Ἐγκύκλιος Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης Ἀνδρέου
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: Ἰσαπόστολος καὶ Ἐθνεγέρτης
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Κάποιοι σύγχρονοι Ἕλληνες ἰσχυρίζονται καὶ ἐπιμένουν, ὅτι στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ἡ ζωὴ τῶν ὑποδούλων ρωμηῶν ἦταν περίπου… ἰδεώδης. Καὶ μόνο ποὺ δὲν θρηνοῦν γιὰ τὸ ὅτι μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 βγήκαμε ἀπὸ τὸν τουρκικό ζυγό. Ὅμως, ὅσοι ἔχουν μελετήσει σοβαρὰ καὶ σὲ βάθος τὴν περίοδο τῶν τετρακοσίων (400) ἐτῶν, ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (τὸ 1453) μέχρι τὴν Ἐθνική μας Παλιγγενεσία, συμφωνοῦν στὸ ὅτι ὄχι μόνο δὲν ἦταν «ἰδανική» ἡ ζωὴ τῶν ραγιάδων Ἑλλήνων, ἀλλὰ σκοτάδι βαθὺ εἶχε καλύψει τὴν Ἑλλάδα ἀπ’ ἄκρη...
σ’ ἄκρη: Ὑπῆρχαν, βέβαια, κάποιες ἀναλαμπές, ὅπου μποροῦσαν οἱ Ἕλληνες νὰ πάρουν μιὰν «ἀνάσα»· γεγονός, ὅμως, μένει, ὅτι αὐτὲς ἦταν μόνο «στιγμές» στοὺς τέσσερις αἰῶνες τῆς βαρειᾶς σκλαβιᾶς.
-Β-
Ἰδιαίτερα, ὁ 18ος αἰώνας ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ δύσκολους καὶ σκοτεινούς: Ἡ ἀμάθεια ἐπικρατοῦσε παντοῦ· κανένας δὲν εἶχε ἰδιοκτησία, ἀλλὰ δούλευε σὲ χωράφια, ποὺ τὰ εἶχαν κάνει αὐθαίρετα δικά τους οἱ τοῦρκοι, γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί. Γι’ αὐτό, πολλοὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν αὐτὸν τὸν βαρὺ ζυγό, ἀναγκάζονταν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Γένος νὰ ὑφίσταται μεγάλη αἱμορραγία, χάνοντας τὰ παιδιά του. Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ συμπεριφέρονταν σὰν ἀφεντάδες, δὲν ἐδίσταζαν νὰ κόβουν κεφάλια, κάποιων λίγων ἀνυπότακτων. Ἔτσι ὁ ζυγὸς γινόταν ἀνυπόφορος καὶ τὸ καντήλι τῆς ἐλπίδας γιὰ κάποια ὑποφερτή, ἔστω, ἀλλαγὴ τῶν πραγμάτων, τρεμόπαιζε ἕτοιμο νὰ σβύσῃ…
-Γ-
Κατὰ κοινὴ ὁμολογία ὁ 18ος αἰώνας ἦταν ὁ πιὸ βαρὺς γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἰδιαίτερα δεινοπαθοῦσε ἡ περιοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅπου ὁλόκληρες περιοχὲς ἐξισλαμίζονταν, γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ζωή τους ἀπὸ τὸ μαχαίρι τοῦ τούρκου. Φυσικά, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὑπῆρχαν καὶ τὰ πάθη μεταξὺ τῶν ραγιάδων: οἱ ζήλειες, τὰ μίση, οἱ ἐκδικήσεις, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν λαϊκὴ παροιμία: «ὅπου φτώχεια, καὶ γκρίνια».
Ἀλλὰ τότε ἀκριβῶς, μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ ζοφερὸ σκοτάδι ἔλαμψε ἕνα δυνατὸ φῶς. Ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ σιγά – σιγά φώτισε ὁλόκληρο τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο. Κι’ αὐτὸ τὸ Φῶς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας καλόγερος, ποὺ τὸν ἔτρωγε τὸ κατάντημα τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ ὁ πόθος νὰ ξαναπάρῃ τὴν θέση του ἀνάμεσα στοὺς ἐλεύθερους λαούς. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
-Δ-
Τὸ εἶχε διαπιστώσει καὶ τὸ ἔλεγε: «Ἀγρίανε τὸ Γένος μας». Ἔτσι, χωρὶς νὰ ὑπολογίσῃ κόπους καὶ κινδύνους, ἐπραγματοποίησε τέσσερις ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἰδιαίτερα ὅμως στὴν Βόρειο Ἤπειρο. Δέκα ἐννιὰ (19) ὁλόκληρα χρόνια ἔφερνε παντοῦ τὸ φῶς τῆς ὀρθοδοξίας, συμφιλίωνε τοὺς μαλλωμένους, τοὺς δίδασκε νὰ ἱδρύουν σχολεῖα, νὰ μπολιάζουν τὰ δένδρα, ἡμέρευε τὶς ψυχές. Καὶ μὲ τὶς προφητεῖες του ξυπνοῦσε τὴν ἐλπίδα στοὺς ἀποσταμένους, ὅτι ὁπωσδήποτε θάρθῃ «τὸ ποθούμενο», ἡ Ἐθνικὴ ἀποκατάσταση.
Ἀλλὰ το μαρτυρικό του τέλος εἶχε προδιαγραφῆ. Οἱ Τοῦρκοι, μὲ παρακίνηση τῶν ἑβραίων, τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 24 Αὐγούστου 1779. Ὅμως, στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ θεωρήθηκε Ἅγιος. Καὶ κατὰ κοινὴ ὁμολογία, τὸ μεγάλο ἔργο του συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.
-Ε-
Ἡ Μητρόπολή μας, ποὺ πολὺ εὐλαβεῖται τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ, ὀργανώνει καὶ φέτος τὶς ἀκόλουθες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις στὸν φερώνυμο Ἱ. Ναό του στὴν Κόνιτσα:
α) Τὴν παραμονή, 23 Αὐγούστου, στὶς 7 μ.μ. θὰ ψαλῇ ὁ πανηγυρικὸς ἑσπερινὸς καὶ στὴ συνέχεια θὰ ἐπακολουθήσῃ ἡ λιτάνευση τῆς Εἰκόνος καὶ τοῦ ἱ. Λειψάνου τοῦ Ἁγίου.
β) Στὶς 24 Αὐγούστου, κυριώνυμη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, οἱ καταβασίες θὰ ἀρχίσουν στὶς 7:30, καὶ γύρω στὶς 10:30 π.μ. θὰ ἔχῃ τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία.
Ἡ συμμετοχὴ ὅλων εἶναι ἀπαραίτητη. Ἔτη πολλά, ἅγια, εὐλογημένα.
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ