Κύριε,
Τώρα πού φτάνει στό τέλος της ἡ ἀποψινή μου ἐπικοινωνία μαζί Σου, κι ἀφοῦ Σοῦ εἶπα ὅ,τι μέ βάραινε, ὅ,τι μέ πονοῦσε, τώρα, Κύριε, νιώθω τήν ἀνάγκη νά πῶ τό ταπεινό μου εὐχαριστῶ.
Εὐχαριστῶ πού μοῦ ἐπιτρέπεις νά Σοῦ μιλῶ. Εὐχαριστῶ πού δέν μέ ἀποστρέφεσαι… Δέν μετρᾶς τά λάθη, δέν ἐξετάζεις τί κατάντησα… τί δέν εἶμαι… τί εἶμαι…
Κύριε, ἐγώ γονατίζω καί μέ σκυμμένο τό κεφάλι Σοῦ μιλῶ. Ἀλλά ποιός τελικά ταπεινώνεται;
Ἐσύ, Θεέ μου, δείχνεις ἄφατη ταπείνωσι, ἀφοῦ σκύβεις κι ἀφουγκράζεσαι τούς στεναγμούς, τά δάκρυα, τήν χαρά… Ἐγώ γονατίζω ἐξωτερικά, ἀλλά Ἐσύ κατεβαίνεις.
Τί διαφορά ἀπό τούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου! Πόσο ἀνώτερη ἡ ἐξουσία Σου καί ταυτόχρονα πόσο πιό προσιτός ὁ θρόνος Σου σέ μᾶς!
Σ’ εὐχαριστῶ πού κρατᾶς τήν πόρτα ἀνοιχτή…
Σ’ εὐχαριστῶ πού μ’ ἀκοῦς…
Σ’ εὐχαριστῶ πού στέλνεις πνοή γαλήνης ἀπ’ τόν οὐρανό, ἀπάντηση μυστική μέσ’ στήν καρδιά πώς μακροθυμεῖς καί πώς μπορῶ νά συνεχίσω νά Σοῦ μιλῶ…
Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 464, Ὀκτώβριος 2011