Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
Β΄ Κορ 6, 1-10
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς προέρχεται ἀπό τή Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ.Παύλου καί ἀναφέρεται ἀφενός μέν στή διαλεκτική ἀντίθεση μεταξύ φαινομένων καί πραγματικότητας τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀφετέρου στή σωτηριολογική ἀξία τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σέ μετάφραση εἶναι τό ἑξῆς:
«Ἀδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε, γιατί ἡ Γραφή λέει: Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας.
Κανένα πρόσκομμα δέν φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. Ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρύπνιες, τήν πείνα. Συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια· μᾶς ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· τίποτα δέν ἔχουμε καί τά πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ 6,1-10).
Κανένα πρόσκομμα δέν φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. Ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρύπνιες, τήν πείνα. Συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια· μᾶς ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· τίποτα δέν ἔχουμε καί τά πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ 6,1-10).
I
Θά σταματήσουμε πρῶτα στήν πτυχή τῶν ἀντιθέσεων πού ἰσχύουν γιά τή ζωή τῶν ἀποστόλων καί κατ’ ἐπέκταση γιά τή ζωή τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Τή ζωή αὐτή χαρακτηρίζει μία διαλεκτική ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού νομίζουν οἱ πολλοί καί σ’ αὐτό πού ἀποτελεῖ τήν ἐσωτερική πραγματικότητα καί τό προσωπικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου ἀλλά καί τοῦ πιστοῦ. Τό «ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν» (φτάνουμε στόν θάνατο, καί νά πού ζοῦμε) δείχνει ἀπό τή μία μεριά τή σχέση τοῦ χριστιανοῦ μέ τή ζωή τοῦ κόσμου καί ἀπό τήν ἄλλη τή συμμετοχή του σέ μία ἄλλη ποιότητα ζωῆς. Ἡ ἀπονέκρωση τῶν ἐγωϊστικῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ παραίτηση ἀπό αὐτονόητα δικαιώματα, ἡ ἀπαγκίστρωση ἀπό ὑλικά συμφέροντα μπορεῖ νά παρουσιάζουν τόν χριστιανό σάν νεκρό ἔναντι τοῦ κόσμου, ἀλλά ἡ νέκρωση αὐτή δέν εἶναι παρά ἐξωτερική. Μέσα ἀπό αὐτή τή νέκρωση προβάλλει μία ζωή πού τροφοδοτεῖται ἀπό τό λόγο καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μία δύναμη ζωῆς πού κάνει τόν χριστιανό νά ἀντιμετωπίζει «στενοχώριες» ἀλλά νά μή καταβάλλεται, νά λυπᾶται γιά ὅσα δυσάρεστα συμβαίνουν μέσα στόν κόσμο ἀλλά καί νά χαίρει γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Κύριος τῆς ἱστορίας πού ἔχει τόν τελευταῖο λόγο, νά εἶναι φτωχός ἀπό ὑλικά ἀγαθά ἀλλά συγχρόνως νά κάνει πλούσιους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του μέ τήν ἀγάπη του, μέ τή ζωή του, μέ τή θυσία του. Τέλος ἡ δύναμη τῆς ζωῆς πού σφύζει μέσα του τόν κάνει, ἐνῶ δέν ἔχει φαινομενικά τίποτε, στήν οὐσία «νά κατέχει τά πάντα». Στά πάντα πρέπει νά ἐννοήσουμε τόν ἀπέραντο πλοῦτο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῆς ἀγάπης.
Γιά τόν χριστιανό ὅμως πού διαβάζοντας τά παραπάνω διαπιστώνει ὅτι δέν διαθέτει τά περιγραφόμενα χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος δέν ἀπευθύνει ἀπειλές θείας τιμωρίας ἀλλά μήνυμα ἀφυπνίσεως καί προσκλητήριο μετανοίας. Αὐτή ἡ σκέψη μᾶς ὁδηγεῖ στό δεύτερο σημεῖο πού θέλουμε νά ὑπογραμμίσουμε στήν ἀποστολική περικοπή.
II
Στήν ἀρχή τῆς περικοπῆς ὁ Παῦλος παραθέτει μία φράση ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί τήν σχολιάζει: «ἡ Γραφή λέει. Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας». Στή φράση τοῦ προφήτη καί στό σχόλιο τοῦ Ἀποστόλου προβάλλεται ἡ θετική ἀξιολόγηση τοῦ χρόνου ἀπό χριστιανικῆς πλευρᾶς.
Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τή ζωή μας νά γνωρίζουμε μέ ποιά βαθύτερη σωτηριολογική σπουδαιότητα εἶναι φορτισμένη ἡ κάθε χρονική στιγμή καί ποιές ἐπιπτώσεις μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἀνέμελη σπατάλη τοῦ χρόνου. Πολλές φορές ὁρισμένοι χριστιανοί, ἐπηρεασμένοι ἀπό κάποια φιλοσοφική ἀντίληψη ἀρνητικῆς ἀξιολόγησης τοῦ χρόνου, δείχνουν νά περιφρονοῦν τόν χρόνο, ἔχοντας στραμμένα τά βλέμματά τους πρός τήν αἰωνιότητα. Ξεχνοῦν ὅμως ὅτι ἡ αἰωνιότητα κερδίζεται ἤ χάνεται ἀπό τόν τρόπο πού χρησιμοποιεῖ κανείς τόν χρόνο του, τήν κάθε ἀνεπανάληπτη στιγμή τῆς ζωῆς του, τήν κάθε μικρή καί ἀσήμαντη χρονική μονάδα πού φεύγει μέ ἀσύλληπτη ταχύτητα, γιά νά μεταβληθεῖ σέ παρελθόν, τό ὁποῖο δέν βρίσκεται πλέον ὑπό τόν ἔλεγχό μας, ἀλλ’ ἀπεναντίας μᾶς ἐλέγχει καί μᾶς κυβερνᾶ διά μέσου τῆς μνήμης μας.
Ὁ χρόνος εἶναι τό πεδίο τῆς ζωῆς καί δράσης τοῦ ἀνθρώπου, καί κάθε προσπάθεια φυγῆς ἀπό τόν χρόνο εἶναι τελείως ἀντίθετη μέ τόν Χριστιανισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει σάν κεντρικό πυρήνα τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν χρόνο καί τή συγκεκριμένη ἱστορική στιγμή. Γι’αὐτό καί τό χριστιανικό μήνυμα δέν εἶναι ἡ ἀπάθεια καί ἀταραξία γιά τόν χρόνο πού περνᾶ ἀλλά τό πάθος γιά τή σωτηριολογική ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου. Ἡ σωτηρία, κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι βέβαια δῶρο τοῦ Θεοῦ ἀλλά δῶρο πού ὁ ἄνθρωπος τό δέχεται καί προσπαθεῖ νά τό διατηρήσει μέσα στόν χρόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι κάποια ἀσαφής μελλοντική ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ἀλλά μία νέα ζωή πού ἀρχίζει ἀπό τώρα, ἀπό τή στιγμή πού λέγει κανείς τό Ναί στή θεία δωρεά.
Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει γρήγορα καί χάνεται μέσα στό παρελθόν εἶναι ἀποφασιστική, γιατί μπορεῖ νά ὁδηγήσει εἴτε στή λύτρωση εἴτε στόν χαμό. Γεννιέται ὅμως ἐδῶ τό ἐρώτημα: Δέν ἔχει ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος τή δυνατότητα νά ἀναθεωρήσει ἕνα προηγούμενο χρονικό διάστημα τῆς ζωῆς του ποὺ χάθηκε ἄκαρπο; Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας γραφῆς εἶναι σαφής: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι βέβαια δεσμευμένος καί περιορισμένος στά ἀσφυκτικά πλαίσια τοῦ χρόνου, συγχρόνως ὅμως εἶναι καί ἐλεύθερος ἔναντι τοῦ χρόνου. Καί ἡ ἐλευθερία του αὐτή φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά ἀναθεωρεῖ προηγούμενες ἀπερίσκεπτες καί ἀρνητικές πράξεις του καί νά ξαναρχίζει μία καινούργια δημιουργική ζωή. Εἶναι αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει μυστήριο τῆς μετανοίας, δηλαδή ἡ δυνατότητα νά ξανακερδίσει κανείς τόν χαμένο χρόνο τοῦ παρελθόντος καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις γιά ἕνα πιό ἐλπιδοφόρο μέλλον.
Ὁ φόβος γιά τό ἐπερχόμενο μέλλον ἁπαλύνεται καί γίνεται αὐτό τό μέλλον μία εὐχάριστη προσμονή, ὅταν κανείς χρησιμοποιεῖ δημιουργικά τό παρόν ἤ μετανοεῖ γιά τό χαμένο παρελθόν του. Ἀρκεῖ νά καταλάβει καλά ὅτι ἡ κάθε χρονική στιγμή εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τό χάσιμό της μπορεῖ νά τοῦ στοιχίσει ἀκριβά γιά τό μέλλον του. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ «χαμένου χρόνου» πού ἀπασχολεῖ ὁρισμένους φιλοσόφους μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἀπάντηση στή δυνατότητα ἐπανεύρεσης τοῦ χαμένου χρόνου πού προτείνει ἡ Ἐκκλησία.