π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Οι άνθρωποι συχνά συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τους άλλους και παραπονιόμαστε ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη ζωή, ιδίως όταν είμαστε εμείς αυτοί που δεν έχουμε τα πράγματα όπως τα θέλουμε.
Κρίνουμε την πορεία μας με βάση τα υλικά αγαθά, τις επιτυχίες ας, την αποδοχή από τους συνανθρώπους μας, τις σχέσεις μας, τις μικρότερες ή τις μεγαλύτερες απολαύσεις μας, τη δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στο καταναλωτικό πρότυπο ζωής, το οποίο ταυτίζουμε με την ευτυχία.Κι όταν διαπιστώνουμε ότι υστερούμε, ότι δεν έχουμε αυτά που θέλουμε σε σχέση και με άλλους ανθρώπους του ευρύτερου ή στενότερου περιβάλλοντός μας, παραπονιόμαστε.
Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι απόλυτη δικαιοσύνη σε έναν κόσμο μεταπτωτικό και χωρίς την παρουσία του Θεού να είναι δεσπόζουσα δεν μπορεί να υπάρξει. Ότι το νόημα της ζωής και η ευτυχία δε βρίσκεται στην ποσότητα των αγαθών, στην εκπλήρωση του θελήματός μας, αλλά στη δυνατότητα της πίστης στον Θεό, της αγάπης που κάνει την συνείδησή μας αναπαυμένη και στην αίσθηση ότι ο χρόνος μας δίνεται για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, όχι για να συγκρίνουμε και να δούμε τι έχουμε σε περίσσεια και τι μας λείπει, αλλά για να μάθουμε να δοξάζουμε τον Θεό γι’ αυτό που επέτρεψε να έχουμε και να χτίσουμε ένα «είναι» στηριγμένο στο «διδόναι» και όχι στο «λαμβάνειν».
Η παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου, την οποία διηγείται ο Χριστός στους φιλάργυρους Φαρισαίους, αποτελεί μία συγκλονιστική υπόμνηση αληθειών, οι οποίες δεν περιορίζονται στο «νυν», αλλά ισχύουν για το «αεί».
Στη ζωή αυτή ο πλούσιος είχε όλα τα αγαθά. Απολάμβανε τιμών, ηδονών, αποδοχής, οικειότητας, κυρίως όμως την αφθονία της τροφής. Ήταν ντυμένος με πολυτέλεια. Είχε δηλαδή πλήρως καλύψει αυτό που ονομάζουμε «φαίνεσθαι», «εικόνα». Τα χρήματα τον έκαναν αξιοζήλευτο.
Από την άλλη ο φτωχός Λάζαρος ήταν στην απόλυτη ένδεια.