Ἀπό τίς πιό γνωστές προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ Ἰώβ. Ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνόμασε πολύαθλο γιά τά πολλά δεινά πού τόν βρῆκαν στήν ζωή του, δεινά ὅμως πού δέν εἶναι τυχαῖα γεγονότα.
Στήν ἑβραϊκή γλῶσσα τό ὄνομα σημαίνει «βασανισμένος». Πρόκειται γιά ἕναν ἥρωα πού δέν ξέρουμε ποιός ἀκριβῶς εἶναι, δέν ξέρουμε καί ἄλλα στοιχεῖα περί τοῦ προσώπου του. Γνωρίζουμε ὅ,τι ἀναφέρεται στό κείμενο, στό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς θεοσεβής καί δίκαιος (1,1). Γνωρίζουμε ἀκόμα ὅτι εἶχε δημιουργήσει μιά ὑποδειγματική οἰκογένεια, ὅτι ἔζησε πολλά ἔτη (42,16), ὅτι ἦταν πλούσιος καί γνωστός στήν περιοχή τῆς ἀνατολῆς ὅπου ζοῦσε. Γιά τόν τόπο καταγωγῆς του ἀναφέρει τό ὁμώνυμο βιβλίο τήν «αὐσίτιδα χώρα» τήν ὁποία ὁ καθηγητής Νικόλαος Παπαδόπουλος προσδιορίζει μεταξύ Ἰουδαίας καί Ἀραβίας. Πιθανοί συγγραφεῖς τοῦ κειμένου εἶναι ὁ Μωυσῆς, ὁ ἴδιος ὁ Ἰώβ ἤ κάποιος φίλος του, ὁ Σολομώντας ἤ ὁ προφήτης Ἰερεμίας. Ὡς πρός τήν χρονολόγηση τοῦ βιβλίου θεωρεῖται πιό πιθανή ἡ προαιχμαλωσιακή περίοδος καί πιό συγκεκριμένα μεταξύ τοῦ 10ου ἔως 7ου αἰῶνος π.Χ.
Στήν ἑβραϊκή γλῶσσα τό ὄνομα σημαίνει «βασανισμένος». Πρόκειται γιά ἕναν ἥρωα πού δέν ξέρουμε ποιός ἀκριβῶς εἶναι, δέν ξέρουμε καί ἄλλα στοιχεῖα περί τοῦ προσώπου του. Γνωρίζουμε ὅ,τι ἀναφέρεται στό κείμενο, στό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς θεοσεβής καί δίκαιος (1,1). Γνωρίζουμε ἀκόμα ὅτι εἶχε δημιουργήσει μιά ὑποδειγματική οἰκογένεια, ὅτι ἔζησε πολλά ἔτη (42,16), ὅτι ἦταν πλούσιος καί γνωστός στήν περιοχή τῆς ἀνατολῆς ὅπου ζοῦσε. Γιά τόν τόπο καταγωγῆς του ἀναφέρει τό ὁμώνυμο βιβλίο τήν «αὐσίτιδα χώρα» τήν ὁποία ὁ καθηγητής Νικόλαος Παπαδόπουλος προσδιορίζει μεταξύ Ἰουδαίας καί Ἀραβίας. Πιθανοί συγγραφεῖς τοῦ κειμένου εἶναι ὁ Μωυσῆς, ὁ ἴδιος ὁ Ἰώβ ἤ κάποιος φίλος του, ὁ Σολομώντας ἤ ὁ προφήτης Ἰερεμίας. Ὡς πρός τήν χρονολόγηση τοῦ βιβλίου θεωρεῖται πιό πιθανή ἡ προαιχμαλωσιακή περίοδος καί πιό συγκεκριμένα μεταξύ τοῦ 10ου ἔως 7ου αἰῶνος π.Χ.
Μέ συντομία μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στή ζωή τοῦ Ἰώβ ἀντικατοπτρίζεται ἡ ζωή πολλῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχής. Εἶναι ὁ πιστός καί εὐλαβής ἄνθρωπος πού χάνει τήν οἰκογενειά του καί τήν περιουσία του. Στήν συνέχεια, χωρίς νά χάσει τήν πίστη του στό Θεό, ξεπερνᾶ τήν δοκιμασία καί στό τέλος ἀπολαμβάνει καί πάλι τίς εὐλογίες πού στερήθηκε. Ἔτσι τό ζήτημα-πρόβλημα πού δημιουργεῖται εἶναι γιατί ἀφοῦ εἶναι δίκαιος ταλαιπωρεῖται; Πρόκειται γιά τό ζήτημα τῆς θεοδικίας. Πιό συχνά τό ἐρώτημα τίθεται ὡς «γιατί νά πάσχουν οἱ δίκαιοι;». Τό βιβλίο «Ἰώβ» ἀπαντᾶ ὡς ἕνα σημεῖο στό ἐρώτημα αὐτό ἀλλά ἡ τελική ἀπάντηση δίνεται ἀπό τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στήν Καινή Διαθήκη. Γενικά νά ποῦμε ὅτι τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί εἰδικά τοῦ πιστοῦ δέν εἶναι τυχαῖα ἀλλά συμβαίνουν κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ γιά νά δοκιμασθεῖ ἡ εὐσέβειά του. Μέσω τῶν δυσκολιῶν ὁ πιστός ἀνυψώνεται πνευματικά. Ὅμως σέ καμία περίπτωση δέν ξέρει ὁ ἄνθρωπος ποιό εἶναι τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι᾽αὐτόν. Χρειάζεται ἐμπιστοσύνη στό θέλημά Του.
Στό βιβλίο μπορεῖ νά διακρίνει ὁ ἀναγνώστης καί τήν βοήθεια ἤ τήν ἀπογοήτευση ἐκ μέρους τῶν φίλων. Οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ, ὁ Ἐλιφάζ, ὁ Βαλδάδ καί ὁ Σωφάρ δηλώνουν στόν πολύπαθο συνομιλητή τους τήν συμπάθειά τους, ἀλλά προχωροῦν καί σέ κριτική μέσω τοῦ διαλόγου γιά σέ διάφορα θέματα. Κυρίως γιά τό ποιές μπορεῖ νά εἶναι οἱ αἰτίες πού ἔχει ὑποστεῖ τίς συμφορές.
Ἀπό παλαιότερους καί νεώτερους ἐρευνητές ἔχουν τεθεῖ ζητήματα ὡς πρός τήν ἐνότητα καί τήν αὐθεντικότητα τοῦ βιβλίου. Ὑποστηρίζουν ὅτι κάποια τμήματα τοῦ βιβλίου δέν ἀνήκουν στόν ἴδιο συγγραφέα, ὅμως τά ἐπιχειρήματά τους δέν θεωροῦνται ἱκανά γιά μιά τέτοια θέση.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι μιά ἔκφραση πού χαρακτηρίζει τόν πιστό ὅταν δέχεται ἕνα πλῆγμα στήν ζωή του καί αἰσθάνεται ὅτι ὅλοι τόν ἔχουν ἐγκαταλείψει. Ὅπως ὁ Ἰώβ, ὅταν βρίσκεται στήν ἔκρηξη τοῦ πόνου, «καταριέται τήν μέρα τῆς γέννησής του» καί ταυτόχρονα «ὑπεραμύνεται τῆς ἀθωότητάς του». Συγκλονιστική εἶναι ἡ στιγμή πού ἔρχεται σέ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας του καί ὁμολογεῖ: «ἐγώ δέ τίνα ἀπόκρισιν δῶ πρός αὐτά; χεῖρα θήσω ἐπί τῷ στόματί μου» (40,4). Αὐτή ἡ στιγμή εἶναι μοναδική γιά κάθε ἄνθρωπο.
Ἐκτός τῶν παραπάνω στό βιβλίο γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή μετά τόν θάνατο. Ἔτσι ὁ συγγραφέας τοῦ κειμένου μιλᾶ γιά τόν ἅδη, ὡς κατοικία ὅλων τῶν θνητῶν, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στά ἔγκατα τῆς γῆς καί κάνει λόγο γιά ἐπαναφορά ἀπό τόν τόπο αὐτό στήν ζωή, ἄν ὁ Θεός τόν καλέσει. Ἔτσι παρατηροῦμε ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή ἀκουμπᾶ τά κράσπεδα τῆς θεολογίας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μιλοῦμε γιά κοίμηση καί ὄχι γιά θάνατο.
Ἐκτός τῆς μετά τόν θάνατο ζωῆς γίνεται ἀναφορά καί στόν διάβολο. Γίνεται σαφές ὅτι δέν ἀναφέρεται μέ μία γενική ἔννοια πού χαρακτηρίζει τό κακό, ἀλλά διακρίνεται ὡς ξεχωριστή ὕπαρξη. Εἶναι αὐτός πού «περπατᾶ» ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς προκειμένου νά διαβάλει τά ἔργα τῶν δικαίων, ὅπως τοῦ πολύαθλου Ἰώβ.
Τέλος, οἱ δοκιμασίες τοῦ δικαίου Ἰώβ ἀντιπαραβάλλονται μέ τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό φαίνεται στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου (5,11). Παράλληλα, κάποιος μπορεῖ νά ἀναγνώσει περί τοῦ θέματος στίς Πρός Ρωμαίους 8,18 καί Β´ Κορινθίους 4,17.
Νά σημειώσουμε ὅτι στήν Ἐκκλησία ἀναγινώσκονται περικοπές τοῦ βιβλίου τήν Μεγάλη Ἐβδομάδα. (1, 1-2,13. 38, 1-21. 42, 1-6, 12-17). Οἱ Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό βιβλίο καί συγκεκριμένα οἱ Ὠριγένης (PG 12, 1029-50, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (PG 64, 503-656), Ὀλυμπιόδωρος (PG 93, 13-470) καί Δίδυμος ὁ τυφλός (PG 39, 1119).