(Ματθ. θ΄ 1-8)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ·
Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
--------------------
Μετά την επιστροφή του από τη «χώρα των Γεργεσηνών», ο Κύριος «ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν», όπως αποκαλεί την Καπερναούμ ο ευαγγελιστής Ματθαίος, επειδή σ’ αυτή κατοικούσε.
Όπου κι αν βρισκόταν, κατά το σύνηθες, «συνήρχοντο όχλοι πολλοί ακούειν και θεραπεύεσθαι υπ’ αυτού από των ασθενειών αυτών» (Λουκ. 5, 15). Όπως του έλεγαν και οι Μαθητές: «πάντες ζητούσι σε» (Μάρ. 1, 37). Όλοι Τον αναζητούσαν και Τον προσδοκούσαν, γιατί «εν Αυτώ ζωή ην» (Ἰω. 1, 4). Όλοι Τον είχαν ανάγκη και Αυτός κάλυπτε τις χρείες όλων. «Πας ο όχλος εζήτει άπτεσθαι αυτού, ότι δύναμις παρ’ αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας» (Λουκ. 6, 19). Θεράπευε όλους, όχι μόνο κατά το σώμα, αλλά και κατά την ψυχή, χορηγώντας σ’ αυτή τα δικά του, τα θεία και επουράνια, τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, για να εργάζεται το αγαθό και να παράγει καρπούς πνευματικούς. Χωρίς Αυτόν οι άνθρωποι ένοιωθαν ορφανοί, έρημοι, γιατί στερούνταν την «πνοήν ζωής», που νικά τον θάνατο. Εξωτερικά φαινόταν απλός άνθρωπος, αλλά «εις Αύτόν κατοικούσε παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9).
Στην Καπερναούμ λοιπόν, όπως ακούσαμε στο ευαγγέλιο, «προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον· και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ˙ θάρσει, τέκνον˙ αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (στ. 2). Ενώ οι ασθενείς ανέμεναν πρώτα τη θεραπεία του σώματος, γιατί θεωρούσαν τη σωματική υγεία πρώτο αγαθό, ο Χριστός, χωρίς να αδιαφορεί γι’ αυτό, είχε ως πρώτη προτεραιότητα να χορηγήσει στον άνθρωπο το έλεός του, την άφεση των αμαρτιών, την ίαση της ψυχής, γιατί αυτή πρώτη ασθένησε και το σώμα ακολούθησε. Σκοπός του ήταν να επιστρέψει ο άνθρωπος στον Θεό, να εισέλθει στη θεία ζωή, να γνωρίσει τον Θεό διά της ενώσεως με Αυτόν, που είναι το ανώτερο αγαθό, γιατί τον σώζει από τον θάνατο και δίνει ουσία και περιεχόμενο και σ’ όλα τα άλλα. Άλλα, για να γίνει αυτό, έπρεπε ο άνθρωπος να απαλλαγεί από την τυραννικότατη εξουσία των αμαρτωλών παθών και του εφευρέτη παντός κακού διαβόλου, για να μπορέσει να στραφεί προς τον Θεό και στη σχέση μαζί Του. Πιο μεγάλο θαύμα από τη θεραπεία των ασθενών και την ανάσταση των νεκρών είναι η πίστη στον Χριστό, δηλαδή η παράδοσή μας σ’ Αυτόν, η παρουσία μας μέσα Του και Αυτός μέσα σ’ εμάς. Γι’ αυτό άλλωστε έγινε «σαρξ και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ἰω. 1, 14).
Όσοι Τον πίστευαν, θεωρούσαν «εαυτούς λαθητούς», πλανεμένους, αρνούνταν τις θέσεις τους και υιοθετούσαν ταπεινά τις θέσεις του Χριστού για το τι είναι πρώτο και τι δεύτερο στην ανθρώπινη ζωή και σώζονταν. Όσοι δεν τον πίστευαν ως Θεό, θεωρούσαν αλαζονικά τις θέσεις τους ως σοφές και τις δικές Του ως πλάνη και βλασφημία και έμεναν χωρίς σωτηρία.
Γι’ αυτό, για να επενεργήσει τα θαύματά Του, ζητούσε ως αναγκαία προϋπόθεση την πίστη, δηλαδή τη σχέση μαζί Του.
1. Η δεκτή από τον Χριστό πίστη
Μιλώντας ο ευαγγελιστής Ματθαίος για την ενέργεια των τεσσάρων, που βάσταζαν τον παραλυτικό και τον οδηγούσαν στον Χριστό, αλλά και τη συναίνεση του παραλυτικού να δέχεται κάθε ταλαιπωρία, για να φθάσει κοντά Του, τη χαρακτηρίζει ως ενέργεια πίστεως, που είδε και δέχθηκε ο Ιησούς. «Ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών», σημειώνει, εννοώντας τους τέσσερεις και τον παραλυτικό.
Ποια όμως είναι η πίστη, που προσέχει και δέχεται ο Χριστός; Ασφαλώς δεν είναι διανοητική, θρησκευτική μάθηση και γνώση, που στηρίζεται σε αποδείξεις και επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού. Αυτή είναι πίστη της φιλοσοφίας, για έναν μακρινό Θεό, προς τον οποίο μένει ξένος ο άνθρωπος. Αλλ’ ούτε και μια τυπική καθηκοντολογία, που εξαντλείται σε μια εξωτερική «εκτέλεση καθηκόντων»; χωρίς συμμετοχή της καρδίας, επειδή σ’ αυτή δεν υπάρχει πόθος και αναζήτηση του Θεού, ούτε μετάνοια και αλλαγή τρόπου ζωής. Η πίστη, που δέχεται ο Χριστός, είναι η οδός προς επιστροφή στον Θεό, η εσωτερική σχέση του πιστού «προς τον πιστευόμενον» (άγ. Μάξιμος)· ο ασίγαστος πόθος για συνάντηση μαζί Του στον μυστικό χώρο της καρδίας, που έχει απαλλαγεί από τα αμαρτωλά πάθη και έχει καταστεί «τόπος» εργασίας των αγίων Του εντολών. «Όποιος αγωνίζεται μέσα στην ίδια την ύπαρξή του να τηρήσει και μια ακόμη από τις θείες εντολές, θα συναντήσει σ’ αυτή τον Χριστό, γιατί σ’ αυτές υπάρχει ο Ίδιος με τρόπο μυστηριακό» (άγ. Μάξιμος).
Επομένως, εάν πορευόμεθα «εν ταις εντολαίς Αυτού», θα πει πως Τον πιστεύουμε και είναι η πίστη, που δέχεται ο Χριστός.
Αυτή η πίστη αναζητεί διαρκώς τον Θεό με τον καθαρό νου, τον «οφθαλμό» της καρδίας, ο οποίος ποθεί και μνημονεύει το άγιο Όνομά Του «ημέρας και νυκτός». «Μένει εν Αυτώ» (Α'Ἰω. 2, 6) και δεν θέλει να χωρισθεί απ’ Αυτόν, γιατί αυτός ο χωρισμός είναι θάνατος. Η πίστη τελικά είναι μετοχή στη ζωή του Πιστευόμενου και ανεπιφύλακτη παράδοση σ’ Αυτόν. Αυτός που πιστεύει αληθινά, «δεν μοιράζει τη διάνοιά του μεταξύ Θεού και φροντίδων βιοτικών˙ αλλά τας μεν παρατρέχει, όλον δε αυτόν ανατίθησι τω Θεώ» (ι. Χρυσόστομος). Η πίστη είναι εμπειρία Θεού, από την οποία προέρχεται η «γνώση» του Θεού. Λαμβάνει αρχή μέσα στην ύπαρξή μας με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, «διά δωρεάς του Αγίου Πνεύματος» και αυξάνεται ανάλογα με τον προσωπικό αγώνα και την άσκηση της εργασίας των εντολών και τη Χάρη των αγίων Μυστηρίων, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ. 4, 19). Ο αγώνας τελικά ευοδούται, ανάλογα με τον βαθμό απαλλαγής μας από την υπερηφάνεια και τη φιλαυτία και την απόκτηση ταπεινού φρονήματος. Κατά το ρήμα των αγίων Πατέρων: «των ταπεινών η πίστις και των πιστών η ταπείνωσις». Είναι αυτήν που ζητεί και δέχεται ο Χριστός, ως προϋπόθεση του θαύματος.
2. Οι τέσσερις και ο παραλυτικός
Στην πίστη που δέχεται ο Χριστός, μπορεί να ενταχθεί και η πίστη του παραλυτικού και των τεσσάρων φορέων του. Ο Χριστός, ακούσαμε στο ευαγγέλιο, «ιδών την πίστιν αυτών», δηλαδή και των πέντε, χορήγησε τη διπλή θεραπεία στον παραλυτικό.
Το καινούργιο που βλέπουμε στο σημερινό ευαγγέλιο, είναι ότι στην επιτέλεση του θαύματος συμβάλλει, όχι μόνο η πίστη του ασθενούς, αλλά και των άλλων. Η θεραπεία του παραλυτικού ήταν επιβράβευση της πίστης και των πέντε.
Στη Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, ο Χριστός είπε: «εάν πιστεύεις θα δεις την δόξαν του Θεού», δηλαδή το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου. Με την πίστη της Μάρθας και της Μαρίας συντελέσθηκε το θαύμα, αφού ο Λάζαρος, ως νεκρός, δεν ήταν δυνατό να πιστεύσει. Οπουδήποτε υπάρχει η πίστη, είναι «δύναμις Θεού», που θαυματουργεί. Γι’ αυτό, όταν λείπει από μας, καταφεύγουμε στις πρεσβείες των Αγίων, οι οποίοι πιστεύουν, δηλαδή ζουν «ἐν τῷ Θεῶ». Η ζωή τους είναι αγάπη, σχέση με τον Θεό και κοινωνία στον Σταυρό και την Ανάστασή Του και ο Θεός εισακούει τις δεήσεις τους.
Η πίστη ως εμπιστοσύνη τέκνων προς Πατέρα, φαίνεται και στους τέσσερεις και τον παραλυτικό. Ήταν το περιεχόμενο της καρδιάς τους, γι'αυτό και την «είδε» μόνο ο Χριστός, που εξερευνά «νεφρούς και καρδίας». Αυτό τον εσωτερικό θησαυρό άφησαν οι τέσσερεις να εκδηλωθεί προς τα έξω, όταν πρόσφεραν «χείρα βοηθείας» σ’ ένα πονεμένο αδελφό τους και ήθελαν να ελαφρύνουν τον πόνο του. Η πίστη αυτή ήταν η Χάρις του Θεού, που τους φώτιζε και τους καθοδηγούσε, αλλά ενδυνάμωνε και στήριζε και τον παραλυτικό στη βαριά δοκιμασία του και θέρμαινε την ψυχή του να φτάσει κοντά στον Χριστό. Ασφαλώς και ο πόνος της ασθένειας θα συνέβαλε στην ενδυνάμωση της πίστης αυτής στον Χριστό. Ήταν μια γεύση του Σταυρού. Η ασθένεια -λένε οι Πατέρες- είναι σε πολλές περιπτώσεις καλύτερη από την ύγεία, γιατί αμβλύνει τις ορμές προς την κακία της ανθρωπίνης φύσεως και ενισχύει τη «μνήμη του Θεού» μέσα μας.
Όταν στη ζωή υπάρχει μετάθεση από τις πολλές χαρές στις πολλές θλίψεις και δοκιμασίες, τους κινδύνους και τις συμφορές και αυτός που τις υφίσταται ευχαριστεί και δοξάζει τον Θεό, σημαίνει, πως πιστεύει αληθινά στον Θεό. Οι Άγιοι πίστευαν και όταν σήκωναν σταυρό και το θεωρούσαν προνόμιο, γιατί γίνονταν μέτοχοι στον Σταυρό του Χριστού˙ όταν υγίαιναν και όταν ασθενούσαν˙ όταν ζούσαν και όταν πέθαιναν, γιατί θεωρούσαν τον θάνατο πρόξενο ζωής, αφού ο Θεός που πίστευαν ήταν ο «κυριεύων ζωής και του θανάτου».
Η πίστη των πέντε δεν φείδεται αγώνων, κόπων, κινδύνων και θυσιών για να φθάσει στον Χριστό. Συγχρόνως δε εμπνέεται και εφευρίσκει τρόπους πρωτοτύπους για τον σκοπό αυτό και όταν ακόμη η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να κάνει οτιδήποτε. Δεν κλονίζεται μπροστά στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες. Κανένας δεν φτάνει στον Θεό μέσα από ανέσεις και ευκολίες.
Οι πέντε αδυνατούσαν να πλησιάσουν τον Χριστό, λόγω της μεγάλης συρροής του πλήθους γύρω από τον Χριστό. Με τη βοήθεια όμως της πίστεως ενήργησαν τα «υπέρ άνθρωπον». «Ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἧν» ο Χριστός, όπως αναφέρουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς και κατέβασαν το κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένος ο παραλυτικός, μπροστά στον Χριστό. Πραγματικά, είναι «από μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα». Όποιος την κατέχει, «πάντα ισχύει», γιατί ενδυναμούται τον «Δυνάμενον τὰ ἀδύνατα» (ι. Χρυσόστομος). Εσωτερικά ενίσχυε τον παραλυτικό να υπομένει τη μεγάλη δοκιμασία και εξωτερικά να «μεθιστάνη ὅρη». Εκείνος που πιστεύει, δηλαδή «ζεῖ ἐν Χριστῷ», «ἑλλάμπεται ὑπὸ τῆς Χάριτος» (Κάλλιστος Καταφυγιώτης) σ’ ό,τι ενεργεί. Επειδή φωτίζεται, έχει τη βεβαίωση δη ενεργεί σωστά, επειδή αγαπά τον Θεό.
Το ύψιστο κατόρθωμα γι’ αυτούς, που χάλασαν τη στέγη και για τον παραλυτικό, που δέχθηκε την επικίνδυνη ταλαιπωρία, δεν είναι η πράξη του χαλάσματος, αλλ’ η παράδοση του εαυτού τους στον Χριστό, για να πάρουν απ’ Αυτόν αυτό, που δεν έχει ο κόσμος, το θείο και επουράνιο. Αν ο Χριστός γίνει «ἐντὸς ἡμῶν», είναι το μεγαλύτερο απόκτημα.
3. Ο Χριστός επιβραβεύει την πίστη
Η καλύτερη επιβράβευση της πίστης ήταν, που βρέθηκε ο παραλυτικός «ἔμπροσθέν του Ἰησοῦ» (Λουκ. 5, 19). Αν η ψυχή και το σώμα, όλος ο άνθρωπος, μετέχει σ’ αυτή τη θεία παρουσία, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία και απόλαυση, ούτε και κανένα πρόβλημα. Είν’ αυτό που απολάμβανε η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου και απολαμβάνουν οι Άγγελοι στους ουρανούς. Είν’ αυτό, στο οποίο αποβλέπει κάθε λόγος, κάθε κίνηση και ενέργεια του Χριστού: να επιστρέψει ο άνθρωπος στον «τόπο» Του, στη Χάρη του Θεού, στην αρχική σχέση του με τον Θεό, που είναι «παράδεισος τρυφής». Αυτό είναι το κύριο, το πρώτο, που ζητεί ο Θεός από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και στην περίπτωση του παραλυτικού, ο Χριστός προσφέρει το πρώτο. «Εἶπε τῷ παραλυτικῶ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου» (στ. 2). Δεν αρχίζει από το σώμα και τη θεραπεία της παράλυσης, αλλά από την ψυχή, από την αμαρτία, που παρέλυσε την ψυχή, ώστε να παύσει να κινείται προς τον Θεό και έγινε η αιτία της παράλυσης και του σώματος. Με την άφεση των αμαρτιών, ο Χριστός αποβλέπει στη θεραπεία των παθών, για να γίνει ο άνθρωπος «εκτός αμαρτίας», για να δοθεί στον Θεό και να εμφανισθεί ο Θεός στον άνθρωπο, που δεν υπάρχει ανώτερο αγαθό.
Με την άφεση των αμαρτιών αποβάλλει τον «παλαιόν άνθρωπον» της αμαρτίας και λαμβάνει το χάρισμα της υιοθεσίας. Γι’ αυτό ο Χριστός τον αποκαλεί, «τέκνον». Ξαναβρίσκει τη Χάρη, την οποία απώλεσε, όταν χωρίσθηκε από τον Θεό. Τότε νεκρώθηκε η ψυχή και ακολούθησε η παράλυση του σώματος, γιατί υποδουλώθηκε στα αμαρτωλά πάθη. Η άφεση των αμαρτιών σημαίνει ελευθερία από τον φόβο, που είναι επακόλουθο της αμαρτίας. Είναι υπόθεση θάρρους, ελπίδας, γι’ αυτό του είπε ο Χριστός, «θάρσει». Είναι το θάρρος και η ελπίδα, που δημιούργησε η συνάντησή του με τον Χριστό, τον Σωτήρα, τον Θεό της αγάπης.
Ο παραλυτικός δεν διαμαρτύρεται, που δεν του θεραπεύει το σώμα. Του φτάνει που είναι με τον Χριστό. Κοντά στον Χριστό όλα είναι καλά και τα πικρά γίνονται γλυκά. Η χαρά του είναι να ταυτισθεί με το θέλημα του Χριστού, που είναι η σωτηρία του. Αυτό ήθελε ο Χριστός. Και αφού έλαβε το χάρισμα της υιοθεσίας, σώθηκε.
Η προτεραιότητα της αφέσεως των αμαρτιών και της σωτηρίας, συνεχίζεται από τον Χριστό στην Εκκλησία Του. Έγινε αποδεκτή από όλους τους Αγίους και μπορούμε να την αποδεχθούμε κι εμείς, γι’ αυτό γινήκαμε μέλη του θεανθρωπίνου Σώματος, της Εκκλησίας. Στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως γίνεται πραγματικότητα η άφεση, αφού προηγηθεί ένας αγώνας εσωτερικής ταπείνωσης, που δεν αποδέχεται εύκολα η ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος που εξομολογείται, δέχεται τον ονειδισμό του Χριστού, όταν ομολογεί τη πτώση του στη δυσώδη αμαρτία και μάλιστα όταν αυτή είναι βαριά στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Δέχεται τον ονειδισμό, την καταρράκωση του κύρους και της δήθεν αξιοπρέπειας του παλαιού άνθρωπου, ο οποίος ταπεινούται και ομολογεί τη μηδαμινότητά του και ζητεί άφεση από τον πνευματικό, που εκπροσωπεί τον Χριστό. Αφού, έστω και μ’ αυτό τον τρόπο, γίνει κοινωνός στους ονειδισμούς του Χριστού, λαμβάνει την άφεση και την υιοθεσία. Χάρη στην «εξ ύψους δύναμιν» της αφέσεως, που κατέχει η Εκκλησία και χορηγεί στον εξομολογούμενο, ο αμαρτωλός καινουργείται, γιατί λαμβάνει τη Χάρη του Θεού και ο τελώνης γίνεται Ευαγγελιστής, ο διώκτης Απόστολος, ο ληστής Θεολόγος, ο άσωτος «υιός Θεού».
4. Οι Φαρισαίοι βλασφημούν
Τη στιγμή που οι τέσσερεις και ο παραλυτικός πιστεύουν στον Χριστό, φτάνουν κοντά Του και αναπτύσσουν τη σχέση τους μαζί Του, αλλά και «οι όχλοι εθαύμαζαν και εδόξαζαν τον Θεόν», για τα «θαυμάσια ἃ ἐποίει», οι Φαρισαίοι βλασφημούσαν τον Χριστό και «διελογίζοντο πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν». Δεν ενδιαφέρονταν για τη σωτηρία της ψυχής. Αυτό ήταν όλο το πρόβλημα. Τους ενδιέφερε μόνο το «ἔξωθέν του ποτηριοῦ» και όχι το «ἔσωθεν», η κάθαρση της καρδίας. Οι κακοί και βλάσφημοι διαλογισμοί «ἐκπορεύονται ἔσωθεν ἐκ τῆς καρδίας» (Μάρ. 7, 21) είπεν ο Κύριος. Αυτή είναι το πνευματικό φρούριο (=ο νους). Οχυρώνεται με τη «μνήμη του Θεού» και τη δύναμη του Σταυρού. Σ’ αυτή την οχύρωση, ο Χριστός έδινε πρωταρχική σημασία, ενώ οι Φαρισαίοι την περιφρονούσαν. Αντί να πολεμούν τα πάθη τους και να καθαιρούν την καρδιά τους, πολεμούσαν τον Χριστό. Τον άκουαν, αλλά δεν τον υπάκουαν. Ήταν «φιλήκοοι, φιλοθεάμονες, αλλ’ όχι φιλάρετοι» (Γρηγ. Παλαμάς). Έβλεπαν με τα μάτια του σώματος, αλλά τα μάτια της ψυχής ήταν κλειστά από το πλήθος των παθών και μάλιστα της αλαζονείας, της αυτάρκειας και του έρωτα της «δόξης των ανθρώπων». Κατευθύνονταν στην πορεία της ζωής τους από τον «πατέρα αὐτῶν διάβολον καὶ τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ ἤθελον ποιεῖν» (Ἰω. 8, 44) όπως τους είπε ο Χριστός. Δεν τους άφηνε να πιστεύσουν, για να μη σωθούν και να τους έχει πάντοτε στην εξουσία του. Δεν αναγνώριζαν στον Χριστό το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες, επειδή γι’ αυτούς, όχι μόνο δεν ήταν Θεός, αλλ’ ήταν και «άνθρωπος αμαρτωλός» (Ἰω. 9, 24).
Αν ο παραλυτικός υπέφερε από παράλυση του σώματος, αυτοί είχαν την ψυχή παράλυτη, αδύνατη να κινηθεί στο καλό, στην πίστη, την επιστροφή στον Θεό.
Την άφεση, που ο Χριστός χάρισε στον παραλυτικό, τη θεώρησαν βλασφημία. Είναι θεώρηση πραγματικά δαιμονική. Γι’ αυτούς ο Χριστός αδυνατούσε να θεραπεύσει το σώμα που φαίνεται, γι’ αυτό κατέφυγε στην άφεση των αμαρτιών, που δεν φαίνεται «και ήταν γι’ αυτούς βλασφημία, γιατί σφετερίσθηκε το δικαίωμα, που μόνο στον Θεό ανήκει. Τον αρνούνταν ως Θεό, τη στιγμή που απεκάλυπτε τα «κρύφια των καρδιών» τους. Βρίσκονταν στην πλάνη, γιατί όλα τα πνευματικά τα βλέπουν με τρόπο σαρκικό, διαβολικό.
Γι’ αυτό ο Χριστός έδινε προτεραιότητα στην άφεση των αμαρτιών, στην κάθαρση της καρδίας από το σκοτάδι των παθών, στην ταπείνωση και την υπακοή στον Χριστό, για να απαλλαγεί από την εξουσία του διαβόλου και να μπορέσει να «αναβλέψει» με την εργασία των αγίων εντολών Του, να επιστρέψει στον Θεό και να κοινωνήσει στη ζωή Του.
Οι αμαρτωλοί λογισμοί δεν φεύγουν, αν δεν τους διώξει ο Χριστός με τη Χάρη Του, σε όσους φέρουν την πανοπλία Του, που είναι η ταπείνωση, η συντριβή, τα δάκρυα, η εγκράτεια, η σιωπή και προπάντων η διηνεκής μνήμη του αγίου Ονόματός Του. Όλα όμως αυτά τα αρνείται ο Φαρισαίος, γιατί δεν θέλει να σωθεί.
5. Θεραπεύει και το σώμα
Το «ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου» ήταν για τους Φαρισαίους λόγος χωρίς περιεχόμενο, που ο καθένας μπορούσε να πει και εξέφραζε την αδυναμία του Χριστού να θεραπεύσει το σώμα. Αν το έργο αυτό του Χριστού ήταν θείο ή ανθρώπινο δεν ήταν δυνατό να το δουν οι Φαρισαίοι με τα αισθητά μάτια του σώματος. Μόνο ο καθαρός οφθαλμός της καρδίας - ο νους- απαλλαγμένος από το σκοτάδι και την ασχήμια των παθών, φωτισμένος με το φως της πίστης και της ταπείνωσης, ήταν δυνατό να «δει», πως Αυτός που συγχωρούσε τον παραλυτικό ήταν Θεός. Η άρνηση της θεότητος του Κυρίου ήταν πονηρή, βλάσφημη, δαιμονική και εκινείτο από τα πάθη της ψυχής.
Ο Χριστός με τη θεία του εξουσία, «ἰσότιμος καὶ ὁμοούσιος τῷ Πατρί, λέγει τῷ παραλυτικῶ ἐγερθεῖς ἄρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου» (στ. 6). Και ο λόγος γίνεται έργον «παραχρήμα». «Ἐγερθεῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ». Ενήργησε τη θεραπεία της ψυχής, αλλά και του σώματος, ως Θεός Παντοδύναμος. Στην επιστροφή της ψυχής στον «οίκον του Πατρός», με την άφεση των αμαρτιών και την κάθαρση, πρέπει να συμβαδίσει και το σώμα. Η ψυχή προχωρεί πρώτη, και ακολουθεί το σώμα, είτε στην πτώση, είτε στην ανάσταση. Γι’ αυτό ο Χριστός τη θεράπευσε πρώτα και ακολούθησε η θεραπεία του σώματος, για να συμβάλει κι αυτό με τον δικό του αγώνα στη θεία ζωή, που πηγάζει από την αγαπητική σχέση με τον Θεό και την κοινωνία στη ζωή Του. Και η κατάληξη όλων: Η δοξολογία του Θεού. Η επανεύρεση του αρχικού προορισμού του ανθρώπου. «Ἰδόντες οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν...».
Ο όχλος εφέρετο προς τον Θεό και τον δόξαζε. Οι Φαρισαίοι αδυνατούσαν, γιατί η ψυχή τους ήταν «δεινῶς παραλελυμένη» και φερόταν μόνο στη γη και τα γήινα. Αντί να δοξάζουν τον Θεό, επεδίωκαν για τους εαυτούς τους τη δόξα των ανθρώπων.
Ας γίνει η κάθαρση της καρδίας -του νου- η πρώτη προτεραιότητά μας. Η Εκκλησία μας, στην οποία ζούμε και υπάρχουμε, αυτό πραγματοποιεί καθημερινά στα πρόσωπα των Αγίων της, οι οποίοι πορεύονται προς τη Βασιλεία του Θεού με τον αγώνα της ψυχής, αλλά και του σώματος, που ζει «θεοφιλώς» και πραγματοποιεί τα έργα της Μετανοίας. Είθε να γίνουμε συμπορευτές τους.