Μαρτυρία τοῦ Μητροπολίτου Λεμεσοῦ Ἀθανασίου
Αὐτὴ ἡ κοπέλα, μία ἁγία ψυχή, ἦταν πανύψηλη, ἦταν γίγαντας. Βέβαια στὸ τέλος καμπούριασε, περπατοῦσε μὲ σίδερα, μετὰ μὲ καροτσάκι.
Ἐγὼ τὴν πρόλαβα πού περπατοῦσε ἴσια. Εἶχε γιγαντισμό, ἦταν παραμορφωμένη. Τὰ παπούτσια της, ἔχω ἕνα παπούτσι της στὸ μοναστήρι, ἦταν 57 νούμερο, τόσο πράγμα σὰν βάρκα, ἡ παλάμη της ἦταν 3 φορὲς μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μου.
Νὰ σᾶς πῶ πῶς τὴν γνωρίσαμε. Εἴχαμε ἕναν δικό μας μοναχὸ τὸν π. Νήφωνα, ὁ ὁποῖος πουλοῦσε μῆλα σὲ σακούλια ὅταν ἦταν πρώτη Λυκείου καὶ πῆγε νὰ πουλήσει μῆλα. Χτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὴν ἄνοιξε ἡ Μαρία, μόλις τὴν εἶδε ἀπὸ τὸν φόβο του, τῆς πέταξε τὰ μῆλα κι ὅπου φύγει φύγει. Ἦταν ὅμως ἡ αἰτία νὰ γνωριστοῦν καὶ νὰ συνδεθοῦν πνευματικὰ καὶ ἀργότερα μέσω αὐτοῦ νὰ γνωρίσομεν καὶ ἐμεῖς τὴν μακαριστὴ Μαρία.
Αὐτὴ ἡ κοπέλα, ἦταν μία ἁγία ψυχή, πραγματικὰ μία ἁγία, παρ'ὅλο ποὺ ἦταν ἕνα τέρας ἐξωτερικά, καὶ τὸ πρόσωπό της ἦταν ἀλλοιωμένο ἀκόμη καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ δὲν τὴν φοβόντουσαν. Ἀνέπαυε πολὺ κόσμο. Ἦταν δηλαδή… μία πνευματικὴ μητέρα μὲ ὅλη τὴν σημασία τῆς λέξεως.
Αὐτὴ ἡ κοπέλα ἦταν μία τυπικὰ χριστιανὴ στὰ πρῶτα χρόνια καὶ ἡ μητέρα της καλὴ χριστιανή. Ὅταν μεγάλωσε καὶ μεγάλωνε καὶ ἔγινε δυσθεώρητη, ἔγινε 2.30 μ., ἀφοῦ στὸ Νοσοκομεῖο ἔβαλαν δύο κρεββάτια τὰ ἔνωσαν γιὰ νὰ τὴν χωρέσει, ὅταν πέθανε τὸ φέρετρό της ἦταν ἀπὸ ἐδῶ μέχρι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ καρέκλα.
Τὴν ζήτησαν στὴν Ἀμερικὴ καὶ πῆγε, μὲ ἔξοδα τῆς Κυβερνήσεως, γιὰ ἐξετάσεις. Γιὰ νὰ...
ἐρευνήσουν τὸ φαινόμενο. Συνῆλθαν ἐκεῖ οἱ μεγάλοι γιατροὶ κ.τ.λ. κι ἄλλος ἔλεγε γιγαντισμὸ κι ἄλλος διάφορες θεωρίες. Δὲν μποροῦσαν ὅμως ἐπακριβῶς νὰ δοῦν τί ἔπαθε ἡ Μαρία κι ἔγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος ἄνθρωπος. Καὶ βέβαια τῆς εἶπαν τότε πώς εἶχε ἕνα πρόβλημα. Ὅλο τὸ κεφάλι της μέσα εἶχε ὄγκο, ὁ ὁποῖος πίεζε τὰ μάτια καὶ θὰ ἔχανε τὸ φῶς της, θὰ τυφλωνόταν.
Οἱ Ἀμερικάνοι προσφέρθηκαν νὰ ἀγοράσουν τὸν σκελετό της καὶ αὐτὴ λυπήθηκε πάρα πολύ, ὅταν τὸ ἄκουσε, γιατί ἦταν ἕνα φαινόμενο γι΄ αὐτοὺς ἔτσι νὰ τὴν διατηρήσουνε γιὰ λόγους ἐπιστημονικούς.
Σ΄ αὐτὴν τὴν κατάσταση ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀμερική, καὶ μία κοπέλα τῆς λέει ἐκεῖ, δὲν πᾶμε νὰ δοῦμε τὸ γερο-Πορφύριο στὴν Πεντέλη; Ἡ Μαρία δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ γέροντες κι ἀπ΄ αὐτὰ τὰ πράγματα, καὶ τῆς λέει: τί νὰ μοῦ πεῖ κι αὐτὸς ὁ γέρος! Μὲ πῆγαν στὴν Ἀμερικὴ καὶ μὲ εἶδαν τόσοι ἐπιστήμονες, τί νὰ μοῦ πεῖ κι αὐτὸς ὁ γέρος! Ἔλα πᾶμε, εἶναι καὶ τυφλὸς καὶ δὲν μιλάει καὶ καλά. Ἡ Μαρία εἶπε, εἶναι καὶ τυφλὸς καὶ δὲν ἀκούει καὶ καλά… Ἡ Μαρία, ἦταν σὲ μία κατάσταση ἀπελπισίας, τέλος πάντων ἀπὸ δῶ ἀπὸ κεῖ τὴν ἔπεισαν νὰ πάει.
Πῆγε λοιπόν, καὶ μαζί της πῆγε ἡ μητέρα της πού ζεῖ ἀκόμα (σημείωση: πλέον ἔχει κοιμηθεῖ), ἡ κ. Κωνσταντία, μία μοναχὴ κι ἡ κοπέλα ἐκείνη πού πῆγε κι ἄλλοι δύο ἄνθρωποι.
Πῆγαν στὸ κελὶ τοῦ γέροντα, ἦταν τυφλὸς ὁ γέροντας Πορφύριος κι ὅταν μπῆκαν μέσα τῆς λέει: γιατί σοῦ ἔλεγε ἡ φίλη σου νὰ ἔρθεις καὶ δὲν ἐρχόσουν καὶ τῆς εἶπε ἀκριβῶς τί ἔλεγε ἡ Μαρία. Αὐτὴ ντράπηκε καὶ τῆς λέει τί ἔπαθες; Λέει, γέροντα θὰ χάσω τὸ φῶς μου κι ἔκλαιγε. Τῆς λέει, ὄχι παιδί μου τὸ φῶς σου, τὰ κόκκαλά σου θὰ σπάζουν… Τοῦ λέει, ὄχι γέροντα, τὰ κόκκαλά μου εἶναι γερά, δὲν ἔχουν τίποτα τὰ ὀστᾶ μου, τὸ φῶς μου θὰ χάσω. Τῆς ἅπαντα ὄχι τὸ φῶς σου, τὰ ὀστᾶ σου. Αὐτὴ τὸ ἐπαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα τὸ φῶς μου.
- Ὄχι τὸ φῶς σου, τὰ ὀστᾶ σου θὰ συντρίβουν. Αὐτὴ δὲν καταλάβαινε.
Τῆς λέει ὁ γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε ὅπως μπόρεσε κι ὁ γέροντας ἔβαλε τὰ χέρια του πάνω στὸ κεφάλι της κι ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Καὶ μοῦ ἔλεγε ἡ Μαρία, αἰσθανόταν μέσα τὸ κεφάλι της νὰ βράζει ὁλόκληρο, ὁπότε τῆς λέει ὁ γέροντας: δὲν θὰ χάσεις τὸ φῶς σου, τὰ ὀστᾶ σου θὰ βγοῦν, θὰ τρίβονται τὰ ὀστᾶ σου. Αὐτὴ δὲν πίστεψε. Λέει ὁ π. Πορφύριος, ἀπὸ πού τὸ ἔπαθες αὐτό, σοῦ εἶπαν οἱ γιατροί; Τοῦ ἀπάντησε: γέροντα οἱ γιατροὶ δὲν βρῆκαν τὴν αἰτία, εἶπαν γιγαντισμὸς εἶναι, δὲν βρῆκαν τὴν αἰτία.
Λέει στὴν μητέρα της: ἐσὺ θυμᾶσαι ποῦ ἤσουν ἔγκυος στὴν Μαρία; Ἡ Μαρία ἦταν 43 ἐτῶν τότε, λέει ἡ μητέρα της ε! θυμοῦμαι. Τῆς λέει θυμᾶσαι, ὅταν ἤσουν δύο μηνῶν πού ἔκανες πολλοὺς ἐμετούς; Θυμᾶμαι ἀμυδρὰ γέροντα. Θυμᾶσαι πού σὲ πῆγε ὁ ἄντρας σου σὲ ἕναν γιατρό; ποῦ νὰ θυμᾶμαι τώρα τὸν γιατρό; καὶ ἀρχίζει ὁ γέροντας νὰ τῆς περιγράφει: θυμήσου ποὺ κατεβαίνατε μὲ λεωφορεῖο ἀπὸ τὸ χωριό σας, κατεβαίνατε σὲ μία πλατεία καὶ τῆς περιγράφει τὴν πλατεία πρὶν ἀπὸ 42 χρόνια, σὲ πῆρε ὁ ἄντρας σου καὶ σὲ πῆγε στὸν τάδε δρόμο κι ἄρχισε νὰ τῆς διηγεῖται τὸν δρόμο κι ἡ Κωνσταντία ἄρχισε νὰ θυμᾶται τὸν δρόμο ἐκεῖνο, σὲ πῆγε σ΄ ἕναν τόπο πού ἡ πόρτα ἦταν πράσινη, στὸ ἰατρεῖο τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου. Μπῆκες μέσα καὶ τοῦ εἶπες ὅτι κάνεις πολλοὺς ἐμετοὺς ἀπὸ τὴν ἐγκυμοσύνη καὶ σοῦ ἔδωσε ἕνα φακελάκι μὲ χάπια, μὲ 15 χάπια μέσα, τὰ θυμᾶσαι; λέει θυμᾶμαι γέροντα.
Λέει ὁ Γέροντας τὰ χάπια ἐκεῖνα ἦταν χάπια ἐπιληψίας, ἔκανε λάθος ὁ γιατρός, τὰ ἤπιες καὶ παραμορφώθηκε τὸ ἔμβρυο γι΄ αὐτὸ κι ἔγινε ἔτσι ἡ κόρη σου. Καὶ πραγματικά, τὸ ἔστειλαν τὸ μήνυμα αὐτὸ στὴν Ἀμερική, κι ἦταν πραγματικῶς ἐπιστημονικά. Αὐτὴ ὅμως μετὰ τελικὰ τί ἔγινε; Σταμάτησε νὰ χάνει τὸ φῶς της κι ἄρχισε νὰ τρίβονται τὰ κόκκαλά της. Μία φορὰ ἤμουν παρὼν ἐγώ, πού ἕνα κόκκαλο ἀπὸ τὴν πλάτη τῆς τρύπησε τὸ δέρμα της καὶ βγῆκε ἔξω, συντρίβονταν τὰ κόκκαλα, διαλύονταν τὰ κόκκαλα, ὅπως ἀκριβῶς τῆς εἶχε πεῖ ὁ π. Πορφύριος. Ὁ γέροντας, ὅταν βγῆκε ἡ Μαρία ἔξω, εἶπε: αὐτὴ εἶναι μία ἁγία, καὶ περιέγραψε τὴν Μαρία.