Ο Γέροντας λειτουργούσε καθημερινώς. Όταν τον ρωτούσες, αν αύριο θα έχει Λειτουργία, απαντούσε στερεότυπα: «Αν θέλει ο Θεός, θα λειτουργήσω». Ξυπνούσε, πλενόταν, χτενιζόταν και με σταθερά βήματα, σιωπηλός κατευθυνόταν μπρος στην ωραία πύλη να πάρει καιρό.
Τυλιγμένος στο ράσο του και στο κουκούλι, διάφανος μέσα στο μισοσκόταδο του ναού, περιστοιχισμένος από τις πέντε μικρές γαλάζιες φλογίτσες των καντηλιών σαν από αστέρια του ουρανού. Κάποια στιγμή χτυπούσε το κουδουνάκι, για να μνημονεύσουμε τα πολλά ονόματα που για χρόνια μνημόνευε, μια και δέχτηκε γι’ αυτά κάποια μικρή ευλογία.
Πολλές φορές μνημονεύαμε δίπλα του μέσα στο ιερό. Λευκοντυμένος –μια άσπρη υφαντή στολή είχε όλα τα χρόνια– με κατάλευκα γένια και μαλλιά, με το βλέμμα σπινθηροβόλο και προτεταμένο στα δίπτυχα που κρέμονταν κυκλικά στην αγία Πρόθεση. Μπροστά του το Άγιο Ποτήριο σκεπασμένο, το Άγιο Δισκάριο να δέχεται τα ψίχουλα των ψυχών, ζώντων και τεθνεώτων, που αδιάλειπτα με τη λόγχη στο χέρι έβγαζε. Πιο ‘κει η λουσέρνα έριχνε το ταπεινό φως της στα δίπτυχα των ονομάτων, στα άγια σκεύη, στα λευκά άμφια και σ’ ένα πρόσωπο εκπάγλου κάλλους, ροδαλό κι ακτινοβόλο, σαν βυζαντινής εικόνας. Το κεφάλι γυμνό-φαλακρό πολλαπλασίαζε τη φωτεινότητα και τη χάρη.
Τελείωνε το μνημόνευμα και έβαζε «ευλογητός» για την τρίτη και έκτη ώρα. Θυμίαζε και έβαζε «ευλογημένη η βασιλεία». Σύννους, με κινήσεις σταθερές, σίγουρες, ελάχιστα αργές, ιεροπρεπής τελετουργός. Είχες την αίσθηση ότι έρχεται από ένα σεβαστό, βαθύ παρελθόν, για να συνεχίσει με σιγουριά σ’ ένα ατελείωτο μέλλον.
Η φωνή του βαθύτονη, σιγαλερή, γλυκιά κι απόμακρη, βγαλμένη από τα έγκατα μιας άυλης ψυχής, μαρτυρία παρουσίας λόγου Θεού.
Πώς να μέλπει τα της Θ. Λειτουργίας το διδάχτηκε από τον γερο-Ιωσήφ στη νεότητά του. Ο γερο-Ιωσήφ δεν άφηνε κανέναν άλλο να τον ξελειτουργάει και χαιρόταν τόσο στην ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, ώστε έλεγε: «Δεν πιστεύω να γίνεται στο Άγιον Όρος καλύτερη Θ. Λειτουργία». Απόλυτα συγκεντρωμένος στα τελούμενα, δεν έκανε το παραμικρό λαθάκι στα τόσα χρόνια που τον παρακολουθούσαμε. Και όταν εμείς λειτουργούσαμε, κάθε τόσο μ’ ένα απότομο ύψωμα του βλέμματος στιγμάτιζε κάτι που έπρεπε να διορθώσουμε. Ουδέποτε μιλούσε ή ασχολιόταν με τα τυπικά της Θ. Λειτουργίας. «Ο λειτουργός πρέπει να φυλάγεται από τυχόν αιτίες ταραχής».
Έλεγε: «Για μένα η Λειτουργία είναι προσευχή. Η πιο σπουδαία προσευχή». Αλλά απέφευγε να κατανύσσεται, για να μην τον ακούνε. Είχε δόγμα του να κρύβει την κατάνυξή του. Σε σπάνιες περιπτώσεις, που δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί τον έπαιρναν «σβάρνα» τα δάκρυα, σιωπούσε για λίγο.
Θερμαινόταν ολόκληρος λειτουργώντας. Το πρόσωπο και το κεφάλι ήταν υπεραιμικά, ροδαλά σαν κάποιου χειρώνακτα. Συχνά κάθιδρα. Το καλοκαίρι πάντοτε θα άλλαζε μετά τη Λειτουργία. Τον δε χειμώνα, πού να τολμήσουμε να βάλουμε τη θερμάστρα πετρελαίου πάνω από το ένα! Εμείς τουρτουρίζαμε κι εκείνος ζεσταινόταν. Την αιτία την καταλάβαμε αργότερα. Όταν σταμάτησε να λειτουργεί, τότε ζητούσε να «ανεβάσουμε» τη θερμάστρα.
Κάποτε έκανε απόλυση και σήκωσε το συνήθως χαμηλωμένο βλέμμα του.
– Γιατί με κοιτάς, ρώτησε τον αδελφό που τον ξελειτουργούσε μόνος.
– Να, έτσι, του απάντησε ξερά.
Όμως προσπαθούσε να χορτάσει, να καταφάει άπληστα το πανέμορφο, θεοχαρίτωτο, θαλερώτατο εκείνο πρόσωπο, το γεμάτο γλυκιά φωτεινότητα και τέλεια αγνότητα. Το πρόσωπο που τότε, τα πρώτα χρόνια, πριν σφραγισθεί από το γήρας, σήκωνε ένα βλέμμα αετού, που σε διαπερνούσε ως τα μύχια της ψυχής σου. Πολλοί νόμιζαν ότι πρόκειται για πνευματική ακτινογραφία. Όμως όχι! Το αετίσιο βλέμμα προερχόταν από καρδία αρνίου. Απλή και απονήρευτη.
Στο τέλος της Θ. Λειτουργίας απαραιτήτως κόλλυβα για τρισάγιο. Αν έδινες ονόματα, ζητούσε πρώτα τα κεκοιμημένα. Έλεγε: «Εμείς οι ζώντες κάτι μπορούμε να κάνουμε για τον εαυτό μας. Οι κεκοιμημένοι όμως από ‘μας περιμένουν».
Από το βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Έκδοση Ι. Ησυχ. «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000, σελ. 119-121.