέρες, να μην αφήνουμε να χρονίζει η αμαρτία στην ψυχή μας. Να τη νεκρώνουμε στο μυστήριο της Εξομολογήσεως. Να εργαζόμαστε μέσα μας τις άγιες εντολές του Θεού και να έχουμε στον νου μας θεία νοήματα. Να χρησιμοποιούμε εναντίον του το «μαστίγιο» της ευχής: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Είναι η προσευχή που τον ενοχλεί πολύ και προσπαθεί να την καταργήσει.
Η θεοπρεπής ζωή συνίσταται στην ταπείνωση, την αυτομεμψία, την αγάπη, τη μετάνοια. Αυτή είναι η σωτηρία μας από τον διάβολο. Να βιώνουμε πάντοτε τη ζωή της Εκκλησίας μας και να λαμβάνουμε τη Χάρη των αγίων Μυστηρίων, με τη συμμετοχή μας στη θεία Ευχαριστία. Με τον κόπο της ασκήσεως που μας προσφέρει η Εκκλησία μας, να κρατάμε τον νου μας καθαρό, για να είναι φύλακας του θελήματος και των εντολών του Θεού.