Για ‘σενα ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, που πιστεύεις ότι δεν έχεις κανέναν. Που πιστεύεις ότι είσαι μόνος. Δεν είμαστε για την μοναξιά πλασμένοι! Ήρθε ο Χριστός στον κόσμο να διαλύσει τη δική σου, τη δική μου, την ψευτιά του καθένα. Να πάψουμε να περνάμε μια ζωή στην υποκρισία.
Να πάψουμε να ζούμε μια ζωή που μας είναι ξένη: δουλεύουμε σα ρομπότ, τρώμε πλαστική τροφή και δύσκολα αγαπάμε. Αποφεύγουμε την αλήθεια, προτιμάμε την ψευτιά. Συμβιβαζόμαστε στην εποχή και γινόμαστε ψεύτες.
Για ‘μας ήρθε ο Χριστός στον κόσμο: για να μας δώσει την Αλήθεια, που μας κάνει λεύτερους, τα ψέματα της μοναξιάς να λύσει. Οι εποχές όμως δεν αγαπούν την λευτεριά. Να ‘σαι σκλάβος, παρά λεύτερος: αν είσαι ελεύθερος κανείς πλέον δεν σου εγγυάται ευτυχία. Καλύτερα κατευθυνόμενος, χωρίς ελευθερία, μες την μοναξιά και την απελπισία… ίσως επιβιώσεις, το επιβάλλουν οι καιροί! “Δεν δεν έχω κανέναν” κι όλοι, κάπου-κάποτε, σκεφτήκαμε το λόγο τούτο. Εμ, για ‘μας, αδελφοί μου, ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Ήρθε και τ’ αντέστρεψε όλα. Αν πήγαινες σ’ έναν άνθρωπο της εποχής του Χριστού και του έδειχνες το σημείο του σταυρού, οι μορφασμοί του πρόσώπου του, θα πρόδιδαν την απέχθειά του για το φρικτό αυτό όργανο θανάτου. Για ‘μας όμως ο Σταυρός είναι Ζωή. Δεν είναι “πρόταση ζωής”, αλλά είναι Ζωή ο ίδιος. Τούτο γιατί Αυτός που αντέστρεψε τα πράγματα, το έπραξε ενώνοντάς τα, ταυτόχρονα, πάνω στο Σταυρό. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να μαζέψει τις μοναξιές μας και να μας καλέσει στην Εκκλησία Του. Μου λέει να αφήσω στην είσοδο του ναού ό, τι μ’ εμποδίζει να Τον συναντήσω -και προπαντός την μοναξιά μου!
Δεν μπορούμε να λέμε ότι “δεν έχουμε κανέναν” και τον Χριστό να καλούμε Κύριο και Σωτήρα. Αφού ό, τι μας βαραίνει και στον εαυτό εγκλωβίζει, το αφήσαμε στην πόρτα της εκκλησιάς! Ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και σήκωσε στο Σταυρό τα δικά μας βάρη, ώστε να μην είμαστε πλέον μόνοι, ώστε να μη μας χωρίζει τίποτε από τον άλλον, ώστε να είμαστε ενωμένοι μ’ Αυτόν και αδελφό τον καθένα να καλούμε, ώστε να είμαστε ελεύθεροι. Αυτό θα πει “είμαι του Χριστού, πηγαίνω εκκλησία” Δεν μπορούμε να λέμε -και να πιστεύουμε- ότι είμαστε ανώτεροι από κάποιον άλλον και απ’ την άλλη να καλούμε τον Χριστό Κύριο και Σωτήρα. Έτσι κρίνουμε, δεν αγαπάμε. Παίζουμε θέατρο, γινόμαστε ένα με τις μέρες υποκρισίας που ζούμε. Πράττουμε αντίθετα απ’ τον Θεό, ο Οποίος τόσο αγάπησε τον κόσμο ώστε έστειλε τον Μονογενή του Υιό, όχι για να κρίνει, αλλά για να σώσει τον κόσμο.
Καιρός ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, να ζήσουμε τον Χριστό και τον Σταυρό Του. Καιρός, αδελφοί, ν’ αφήσουμε τα βάρη μας στην πόρτα της εκκλησιάς. Στ’ αλήθεια, για όλους εμάς, ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Για ‘μας άπλωσε τις παλάμες Του στον Σταυρό. Για ‘μας σύναξε στο Γολγοθά την Οικουμένη όλη, μεταμορφώνοντάς την σε οικογένεια μία, την Εκκλησία. Ας μη βάζουμε μέτρα στην αγάπη, η αγάπη όταν παρέχεται με ποσοστά, παύει να ‘ναι αγάπη και κυριεύεται απ’ το συμφέρον: ή αγαπάς ή δεν αγαπάς. Κι αν μας φαίνεται δύσκολο, ας σκεφτούμε πρώτα απ’ όλα, ότι για ‘μας -για όλους ανεξαίρετα- ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, καλώντας τον καθένα από Αγάπη σε Αθανασία. Νικητής του θανάτου περιμένει τώρα απ’ τον καθένα ξεχωριστά, στην προσωπική του ιστορία, να πει εκείνο το “ναι” στη Σωτηρία. Τότε θα ‘ναι που με λόγο και πράξη θα ομολογήσει τον Χριστό, στ’ αλήθεια, ως Κύριο και Σωτήρα, Φως, Ζωή και Ανάσταση των ανθρώπων.