Απόσπασμα από το βιβλίο: «ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ»
Βρισκόμουν στην μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους. Ένα πολύ όμορφο, παραθαλάσσιο μοναστήρι, κάμποσες μέρες φιλοξενούμενος. Ένα απόγευμα έπιασα κουβέντα με κάποιον σεβάσμιο μοναχό.
Ήμασταν μόνοι στη βιβλιοθήκη που υπάρχει στο αρχονταρίκι της μονής. Γέροντα, θέλω να με μάθετε να προσεύχομαι, του είπα κάποια στιγμή. Να προσεύχεσαι; με ρώτησε με απορία. Επηρεασμένος από τα ινδουιστικά, φανταζόμουν ότι θα υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μέθοδος, κάποια τεχνική... κάτι σαν τον διαλογισμό.
Ναι γέροντα, τι πρέπει να κάνω για να προσευχηθώ; Τί να πώ; πως πρέπει να κάτσω; Κατάλαβε την μεγάλη μου άγνοια, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Να, κοίτα να δεις... απλά. Πρέπει να είσαι απλός. Θα κάτσεις ήσυχα σε μια γωνιά και θα μιλήσεις στον Χριστό σαν να ήταν κοντά σου και να σε άκουγε. Είναι μπροστά και σε ακούει... θα τα πεις σαν να μιλούσες σε κάποιον φίλο σου. Καθώς όμως συνέχιζε να μου μιλάει, ένιωσα κάτι κακό, περίεργο, να πέφτει πάνω μου και να με αλλοιώνει ψυχικά. Τον διέκοψα. Γέροντα, τώρα που μου μιλάτε, κάτι περίεργο μου συμβαίνει, κάτι με εμποδίζει. Έχει αλλάξει το μυαλό μου. Σας βλέπω κάπως... διαφορετικά. Με κοίταξε με ανησυχία. Δεν πειράζει παιδί μου, θα τα πούμε αύριο. Πάνε τώρα να ξεκουραστείς...
Είχε βραδιάσει πια. Πήγα στο δωμάτιο μου. Ήμουν μόνος αυτήν την φορά σε ένα μικρό δωμάτιο. Έπεσα να κοιμηθώ. Δεν θα είχα κοιμηθεί πολύ, όταν ξύπνησα ανήσυχος. Κάτι με πλάκωνε στο στήθος. Κάποιος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο μου και με πίεζε στο στήθος. Άνοιξα τα μάτια φοβισμένος. Δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο τα έπιπλα. Όμως... ένιωθα την ζωντανή παρουσία που με πίεζε αφόρητα. Χριστέ μου, δεν αντέχω άλλο βγάλε τον έξω από δω, είπα μέσα μου. Αμέσως ένιωσα το δωμάτιο να αδειάζει από αυτή την βαριά παρουσία. Πήγε και στάθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου... απειλητικά. Δεν τόλμησα να κοιμηθώ. Πέρασα πολλές ώρες ανήσυχος, με την προσοχή τεταμένη. Κάποιος ήταν έξω από την πόρτα μου συνέχεια! Όταν ξημέρωσε πια, μπόρεσα και κοιμήθηκα λίγο.
Μόλις ξύπνησα, κατέβηκα στην αυλή του μοναστηριού και έπεσα πάνω στον μοναχό, που είχαμε την κουβέντα χτες βράδυ για την προσευχή. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ξάγρυπνος. Πώς είσαι σήμερα; είσαι καλά; με ρώτησε γεμάτος αγάπη και ενδιαφέρον. Ναι γέροντα, μου έφυγε. Δεν έχω τίποτα τώρα, Ευχαριστώ, του είπα. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος, είχε κουραστεί για μένα, προσευχόμενος την νύχτα, γιαυτό δεν μπορούσε να με πειράξει ο νυχτερινός επισκέπτης! Μέχρι σήμερα νιώθω υποχρέωση σε αυτόν τον άνθρωπο.
Την άλλη μέρα, πήγα να δω τον π. Παΐσιο. Του είπα το συμβάν. Κάτσε να σου φέρω ένα πιστόλι, μου είπε γελώντας. Μπαίνει μέσα στο κελλί του και μου φέρνει ένα μικρό κομποσχοινάκι, 33άρι, με 33 κόμπους, όσα τα χρόνια του Χριστού και με έναν σταυρό. Ξέρεις μου λέει, αυτό πετάει πνευματικές σφαίρες. Κάθε φορά που λες την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, είναι σαν να πυροβολείς το διάβολο και δεν σε πλησιάζει. Πάρτο να το έχεις για άμυνα!
Χαρούμενος γιατί είχα κάτι δικό του το πήρα. Είπαμε και άλλα. Πάντοτε έφευγα από τον γέροντα πολύ καλύτερα από όταν πήγαινα, ξεκούραστος, με τα προβλήματα λυμένα, χωρίς απορίες, αισιόδοξος, τονωμένος ακόμα και με περισσότερες όχι μόνο ψυχικές, αλλά και σωματικές δυνάμεις. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, φόβος, δυσκολία. Μόνο χαρά, σιγουριά και ευτυχία θεϊκή.
Ξαναγύρισα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα που με φιλοξενούσε. Ένα βράδυ, ξαναφάνηκε ο Επισκέπτης. Αυτή την φορά όμως είχα... το πιστόλι του π. Παΐσιου. Μέσα στον ύπνο μου ακόμα, όταν ένιωσα την παρουσία του... πυροβόλησα. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Αμέσως τραβήχτηκε μακριά μου. Συνέχισα να λέω την ευχή. Πήρα θάρρος και άρχισα να τον κυνηγώ. Προχώρησα προς το μέρος του. Όταν όμως πλησίασα αρκετά κοντά του, ένιωσα την παγερή δύναμη του και κοντοστάθηκα. Ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Όρμησε κατά πάνω μου. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Πυροβολούσα συνεχώς τώρα, έλεγα συνέχεια την ευχή. Τράπηκε σε φυγή. Λες και τον έκαιγαν τα λόγια της ευχής. Η ευχή, το όνομα του Χριστού είχε δύναμη, όχι εγώ.
Εμένα μπορούσε να με λιώσει σαν κουνούπι στο χέρι του. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Έγινε αστείος. Κοντός, χοντρός, σαν νάνος, με ένα σαρίκι στο κεφάλι, άρχισε να κάνει αστεία και να με πλησιάζει σιγά-σιγά, σαν για παιχνίδι. Ξαφνιάστηκα, σχεδόν γέλασα. Όμως μόλις με πλησίασε αρκετά, ένιωθε η ψυχή μου την απειλή και την κακία και ξανάρχιζα την ευχή. Έφευγε τρέχοντας από κοντά μου. Έτσι υπήρχε η ευχή του Ιησού σαν απόσταση ασφαλείας ανάμεσα μας. Δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτα, όπως στο παρελθόν που με έδερνε και ήμουν σαν παράλυτος, ανίκανος να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Εκείνο το βράδυ, με την δύναμη του Χριστού, έτρεψα σε φυγή τον δαίμονα και τον κράτησα μακριά μου. Είχα κερδίσει μια μάχη.
Ο πόλεμος όμως, δεν τελείωσε. Συνεχίζεται σε κάθε μήκος και πλάτος της γης όπου υπάρχουν άνθρωποι. Η λύσσα του αόρατου εχθρού είναι μεγάλη και θέλει να τραβήξει στην κόλαση όσους περισσότερους μπορεί. Την ίδια στιγμή που έχει πείσει τον σημερινό ζαλισμένο άνθρωπο ότι δεν υπάρχει, τον έχει ρίξει με τα μούτρα στην λατρεία της ύλης και του πλούτου του οποίου είναι κλειδοκράτωρ! Τον έχει ρίξει στον αποκρυφισμό, στην μαγεία, στα μέντιουμ και την μασονία και κάθε είδους παραθρησκεία που είναι τα παιδιά του, και του σιγοψιθυρίζει το αιώνιο ψέμα που είπε και στους πρωτοπλάστους μέσα στην Εδέμ... ποιός θεός; Δεν υπάρχει θεός, δεν είναι. Εσείς είστε θεοί, ο άνθρωπος είναι θεός αρκεί να με ακούσετε, αρκεί να κάνετε ότι σας πω. Πότε με τέχνη και μαεστρία, δώρα και υποσχέσεις, πότε με φοβέρες και απειλές θέλει να παρασύρει τους πάντες στον όλεθρο. Ο Χριστός όμως, είναι παντοδύναμος. Τον έχει συντρίψει για χάρη μας πάνω στον σταυρό! Αρκεί εμείς, να μη λοξοκοιτάμε και φερόμαστε πολύ ανόητα και αχάριστα...
(σελ.64-70)